Η περιήγηση στο αλλότριο ως διαρκής έλξη
Γράφει ο Μάρκος Καρασαρίνης
«Το ταξίδι, στον κόσμο και στο χαρτί, είναι από μόνο του ένα διαρκές προοίμιο, ένα πρελούδιο σε κάτι που πρέπει ακόμη να συμβεί και περιμένει πάντα στη γωνία: αναχωρώ, σταματάω, επιστρέφω, φτιάχνω τις βαλίτσες μου ή τις αδειάζω, κρατάω σημειώσεις για το τοπίο που, καθώς το διασχίζω, δραπετεύει, αποσυντίθεται, και ανασυγκροτείται όπως μια κινηματογραφική σεκάνς, όταν σβήνει και όταν αναδύεται, ή όπως ένα πρόσωπο που αλλάζει μες στον χρόνο».
Η μεστή περιγραφή του κριτικού, δοκιμιογράφου, κορυφαίου μελετητή της ευρωπαϊκής κουλτούρας και συγγραφέα του περίφημου Δούναβη Κλαούντιο Μάγκρις αποδίδει παραστατικά τη διαρκή ροή κίνησης, εικόνων και συναισθημάτων που θα καταγράψει στο βιβλίο του Ενα ατέλειωτο ταξίδι, συναγωγή κειμένων για περιπλανήσεις μιας εικοσιπενταετίας.
Το να περιηγείται κανείς τον κόσμο, σημειώνει ο Μάγκρις, είναι πεποίθηση, κατεύθυνση, υπέρβαση – και εμπειρία του τόπου. Την έννοια της αποκοπής από το οικείο και της μετάβασης στο αλλότριο, σε άλλα μέρη, άλλα τοπία, άλλες κουλτούρες, «διαποτίζει μια χρονικότητα». Με τον χαρακτήρα του εφήμερου: η παραμονή δεν είναι μόνιμη, οι εντυπώσεις αλλάζουν στιγμιαία.
Αυτή η γοητεία του φευγαλέου ανακύπτει σταθερά στον ταξιδιωτικό λόγο – και η κατάθεσή της ώστε να μη χαθεί στην τριβή της καθημερινότητας βρίσκεται στις ρίζες της ανάγκης για αποτύπωση των όσων βιώνονται.
Υπάρχει μια τέχνη του ταξιδιού, μας βεβαιώνουν τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους περιηγητές όσο ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Στράτης Μυριβήλης, ο Αλέν ντε Μποτόν, ο Γουίλιαμ Νταλρίμπλ, μια στάση που επιτρέπει την ενσωμάτωση των βιωμάτων, τον δημιουργικό τους μετασχηματισμό – «ο τρόπος που θα καρποφορήσει μέσα μας και θα ζήσει […], το τι θα μας εμπνεύσει ένα περιστατικό, μια κίνηση του πλήθους, ένας μοναχικός άνθρωπος, ένα τοπίο, ένα ερείπιο, ένας ναός, μια μοίρα», όπως έγραφε ο Ηλίας Βενέζης στο «Βήμα» στις 28 Ιανουαρίου 1964.
Αρκεί να μη μείνει κανείς στα μαζικά και τετριμμένα, προειδοποιεί ο Νίκος Καζαντζάκης από την Ισπανία σε μια αποστροφή με ιδιαίτερη αντήχηση στο βιομηχανοποιημένο σήμερα των πακέτων και των προσφορών, ώστε να μην καταλήξει κι αυτός καταναλωτής προκατασκευασμένων εμπειριών, «παρδαλόχαρος τουρίστας».
Το ταξίδι ως τέχνη και πρόσληψη του χώρου
Γράφει η Ουρανία Πολυκανδριώτη
«Τι είναι αλήθεια ένα ταξίδι; Νομίζω πως δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ένας ακόμα τρόπος για να εξερευνούμε και να διαπιστώνουμε τις δυνάμεις που κατέχει η ψυχή και ο νους μας στο να ανταποκρίνεται συνθετικά στα φαινόμενα που αντικρίζει». Με τις φράσεις του αυτές ο Στράτης Μυριβήλης συμπυκνώνει την ουσία των ταξιδιών, την τέχνη τους, τη διαδικασία πρόσληψης του χώρου που δεν μπορεί παρά να είναι υποκειμενική, μια προσωπική υπόθεση.
