Το κεντρικό ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: «Γιατί δε θα πρέπει να συσχετίζεται, όπως εγώ υποστηρίζω, το θέμα της επέκτασης των χωρικών μας υδάτων με εκείνο του ορισμού της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ);»

Η απάντηση, σε αδρές γραμμές, είναι η εξής:

Η επέκταση των χωρικών μας υδάτων από τα 6 ν.μ. στα 12 ν.μ. αποτελεί αποκλειστικό δικαίωμα της χώρας μας, όπως και κάθε παράκτιας χώρας. Μια τέτοια ενέργεια έχει μονομερή χαρακτήρα, δε χρειαζόμαστε τη σύμφωνη γνώμη κανενός. Η Ελλάδα διαχρονικά έχει δηλώσει ότι επιφυλάσσεται να εξασκήσει το δικαίωμα αυτό όταν η ίδια θεωρήσει ότι κάτι τέτοιο είναι σκόπιμο να το πράξει στη βάση των συμφερόντων της.

Ο καθορισμός της ΑΟΖ, από την άλλη, δε συνιστά αποκλειστικό δικαίωμα της χώρας. Προκύπτει ως αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων με άλλες παράκτιες χώρες (στη βάση διεθνών κανόνων ασφαλώς, πάντως όμως διαπραγματεύσεων) γιατί καθορίζει, κατ’ ουσία, δικαιώματα εκμετάλλευσης θαλασσίων υδάτων πέραν των χωρικών υδάτων των χωρών αυτών. Έχει, δηλαδή, όχι μονομερή αλλά πολυμερή χαρακτήρα.
Επομένως, η συσχέτιση ενός μονομερούς δικαιώματος (επέκταση χωρικών υδάτων) με μία διαδικασία διαπραγμάτευσης πολυμερούς χαρακτήρα (ΑΟΖ) κινδυνεύει να μετατρέψει ένα μονομερές δικαίωμα σε αντικείμενο μιας πολυμερούς διαπραγμάτευσης. Κάτι τέτοιο, ασφαλώς, αναιρεί την εθνική γραμμή στο θέμα αυτό από τη μεταπολίτευση και μετά. Το θέλουμε;

«Και πώς έγινε με την Ιταλία;» ακολουθεί μια δεύτερη ερώτηση. «Εκεί η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. δεν έγινε μετά τη συμφωνία για τον καθορισμό της ΑΟΖ;»

Η απάντηση είναι ότι ναι, έγινε μετά. Πλην όμως, αυτό ήταν μια απόφαση της ελληνικής πλευράς. Η Ιταλία ποτέ δεν αμφισβήτησε το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών μας υδάτων (ούτε, βεβαίως, απείλησε με casus belli). Η Ελλάδα θα μπορούσε να είχε επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στο Ιόνιο και κατά το παρελθόν. Δεν το έπραττε επί χρόνια για να μη θεωρηθεί ότι ακολουθεί άλλη γραμμή στο Ιόνιο και άλλη στο Αιγαίο. Τώρα το έπραξε και, κατά τη γνώμη μου, πολύ καλά έκανε.

Η περίπτωση της Ιταλίας είναι, προφανώς, πολύ διαφορετική από εκείνη της Τουρκίας. Θα ήταν παράλογο (και ανιστόρητο) να θεωρούμε ότι μπορεί να επαναληφθεί με την Τουρκία αυτό που έγινε με την Ιταλία. Είναι διαφορετικού τύπου πρόβλημα. Ο χειρισμός του απαιτεί σύνεση και αποφασιστικότητα. Και, οπωσδήποτε, όχι κινήσεις εν θερμώ. Ιδιαίτερα, όταν η απέναντι πλευρά προσπαθεί να μας παρασύρει να κάνουμε εμείς το πρώτο βήμα προς το «τρελοκομείο».

Αλλά ένα πράγμα θεωρώ απαραίτητο, τουλάχιστον από διαπραγματευτικής πλευράς, αν όχι από θέση αρχής: να μη συσχετίζουμε την επέκταση των χωρικών μας υδάτων με τον καθορισμό της ΑΟΖ.

Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι τέως πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών