Κοιτάζω φωτογραφίες των προσφύγων στην Κρήτη που διακινούνται στα κοινωνικά δίκτυα. Φωτογραφίες όχι ανταποκριτών, αλλά περαστικών με κινητά, που απεικονίζουν πρόσωπα ανθρώπων χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Κάποιοι ξυπόλυτοι, άλλοι καθισμένοι καταγής, τρώγοντας ό,τι τους έδωσαν, μέσα από αλουμινένια σκεύη. Κάποιοι ρίχνουν μια ματιά στον φακό, άλλοι όχι. Ούτως ή άλλως, δεν είναι άνθρωποι πια, αλλά εκθέματα.

Η ταυτότητα καθενός τους έχει συγχωνευτεί στην κοινή, θεατή ιδιότητα του πρόσφυγα. Δεν είναι πια άνθρωποι με ονοματεπώνυμο, μάνα και πατέρα, πατρικό και γειτονιά, σημαντικές ημερομηνίες, αγαπημένη ώρα της μέρας ή αγαπημένο χρώμα – είναι κουκκίδες πάνω σ’ ένα τεράστιο έργο αφηρημένης τέχνης, που το νόημά του έχει τόσες παραλλαγές όσοι είναι οι άνθρωποι που το κοιτάζουν.

Εμείς. Που δεν αρκεί να ξέρουμε, μα πρέπει οπωσδήποτε να δούμε. Η θέαση των προσφύγων θα μας εξασφαλίσει την επιλογή που μας χορταίνει: θα μετατρέψουμε τον λόγο μας σε θέση, διαλέγοντας να πούμε είτε «α, τους καημένους» είτε «φορτώστε τους και στείλτε τους από κει που ‘ρθαν». Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο λόγος που επιθυμεί να γίνει θέση προϋπάρχει. Το περιεχόμενο της φωτογραφίας είναι απλώς αφορμή. Ορίστε, τους κοιτάζω, τους συμπονώ – και τι με αυτό;

Τι πετυχαίνω καρφώνοντας τα μάτια στο πρόσωπο ενός ανθρώπου, παραβιάζοντάς τον εν αγνοία του, προσπαθώντας να καταλάβω εάν τα ρούχα που φορά είναι αξιοπρεπή (όχι πολύ σκισμένα, όχι πολύ βρώμικα, κατάλληλα για τον καύσωνα), κάνοντας εικασίες για την ποιότητα του φαγητού του; Το στάσιμο φευγαλέο μιας φωτογραφίας δεν μπορεί να εκπροσωπήσει μια συνθήκη ύπαρξης που μπορεί να είναι καλύτερη ή χειρότερη στο κινούμενο στάσιμό της.

Iσως είναι άβολα εκεί όπου τους έχουν βάλει, αλλά μπορεί να κοιμούνται κάπου καθαρά και να έχουν πρόσβαση σε νερό. Iσως η κατάσταση στην οποία τους βλέπω είναι ιδανική και στην πραγματικότητα κοιμούνται με ποντίκια. Πού να ξέρω. Ο,τι κι αν προσπαθώ να κάνω κοιτάζοντας, είναι μάταιο. Ισως απλώς μου αρέσει να διεγείρεται η συμπόνια μου κάθε τόσο, σαν ένα reality check για τον ανθρωπότυπο «Είμαι Καλός Ανθρωπος Και Το Ξέρω».

Και πάλι, βέβαια, καλύτερα αυτό παρά να έχεις τη λέξη «απέλαση» κάτω από τη γλώσσα. Να ακούς «πρόσφυγες» και «μετανάστες» και να νιώθεις σαν να σου μιλούν για ένα παρασιτικό είδος εξωγήινων που ήρθε να ξεζουμίσει τους πόρους του πλανήτη σου για να χτίσει διαγαλαξιακή αυτοκρατορία.

Οχι πως δεν συμβαίνει κι αυτό, πως δεν κυκλοφορούν εκεί έξω παρασιτικοί τύποι που ξεζουμίζουν τον πλανήτη για να χτίσουν αυτοκρατορίες. Απλώς δεν είναι αυτοί που βάζουν κουφώματα σε οικοδομές Ιούλιο μήνα.