Στη συνέχεια, περιγράφει επίσης τον τρόπο με τον οποίο η υποκειμενική πρόσληψη του χώρου μεταφέρεται στον γραπτό λόγο, απευθύνεται στον αναγνώστη και γίνεται λογοτέχνημα.
Ενα λογοτέχνημα που δεν ορίζεται μόνο από αισθητικά κριτήρια αλλά από ακριβώς αυτή τη σύζευξη εξωτερικής πραγματικότητας και εσωτερικής οπτικής: «Οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις, όσες φορές είναι ειλικρινείς, δεν περιγράφουν αντικειμενικά τα πράγματα που είδαμε. Περιγράφουν μονάχα τον εαυτό μας και τη στάση του αντίκρυ στα πράγματα που είδαμε» (Στρ. Μυριβήλης, Απ’ την Ελλάδα. Ταξιδιωτικά, εκδ. Εστίας, 1949).
Το ταξίδι για τη γενιά του Μυριβήλη, για τη γενιά του Μεσοπολέμου, είναι κάτι το ξεχωριστό. Είναι η ανάπαυλα ανάμεσα στους αιματοκυλισμένους πολέμους, είναι η αναζήτηση ταυτότητας, η εξερεύνηση της νέας πατρίδας, η ανακάλυψη της σύνθετης πραγματικότητας του τοπίου, θαλασσινού και ορεινού, αστικού και αγροτικού. Είναι μια διαρκής επιθυμία για ταξιδιωτική μέθεξη, για την αποκάλυψη της ιστορίας, της αλήθειας, της τέχνης, για την ερμηνεία του τοπίου.
Την εποχή του Μεσοπολέμου, η αφήγηση του ταξιδιού από λογοτέχνες συγγραφείς, στοχαστές, καλλιτέχνες και διανοούμενους έχει στοχαστικό χαρακτήρα, συχνά με έκδηλες ιδεολογικές διαστάσεις. Οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες στρέφουν ένα ιδιαίτερο βλέμμα στον Αλλο, σε κάθε διαφορετική κουλτούρα και πολιτισμό, διερευνούν τους ανθρώπους μέσα στον χώρο τους και αποτυπώνουν τις εντυπώσεις τους στα περιοδικά έντυπα με τα οποία συνεργάζονται.
Αναζητούν αυτό που ο Θεόφιλος Γκοτιέ είχε αποκαλέσει τη «σήμανση του σύμπαντος», κάτι που διαφοροποιεί σημαντικά τους ρομαντικούς ταξιδιώτες του Μεσοπολέμου από όλους τους άλλους προγενέστερους φιλοπερίεργους περιηγητές ή και κοινωνιολογικούς παρατηρητές.
Το ταξίδι για τη γενιά του Μυριβήλη, για τη γενιά του Μεσοπολέμου, είναι κάτι το ξεχωριστό. Είναι η ανάπαυλα ανάμεσα στους αιματοκυλισμένους πολέμους, είναι η αναζήτηση ταυτότητας, η εξερεύνηση της νέας πατρίδας
Ο Γιώργος Σεφέρης έλεγε στα 1943: «Ολη η περίοδος του Μεσοπολέμου μπορεί να χαρακτηριστεί σαν μια περίοδος απογνωσμένων αναζητήσεων, εσωτερικών ανασκαφών, ελέγχου της πραγματικότητας που μας περιστοιχίζει και που γίνεται στάχτη στα δάχτυλα που την αγγίζουν» (Γ. Σεφέρης, «Ενας Ελληνας – Ο Μακρυγιάννης», Δοκιμές, τ. Α’, εκδ. Ικαρος, 1974). Αυτός ο νέος έλεγχος της πραγματικότητας, κάτω από το βάρος του τελευταίου πολέμου και της αβεβαιότητας του επερχόμενου δεύτερου και στο πλαίσιο των μεγάλων εθνικών ανακατατάξεων, είναι που αποτυπώνεται ως τέχνη στα κείμενα των λογοτεχνών που ταξιδεύουν.
Το ταξίδι στη Μεσόγειο δημιουργεί τις συνιστώσες μιας νέας συμβολικής πρόσληψης του χώρου, μιας νέας μεσογειακής και θαλάσσιας ιδεολογίας.
