Αν επιχειρήσει κάποιος να παρακολουθήσει ψυχρά και αντικειμενικά την συλλογιστική της Γερμανικής κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την κρίσιμη κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο και τα ελληνοτουρκικά, η συνέντευξη του υπουργού Εξωτερικών Χάικο Μάας στην «Καθημερινή» είναι έως και διαφωτιστική.

Ευθύς εξ αρχής απεμπολεί τον ρόλο του διαμεσολαβητή και σημειώνει ότι η προσπάθεια του θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως παροχή «καλών υπηρεσιών». Πρόκειται προφανώς για μία προσπάθεια να δικαιολογηθεί η αποτυχία της κυβέρνησης Μέρκελ. Προφανώς και πρόκειται για απόπειρα, έστω, διαμεσολάβησης, η οποία όμως οδήγησε σε εγκλωβισμό (και) της κυβέρνησης του Βερολίνου στο ανατολίτικο παζάρι του Ερντογάν.

Ένα περαιτέρω στοιχείο είναι το ότι, με βάση όσα εξακολουθεί να υποστηρίζει ο κ. Μάας, στο Βερολίνο παρά τη «δυσάρεστη έκπληξη» που ένιωσαν με τη νέα βόλτα του Ορουτς Ρέις, εξακολουθούν να πιστεύουν ότι κάτι θα γίνει έως τον Δεκέμβριο και ο Ερντογάν θα αλλάξει τροπάρι. «Είναι στο χέρι της Τουρκίας να αποφασίσει. Και τον Δεκέμβριο θα πρέπει να αποφασίσουμε», λέει σχετικά ο Γερμανός ΥΠΕΞ. Τι μπορεί να έχει αλλάξει και τι να αποφασίσει η Τουρκία, άραγε; Και επειδή ο Δεκέμβριος δεν είναι τόσο μακριά, για τι ακριβώς έχει προετοιμαστεί η Γερμανία; Θα αλλάξει μέσα σε μερικές εβδομάδες τόσο δραματικά το δόγμα της εξωτερικής της πολιτικής;

Το τρίτο στοιχείο που προξενεί ερωτηματικά είναι ότι παρά τη «δυσάρεστη έκπληξη» και τη στάση της Τουρκίας, εξακολουθεί ο κ. Μάας να δηλώνει ότι δεν υπάρχει πολυτέλεια να εγκαταλειφθεί η διπλωματία σε αυτό το σημείο. Είναι προφανώς σωστό αυτό. Όμως το ζήτημα είναι ότι ακόμη και αν η διπλωματία δεν εγκαταλειφθεί, η Τουρκία δεν κινείται σεβόμενη τη διπλωματία.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το πιο ενδιαφέρον, κρίσιμο και πιθανώς επικίνδυνο, είναι ότι ο Γερμανός ΥΠΕΞ, έπειτα από όλα όσα (δεν) κατόρθωσε να κάνει, δηλώνει απερίφραστα ότι οι δύο πλευρές θα πρέπει να αφεθούν και να αποφασίσουν την ατζέντα των διμερών συνομιλιών. Αυτό συνιστά προφανώς μία αδιανόητη μεροληψία εκ μέρους ενός κράτους μέλους της ΕΕ έναντι ενός άλλου, εν προκειμένω της Ελλάδας, ενώ είναι επίσης προφανές πώς, πού και από ποιον παραβιάζεται το διεθνές δίκαιο, το δίκαιο της θάλασσας και μία σειρά διεθνείς συνθήκες.

Όποιος έπειτα από όλα αυτά εξακολουθεί να ελπίζει σε κάτι διαφορετικό εν όψει Δεκεμβρίου, μάλλον είναι επιρρεπής σε αυταπάτες και μάλιστα επικίνδυνες. Και ίσως σε αυτήν την περίσταση να δικαιώνεται έπειτα από πολλά χρόνια ο Θεόδωρος Πάγκαλος, και η περιβόητη εκείνη φράση του για τον «γίγαντα με τα γυάλινα πόδια»…

Υπό αυτό το πρίσμα, μοναδική ελπίδα είναι, να υπάρχει ήδη μία νέα, συγκροτημένη, ρεαλιστική και αποτελεσματική εθνική στρατηγική, η οποία θα έχει εθνικά επωφελή κατάληξη, όπως και αν οριστεί αυτό.