Σ’ εκείνη την πολυκατοικία που χτίζεται στη γειτονιά μου, παρατηρώ λίγους εργάτες με πορτοκαλιά μπλουζάκια στην ταράτσα, τρεις το μεσημέρι, με σαράντα βαθμούς, να μαστορεύουν. Κάθε τόσο, σταματούν, πίνουν λίγο νερό κι ύστερα ξανασκύβουν στο μαστόρεμα, αθόρυβοι λόγω της ώρας. Ενίοτε τους βλέπω στον δρόμο, επτά το πρωί, να κατευθύνονται στην οικοδομή.

Πάντα ένα μπούγιο, με φθαρμένες τσάντες πλάτης που μοιάζουν άδειες και χαρούμενες λέξεις μιας γλώσσας που δεν καταλαβαίνω. Κάποια απογεύματα, τους πετυχαίνω πάλι να πηγαίνουν προς τη στάση του τοπικού λεωφορείου, με φτηνά ακουστικά στ’ αφτιά τους και τεράστια σμάρτφον στα χέρια – μεταχειρισμένα –, που μοιάζουν να είναι όλος τους ο κόσμος: ένας κόσμος από απόσταση, γεμάτος βιντεοκλήσεις με οικείους, τραγούδια με ντέφια και πόντκαστ ιμάμηδων που ερμηνεύουν σούρες με χιουμοράκι.

Αυτό το μικρό πλήθος μου φαίνεται ολόιδιο μ’ εκείνο στις φωτογραφίες της Κρήτης. Ενα μπούγιο που απλώς έρχεται και, κάποια στιγμή, τι να το κάνεις, το αφήνεις στη μοίρα του να πάει να χωθεί σε οικοδομές, εργοστάσια, διυλιστήρια κι αγροκτήματα, με ένα ρεπό ανά δεκατέσσερις μέρες. Γι’ αυτό ο ρατσισμός δεν είναι μόνο ηθικά προβληματικός. Είναι λογικά προβληματικός. Είναι ένα καθαρά λογικό πρόβλημα να βλέπεις αυτούς τους φτωχοδιάβολους και να λες, να, ορίστε, οι αυριανοί πλανητάρχες, οι αυριανοί βρετανοί αποικιοκράτες, οι αυριανοί γερμανοί τραπεζίτες. Μάλλον θα έπρεπε να λες, όσο πιο σκούρα είναι αυτά τα πρόσωπα τόσο πιο χλωμό το μέλλον τους.

Κι όμως, κάτω από αυτές τις φωτογραφίες, πολλοί αφήνουν σχόλια που λένε «απέλαση τώρα». Πάντα μου τραβάει την προσοχή ένα πιο ιδιαίτερο σχόλιο: «Ολοι άντρες!». Αυτή η ελλειπτική επισήμανση σημαίνει πως δεν διακρίνονται γυναικόπαιδα ανάμεσά τους, άρα το αφήγημα του δράματος καταρρέει, αφού δεν υπάρχει κανείς άξιος να τον λυπηθούμε.

Μόνο άντρες, αρσενικά, ριψάσπιδες που δεν έμειναν στην πατρίδα να μιλήσουν για boundaries με τον LRA ή την Μπόκο Χαράμ, κηφήνες που ήρθαν να τρυγήσουν επιδόματα αντί να μείνουν σπίτι (ένα παράπηγμα από γαλβανισμένα πάνελ με δυο δάχτυλα βαλτόνερα) να παλέψουν ώστε κάποτε να γίνουν καρδιοχειρουργοί και να δίνουν ομιλίες TEDx, καταπιεσμένοι φανατικοί που ήρθαν να βιάσουν μόνο και μόνο για να αλλοιώσουν τον Δυτικό πολιτισμό, που, όχι, βέβαια, δεν ξέρει καν τι σημαίνει η λέξη. Ειδικά ως προς αυτό το τελευταίο, όταν το σχόλιο «Ολοι άντρες!» γίνεται από άλλους άντρες, αναστοχάζομαι την ειρωνεία του πράγματος: ακόμα και οι άντρες βλέπουν τους άντρες ως απειλή.