Με προεξάρχοντα τον Νίκο Καζαντζάκη, η άνθηση της ελληνικής ταξιδιωτικής λογοτεχνίας σημειώνεται ακριβώς εκείνη την εποχή του Μεσοπολέμου με κάθε λογής αφηγήσεις από το Αιγαίο, τις δυτικές μεσογειακές χώρες αλλά και τις χώρες της Βόρειας Αφρικής με έντονο το ελληνικό στοιχείο.
Εκτός από τον Καζαντζάκη, ο Κώστας Ουράνης, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Φώτης Κόντογλου, ο Κλέων Παράσχος, ο Ηλίας Βενέζης διατρέχουν τις ελληνικές θάλασσες και ταξιδεύουν σε μεσογειακές χώρες δίνοντας σελίδες έντονου λυρισμού και υμνώντας την ιστορία και την τέχνη των λαών. Στις ταξιδιωτικές τους αφηγήσεις εστιάζουν εμφατικά στη θάλασσα. Ο Γιώργος Σεφέρης παρατηρεί ότι «γύρω στα 1930 τα πράγματα αλλάζουν.
Εκείνο που χαρακτηρίζει τις αναζητήσεις των νέων είναι ένα είδος νησιώτικης ιδιοσυγκρασίας. Οι ορίζοντες πλαταίνουν. Τα σκονισμένα δρομάκια και οι κάμαρες μένουν πίσω. Το Αιγαίο με τα νησιά του, η θαλασσινή μυθολογία, το ταξίδι προς όλες τις κατευθύνσεις είναι τα πράγματα που τους συγκινούν και προσπαθούν να εκφράσουν» (Γ. Σεφέρης, Δοκιμές, τ. Α’, εκδ. Ικαρος, 1974).
Για τους συγγραφείς και διανοούμενους του Μεσοπολέμου, το ταξίδι έγινε τέχνη: μια ολότελα προσωπική πρόσληψη του χώρου, η δημιουργική αφομοίωση του αγνώστου, η λυρική και στοχαστική αποτύπωσή του, η εθνική αξιοποίησή του. Με μια έγνοια πάντα, την αναζήτηση και την αποκρυστάλλωση μιας ταυτότητας, τον σύνθετο ορισμό της ελληνικότητας.
Η κυρία Ουρανία Πολυκανδριώτη είναι διευθύντρια Ερευνών στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
Αναζητώντας την αυθεντική στιγμή
Γράφει η Μυρσίνη Γκανά
Διάβασα πρόσφατα το μυθιστόρημα Η τελειότητα, του Βιντσέντζο Λατρόνικο (εκδ. Loggia, μτφρ. Δήμητρα Δότση), το οποίο, στην αγγλική του μετάφραση, βρισκόταν στη μικρή λίστα για το Διεθνές βραβείο Booker. Πρωταγωνιστές είναι ένα ζευγάρι από τη Νότια Ευρώπη (Ιταλοί, υποθέτουμε) που έχουν εγκατασταθεί στο Βερολίνο.
Διαβάζω λοιπόν, κάποια στιγμή, την κατά τα άλλα αδιάφορη φράση «Τα βράδια, στο Biergarten στην Πάουλ-Λίνκε-Ούφερ ή στο ρωσικό μπιστρό στη σκιά του Βάσερτουρμ…» και νιώθω ένα παράξενο σκίρτημα αναγνώρισης, και ταυτίζομαι διαφορετικά μ’ αυτό το άγνωστο και ούτε καν υπαρκτό ζευγάρι, καθώς στην οθόνη του μυαλού μου εμφανίζεται ο Πύργος του Νερού (Βάσερτουρμ) και το «Πάστερνακ», το ρωσικό μπιστρό, και αποφασίζω πως αποκλείεται να εννοεί κάποιο άλλο, να υπάρχει κάποιο άλλο ρωσικό μπιστρό στη σκιά κάποιου Βάσερτουρμ στο Βερολίνο, κι ας μην έχω ζήσει ποτέ μου στο Βερολίνο. Το έχω επισκεφτεί δύο φορές όλες κι όλες.
Την πρώτη, δύο μέρες στις αρχές Νοεμβρίου πριν από 20 σχεδόν χρόνια, φρέσκια στη Βόρεια Ευρώπη, κρύωνα τόσο που σκέφτηκα σοβαρά ότι μπορεί το αίμα να πάγωνε στις φλέβες μου, ότι ήμουν μια προχειροδουλειά του Νότου με άθλιες σωληνώσεις και δεν μπορούσα να ανταποκριθώ στα σοβαρά στάνταρ της «αληθινής Ευρώπης».
