Τον Απρίλιο του 2015 και για λογαριασμό της οικονομικής επιθεώρησης του Χάρβαρντ, ο Γκάρι Χάμελ, σύμβουλος στρατηγικής που έχει καταχωρηθεί ως «στοχαστής» και «αυθεντία» στον κόσμο των επιχειρήσεων, εμπνεύστηκε από ένα μήνυμα που είχε απευθύνει λίγους μήνες νωρίτερα ο Πάπας Φραγκίσκος στους καρδιναλίους του για να κωδικοποιήσει σε μια λίστα τις «15 νόσους της ηγεσίας».
«Δεν ξέρω εάν απαγορεύεται να παραφράζεις τις παπικές διακηρύξεις, αλλά καθώς δεν είμαι καθολικός αποφάσισα να πάρω το ρίσκο» εξηγούσε στους αναγνώστες του «Harvard Business Review», για να παραθέσει κατόπιν έναν κατάλογο που ξεκινούσε από τη «νόσο της αντίληψης ότι είμαστε αθάνατοι, απρόσβλητοι ή εντελώς αναντικατάστατοι», συνέχιζε με εκείνη του «κακού συντονισμού» ή των «στενών κύκλων», για να καταλήξει στη «νόσο της υπερβολικής αυτοπροβολής και επίδειξης» – που είναι μάλλον σαν να έλεγε η αγιότητά του στους καρδιναλίους του «μην την ψωνίζετε».
Διατρέχοντας τον κατάλογο, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να στήσει μια φανταστική πινακοθήκη αντιστοιχίζοντας κάθε νόσο με τους πιο χαρακτηριστικούς από τους πάσχοντες – όχι ασφαλώς ανάμεσα στους καρδιναλίους του Πάπα, αλλά στην κοσμική εξουσία. Μήπως δεν περισσεύουν οι «υπόγειοι ανταγωνισμοί», η «συσσώρευση ισχύος» και η «ματαιοδοξία» ή απλώς τα «ψώνια»; Ή θα απέκλειε κανείς πως η διάγνωση στην περίπτωση πολλών θα ήταν η «νόσος της υπαρξιακής σχιζοφρένειας»;
Τόσο περίσσευμα, ωστόσο, οδηγεί και σε ένα άλλο συμπέρασμα. Πως ο κόσμος μας – ο μεγάλος και ο μικρός – πάσχει εντέλει από ένα έλλειμμα ηγεσίας. Από μια εξουσία που θα αντλεί την ισχύ της από το μέτρο στην άσκησή της, την ενσυναίσθηση σε σχέση με το παρόν και μια διορατική αντίληψη για το μέλλον.
Από τον μεγάλο κόσμο λείπουν εκείνοι που, έστω και εξωραϊσμένα, περιγράφονταν ως «μεγάλοι ηγέτες». Και στον δικό μας, τον μικρό, αυτό το κάτι που λείπει δεν εντοπίζεται μόνο σε μια κυβέρνηση όπου πυκνώνουν τα συμπτώματα των 15 νόσων και πιθανότατα και άλλων ακόμα, αλλά και σε μια αντιπολίτευση που εμφανίζεται ελλειμματική εδώ και χρόνια. Ακόμη ψάχνει αρχηγό, ακόμη εκλέγει «υποψήφιο πρωθυπουργό».
Πρόκειται για ένα διπλό έλλειμμα ή έλλειμμα του συστήματος της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης που όσο περνάει ο χρόνος τόσο αποσταθεροποιείται υπέρ ενός δημοσκοπικού «Κανένα». Στη μία πλευρά του συστήματος – εκείνη της κυβέρνησης – η καμπύλη έχει πάρει την πορεία μιας μάλλον αναπόδραστης φθοράς. Αλλά και στην άλλη πλευρά, της αντιπολίτευσης, είναι μάταιο να πιστέψει κανείς πως το έλλειμμα θα μπορούσε να καλυφθεί με υποκατάστατα.
Είτε ως υπαρκτή είτε ως κατασκευή, η «κοινωνική αντιπολίτευση» έχει ένα δομικό πρόβλημα παρουσίας και διάρκειας – οι άνθρωποι έχουν να κάνουν και άλλες δουλειές από το να τρέχουν στις διαδηλώσεις. Ενώ στους «11» της ΝΔ που αποφάσισαν να σηκώσουν όλα τα βάρη του αντιπολιτευτικού κόσμου υπερισχύει το αποτύπωμα μιας «λαϊκής Δεξιάς», οπωσδήποτε ασύγχρονης με τις σημερινές ανησυχίες της μεσαίας τάξης.
Κι έπειτα, αν κάτι λείπει από το πολιτικό σύστημα, αυτό δεν είναι μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία που και θα συμπολιτεύεται και θα αντιπολιτεύεται μόνο και μόνο για να προστεθεί στην τυπολογία των δημοκρατικών συστημάτων και μια παλαβή δημοκρατία που θα αποτελέσει αντικείμενο μελέτης και άλλων ειδικοτήτων του Χάρβαρντ.
Αυτό το κάτι που λείπει, συνεπώς, δεν είναι τα υποκατάστατα. Δεν είναι όμως ούτε ένας «αντίπαλος στον Μητσοτάκη» που μέχρι να βρεθεί, ο Μητσοτάκης μπορεί να μην είναι καν εδώ. Είναι το ίδιο το έλλειμμα ηγεσίας που μαρτυρά πως αυτό το κάτι πλέον είναι ένας αντίπαλος στον Κανέναν. Στον κίνδυνο, με άλλα λόγια, μιας πανδημικής δυσπιστίας των πολιτών απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Η οποία, με την άδεια πάντα του Πάπα, θα είναι και το σύμπτωμα μιας πολύ μεγαλύτερης και πολύ πιο επικίνδυνης νόσου.