Κι όταν δεν τους βλέπουν ως απειλή, τους βλέπουν απλώς ως ανάξιους συμπόνιας. Είπαμε: αν δεν υπάρχουν γυναίκες και παιδιά στη φωτογραφία, το λυπησόμετρο δεν κουδουνίζει. Δεν μπορώ να μην κάνω μια σκέψη για το βάρος των αντρών. Και οι άντρες πεινούν, διψούν και κρυώνουν. Αγαπούν και θρηνούν. Μέσα τους έχουν κι εκείνοι αίμα που μπορεί να χυθεί και κόκαλα που μπορούν να σπάσουν. Αν σκάσει το φουσκωτό τους στη μέση στη Μεσογείου, θα πνιγούν.

Αν τη σκαπουλάρουν, βγουν σε μια ακτή και βρουν εσένα να ουρλιάζεις σε αγγλικά επιπέδου Lower και να τους σημαδεύεις με όπλο, θα φοβηθούν. Δεν ξέρω για ποιον λόγο θα έπρεπε να λυπόμαστε λιγότερο τους άντρες. Τις γυναίκες τις λυπόμαστε γιατί μας μοιάζουν αδύναμες, τα παιδιά και τα ζώα τα λυπόμαστε γιατί μας μοιάζουν αβοήθητα. Στους άντρες έχουμε ρίξει την κατάρα του ισχυρού, του κυρίου πασών των καταστάσεων. Και όλα λειτουργούν ρολόι σ’ αυτόν τον κόσμο, που φτιάχτηκε από άντρες για άντρες, ώσπου κάποιοι άντρες να πονέσουν. Και τότε, ακόμα και οι ομόφυλοί τους θα τους γυρίσουν την πλάτη.

Ισως δεν ήταν ποτέ ζήτημα φύλου ή τίποτε άλλο, παρά η παλιά καλή τεχνική τού διαίρει και βασίλευε, απ’ όσους έχουν όντως τα μέσα να διαιρέσουν, απ’ όσους επιδιώκουν όντως να βασιλέψουν. Αντρας – γυναίκα, πλούσιος – φτωχός, καλός ξένος (τουρίστας) – κακός ξένος (πρόσφυγας), καλός μετανάστης (Ρωσίδα σε μπαρ) – κακός μετανάστης (Πακιστανός σε χωράφι). Και στην απόσταση που μεσολαβεί από τον έναν πόλο στον άλλον είναι αραδιασμένα οστά, το πιο δικό πράγμα καθενός, που έχει πάψει από καιρό να του ανήκει, έτσι που κάποιος κακοπροαίρετος θα έλεγε πως από αυτό, από οστά, είναι φτιαγμένο το νόμισμα της αυτοκρατορίας.

Στιγμιότυπα ενός καύσωνα

Είμαι σταματημένη σ’ ένα φανάρι στην Πατησίων και βλέπω στα αριστερά ένα καθαριστήριο σελφ-σέρβις. Μέσα, ένας άντρας κάθεται στον πλαστικό πάγκο, περιμένοντας την μπουγάδα του. Κοιτάζει έξω, προσπαθώ να διακρίνω τι. Μάλλον ένα περιστέρι που κουτσαίνει. Διακρίνω στο βάθος του χώρου έναν ακόμα, έναν νεαρό, μοιάζει με φοιτητή. Στριμώχνει σ’ ένα πλυντήριο τζιν που βγάζει από μια σακούλα.

Κάτι του πέφτει, μάλλον ξεχασμένα κέρματα, που κυλούν προς τον άντρα. Σκύβει και του τα δίνει. Ο νεαρός δεν φαίνεται να μιλάει, δεν φαίνεται να λέει «ευχαριστώ». Δεν πειράζει. Είναι οκτώ η ώρα το πρωί, βρίσκεται σε ένα πλυντήριο σελφ-σέρβις μέσα καλοκαιριού και το μυαλό του μουδιάζει από τη ζέστη κι από μεταλλικά φερμουάρ που κοπανάνε στον κάδο του πλυντηρίου. Ούτε εγώ θα ’λεγα «ευχαριστώ». Ο άντρας επέστρεψε στο περιστέρι του. Ενίοτε τα πράγματα είναι μελετημένα να γίνουν λίγο σωστά για όλους.