Τη δεύτερη φορά ήταν άνοιξη, είχαν περάσει μπόλικα χρόνια, το πρώην Ανατολικό Βερολίνο ήταν σαν μια τεράστια παιδική χαρά με υπέροχα κτίρια, με μεγάλα παράθυρα πίσω από τα οποία μάντευες την αφθονία του χώρου, σε έκαναν να ονειρεύεσαι μια άλλη ζωή, και στρίβοντας εντελώς τυχαία από μια γωνία βρεθήκαμε μπροστά στο καφέ «Πάστερνακ», φάγαμε μπραντς, είχε μια δροσερή λιακάδα, ένιωθα μια άγρια χαρά γι’ αυτή την ανακάλυψη, για το λογοτεχνικό όνομα, για την αίσθηση ότι συμμετείχαμε σε μια αυθεντική στιγμή εκείνης της πόλης στην οποία δεν ζούσαμε. Και είχα τη βεβαιότητα ότι όλα θα έμεναν στη θέση τους για να τα επισκεφτούμε ξανά όποτε το θελήσουμε.
Εχω αποφασίσει ότι δεν μου αρέσει η νοσταλγία, αν όμως σκεφτώ όσα με έχουν διαμορφώσει, σίγουρα τα ταξίδια έχουν παίξει τεράστιο ρόλο.
Χωρίς τους κατοίκους τους, που σπρώχνονται όλο και πιο μακριά για να κάνουν χώρο για τους τουρίστες, τι θα είναι οι πόλεις εκτός από κούφια σκηνικά;
Με ενδιέφερε πάντα πολύ λιγότερο να επισκεφτώ τα γνωστά αξιοθέατα και πολύ περισσότερο να περπατάω τον κάθε τόπο, να κυκλοφορώ σε κανονικές γειτονιές, να μπαίνω σε κανονικά μαγαζιά, θέλω κάθε φορά να πάω στο σουπερμάρκετ, στο μανάβικο, αισθάνομαι πάντα ότι έτσι θα καταλάβω κάπως καλύτερα τους ανθρώπους που ζουν εκεί.
Και πάντα, βέβαια, θεωρούσα ότι εγώ δεν είμαι σαν όλους αυτούς τους τουρίστες που κυκλοφορούν αγεληδόν σε όλες τις μεγάλες και μικρές πρωτεύουσες της Ευρώπης.
Θυμάμαι, ωστόσο, τα πανό που διαμαρτύρονταν για τον υπερτουρισμό στα μπαλκόνια των παλιών συνοικιών της Βαρκελώνης πριν από 20 χρόνια, πανό που σε κάθε μας επίσκεψη διαπιστώναμε πως είχαν πληθύνει, μαζί με τις καταλανικές σημαίες. Θυμάμαι ακόμα και τη δική μας δυσφορία από τις ορδές των τουριστών στο κέντρο του Αμστερνταμ. Θυμάμαι να σκέφτομαι πόσο ομογενοποιημένα άρχιζαν σιγά σιγά να μοιάζουν όλα, πόσο πιο δύσκολο ήταν να συναντήσεις κάτι απρόσμενο, κάτι «αυθεντικό», κάτι που όντως να λέει κάτι για την πραγματική ζωή του εδώ και τώρα του τόπου στον οποίο βρισκόσουν. Κάτι που να σε κάνει να νιώθεις πως έχεις όντως φύγει.
Καθώς και η Αθήνα έχει πια μετατραπεί σε τουριστική ατραξιόν, καθώς συναντάς τουρίστες που νοικιάζουν Airbnb στον Χολαργό και πίνουν τον καφέ τους στην Πανόρμου, αρχίζω να μη θέλω να πάω πουθενά. Σκέφτομαι τις πόλεις που έχω αγαπήσει και φοβάμαι πως αν επιστρέψω θα έχουν μείνει μόνο τα κτίρια, κι αυτά αγνώριστα πολλές φορές, λουστραρισμένα τσόφλια που φιλοξενούν καφέ και μπαρ και εστιατόρια, το ένα δίπλα στο άλλο, το ένα σχεδόν ίδιο με το άλλο, ή έστω σε παραλλαγές δύο ή τριών στυλ που είναι της μόδας τώρα σε όλον τον δυτικό κόσμο ταυτόχρονα.
