Δεν είναι μόνο οι δημοσιονομικοί κανόνες που οφείλει να τηρεί κανείς. Η πολιτική ζωή θέτει και εκείνη το δικό της πλαίσιο κανόνων από την τήρηση των οποίων μπορεί να εξαρτηθεί η εκλογική σου επιβίωση.

Ενας τέτοιος λέει πως επιδοματικώς φροντίζεις πρώτα το δικό σου κοινό. Τους ενστόλους, ας πούμε, και τους συνταξιούχους. Κι έπειτα τη μεσαία τάξη, η οποία ιδιοσυγκρασιακά δεν αισθάνεται αποκλεισμένη και επομένως δεν θρέφεται από την προσδοκία κάποιας φαραωνικής ανατροπής. Ζει μόνο με την αγωνία μιας καλύτερης ζωής, την οποία προβάλλει στο μέλλον των παιδιών της. Ποιος και πώς εξασφαλίζει το δικό τους αύριο;

Στους κυβερνητικούς υπολογισμούς, αυτή η δεξαμενή ψηφοφόρων έχει ποσοτικοποιηθεί. Στέλεχος του κυβερνητικού επιτελείου, από εκείνα που θεωρούν πως «δεν γίνεται πολιτική με τα excel», εξηγούσε πως «η δική μας μάχη είναι με το 40%». Και το υπόλοιπο 60%; «Ούτως ή άλλως δεν το είχαμε ποτέ».

Τώρα, περισσότερο από ποτέ, η κυβέρνηση σκέπτεται σαν ένας σωστός νοικοκυραίος. Δεν ξέρει μόνο τι έχει και τι δεν έχει, αλλά και τι δεν μπορεί ποτέ να αποκτήσει. Ξέρει ακόμα πως δεν μπορεί να υπάρξει οικονομική ασφάλεια χωρίς δημοσιονομική τάξη. Και οδηγείται από το ένστικτο της συντήρησης.

Πρόκειται για ένα είδος δαρβινικής προσαρμογής που στην περίπτωση ενός νοικοκυριού δεν υπάρχει τίποτε κακό. Στην περίπτωση μιας κυβέρνησης, όμως, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς πως το ένστικτο της συντήρησης σκοτώνει και το τελευταίο ίχνος μεταρρυθμιστικού οίστρου. Ειδικά στην περίπτωση των κυβερνήσεων Μητσοτάκη, ο οίστρος υπό τη μορφή του «πολυδιάστατου εκσυγχρονισμού» εξαντλήθηκε περίπου μαζί με την εξαγγελία του στην πρώτη τετραετία.

Η δεύτερη τετραετία, που στο πρώτο της μισό και κάπως μεταφυσικά θεωρήθηκε πως λυγίζει κάτω από το βάρος κάποιας «κατάρας», προβάλλει σήμερα ως προθάλαμος μιας τρίτης. Το 40% φυλλορρόησε, ένα τμήμα του συντάχθηκε με το αφήγημα της «συγκάλυψης» και ενσωματώθηκε στα συλλαλητήρια για τα Τέμπη. Αλλά τώρα που κλείνει ακόμα ένας κύκλος επικαιρότητας για την τραγωδία τίποτε δεν αποκλείει τον επαναπατρισμό του.

Εστω, τον απρόθυμο επαναπατρισμό του. Το σχέδιο της κυβέρνησης δεν περιλαμβάνει μόνο μια ΔΕΘ σε δόσεις – τον Απρίλιο η επιστροφή ενός ενοικίου και 250 ευρώ στους συνταξιούχους, τον Σεπτέμβριο οι φοροελαφρύνσεις, τον Νοέμβριο κάτι άλλο. Βασίζεται και στην εκτίμηση πως εκείνοι που έφυγαν θα επιστρέψουν επειδή δεν έχουν πού να πάνε. Η αντιπολίτευση βάρδιας, έτσι όπως εκπροσωπείται σε αυτή τη φάση από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, είναι μονοθεματική και υποστελεχωμένη. Για το ΠαΣοΚ και την ηγεσία του, η γυάλινη οροφή που θα έσπαγε για να εκτοξευθεί μοιάζει ξανά σαν αλεξίσφαιρο τζάμι. Και στην Αριστερά δείχνει να επιβεβαιώνεται ένα  ιστορικό στέλεχος που έλεγε πρόσφατα πως «ο κατακερματισμός δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη» – πιθανότατα θα συνεχιστεί μέχρι να μη συμφωνεί κανένας με κανέναν, αν όχι ακόμη και με τον εαυτό του.

Σε αυτό το περιβάλλον αντιπολιτευτικού χάους, ο σωστός νοικοκυραίος της κυβέρνησης προσφέρει στα δικά του παιδιά δημοσιονομική τάξη, οικονομική ασφάλεια αλλά και εκλογική στέγη. Πού θα πάνε; Θα γυρίσουν. Ενδεχομένως περισσότερο απογοητευμένα, αλλά ίσως και λιγότερο οργισμένα. Οπως και να ‘χει, αυτή είναι η εκλογική δεξαμενή που εξασφαλίζει τη διαιώνιση της πολιτικής κυριαρχίας ή τουλάχιστον ενός πρώτου χωρίς ορατό δεύτερο.

Δεν είναι καθόλου βέβαιο όμως πως εξασφαλίζει και την αυτοδυναμία. Είναι αυτή η αβεβαιότητα που τοποθετεί τον εκλογικό ορίζοντα στις εσχατιές της τετραετίας, δηλαδή έως τότε που η κυβέρνηση θα έχει εξασφαλισμένη την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Γιατί να κινδυνεύσει να μοιραστεί νωρίτερα κάτι που έως το 2027 μπορεί να απολαμβάνει μόνη της; Μπορεί να ειπωθεί και αλλιώς. Ποιος νοικοκυραίος, σωστός και μονοκομματικός, μοιράζεται ό,τι κατέκτησε με τόσο κόπο;