Όπλα ή διπλωματία; Αν και κοινότυπο το δίλημμα, εντούτοις βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης με αφορμή τις προκλητικές κινήσεις της Τουρκίας.

Ουδείς αμφισβητεί ότι έρχονται δύσκολες μέρες στα ελληνοτουρκικά, αλλά το ερώτημα είναι κατά πόσο ο ελληνικός λαός στην παρούσα φάση είναι διατεθειμένος να δεχτεί μια πολεμική κατάσταση.

Από πολεμοκάπηλους των ΜΜΕ πάσης φύσεως έχουμε χορτάσει, καθώς άπειρες οι δηλώσεις πολλών για το τι πρέπει να γίνει, αλλά ουδείς εξ αυτών είναι σε θέση ευθύνης ώστε να επωμιστεί και το βάρος μιας ιστορικής απόφασης.

Η χώρα χρειάζεται νηφαλιότητα και να επικρατήσουν ψύχραιμες φωνές στο δημόσιο διάλογο. Δυστυχώς όμως κυριαρχούν οι κραυγές και «το πνεύμα του πολέμου» σε μια χρονική στιγμή που αυτό που πρέπει να αποφύγει η χώρα είναι μια πολεμική σύγκρουση, έστω και μικρής διάρκειας.

Και το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ο ελληνικός λαός είναι διατεθειμένος να αντέξει μια τέτοια κατάσταση, καθώς διαφέρει πολύ μια πολεμική σύγκρουση από τις εικονικές συγκρούσεις που στήνονται πολύ συχνά και με άνεση από διάφορες εκπομπές.

Οι μέρες δεν είναι απλά δύσκολες, αλλά και κρίσιμες και πρέπει τον πρώτο λόγο να τον έχει η πολιτική, η διπλωματία και να μην αφεθεί χώρος σε πολεμοκάπηλους να διαμορφώσουν κλίμα στην κοινή γνώμη.

Η Ελλάδα είναι ισχυρή, έχει το δίκιο με το μέρος της, αλλά δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να δώσει αφορμές για εντάσεις και βεβαίως να κατηγορηθεί η ίδια ότι επιθυμεί μια σύγκρουση με την Τουρκία των πολλαπλών προβλημάτων.

Είναι η ώρα της ευθύνης όλων, πολιτικών, δημοσιογράφων, δημοσιολογούντων, κ.α. και όλοι στις αναλύσεις τους πρέπει να κάνουν μια υπέρβαση και να δουν και την κατάσταση από τα μάτια των Τούρκων ώστε να μπορούν να αξιολογήσουν αυτό που εξελίσσεται.

Η Ελλάδα στην παρούσα χρονική στιγμή δεν έχει την πολυτέλεια των εσωτερικών άγονων συγκρούσεων, εν μέσω διαρκώς αυξανόμενης έντασης από την πλευρά της Τουρκίας, αλλά της καλύτερης προετοιμασίας για τα μελλούμενα.

Η Τουρκία είναι σαφές ότι δεν θέλει πολεμική σύγκρουση και εάν ήθελε θα την είχε επιδιώξει και η μόνη ρεαλιστική για την ίδια προοπτική είναι να κερδίσει ζωτικό χώρο. Άρα, με αυτό το δεδομένο το πολιτικό σύστημα οφείλει να αξιολογήσει τα μελλούμενα και το τι θα γίνει σε περίπτωση προσφυγής στη Χάγη και κυρίως να προετοιμάσει την ελληνική κοινή γνώμη για τα όσα θα ακολουθήσει.

Κυρίως να μην βλέπουμε τι συμβαίνει με τα δικά μας γυαλιά, αλλά ας δούμε και τι πραγματικά πιστεύει ο αντίπαλος.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι η ώρα της πιο ενεργούς διπλωματίας και της εθνικής συνεννόησης που σημαίνει και ευθεία και άμεση επικοινωνία των πολιτικών αρχηγών. Κανείς δεν χάνει από μια ενιαία εθνική γραμμή, εκτός εάν δεν το θέλει το πολιτικό σύστημα.