Το επόμενο βήμα, που έχει ήδη ξεκινήσει κι αυτό, θα είναι να γίνουν ίδια τα σουπερμάρκετ, τα μανάβικα, τα προπατζίδικα, και η ουσία του ταξιδιού, τουλάχιστον με προορισμό κάποια σχετικά μεγάλη πόλη, θα έχει χαθεί ολοκληρωτικά. Χωρίς τους κατοίκους τους, που σπρώχνονται όλο και πιο μακριά για να κάνουν χώρο για τους τουρίστες, τι θα είναι οι πόλεις εκτός από κούφια σκηνικά;
Η κυρία Μυρσίνη Γκανά είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.
Ο Καζαντζάκης στην Ισπανία
Γράφει η Μαίρη Μικέ
Αν «το ταξίδι κι η εξομολόγηση (κι η δημιουργία είναι η ανώτερη και πιστότερη μορφή της εξομολόγησης) στάθηκαν οι δύο μεγαλύτερες χαρές της ζωής μου», όπως ο ίδιος ο Νίκος Καζαντζάκης δηλώνει από τις πρώτες κιόλας αράδες του «Προλόγου», τότε τα ταξίδια στην Ισπανία προσφέρουν μια διπλή όψη: του εαυτού και του τόπου σε διαρκή αλληλοτροφοδότηση.
Το Ταξιδεύοντας Ισπανία διακρίνεται για την ποιητικότητα και τον ρυθμό του, για την άρση ενός (τεχνητού) διαχωρισμού ανάμεσα σε ταξιδιωτικά και λογοτεχνικά κείμενα, για τον καλειδοσκοπικό χαρακτήρα του με τον επιχειρούμενο συνδυασμό ανάμεσα στην τέχνη, την ιστορία και την αισθητική με τη ζέουσα πραγματικότητα της σύγχρονης εποχής, για την πρωταγωνιστική αδηφαγία μιας όρασης γυμνασμένης, για τον στοχαστικό και φιλοσοφικό του χαρακτήρα.
Οι αντιλήψεις του Καζαντζάκη για τους τρόπους συγκρότησης της ισπανικής ψυχής ακολουθούν μερικές από τις βασικές θεωρήσεις του: ακροβατεί ανάμεσα σε δύο αντίθετες ακρότητες και αγωνίζεται για το αρμονικό συνταίριασμά τους έτσι ώστε στο τέλος της διεργασίας να προβάλλεται ο ενιαίος χαρακτήρας της.
Από αυτή την άποψη, το Τίποτα (Νada) και το Πάθος (Pasión) αποτελούν τους δύο έσχατους πόλους. Η συναίσθηση του Τίποτα, η βαθιά δηλαδή τραγική πίστη πως η ζωή είναι ματαίωση, απόγνωση και απελπισία και, από την άλλη, το Πάθος και ο θερμός εναγκαλισμός της ζωής αποτελούν για τον Καζαντζάκη την πιο χαρακτηριστική κραυγή της ισπανικής ψυχής. Ο ρόγχος του θανάτου γίνεται ανάσα ζωής και το αντίστροφο.
Ο τόπος δίνει αφορμές για την εσωτερική αυτογνωσία και με τη σειρά του το γυμνασμένο βλέμμα επιλέγει, σχολιάζει, ταξινομεί. Ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο κατασταλάζουν οι εικόνες, τα χρώματα, οι άνθρωποι, προσφέρει μια μεγάλη ανταμοιβή.
Το βιαστικό, προκαθορισμένο και προκατασκευασμένο βλέμμα του homo turisticus που έχει προαποφασίσει για καθορισμένα δρομολόγια μιας ισοπεδωτικής και βιομηχανοποιημένης μαζικής περιήγησης μετακινείται.
Επιπλέον, το ταξίδι καταφέρνει να συρρικνώσει το υπερφίαλο και ναρκισσιστικό εγώ καθώς συντονίζεται και βυθίζεται στο εγώ των υπολοίπων ανθρώπων. Η διακόρευση της σκληρής κρούστας του λογικού και το σύνθημα για την έναρξη της εσωτερικής περιπέτειας με το ταξίδι συντομεύουν την αγωνία κι εξισώνουν την ταξιδιωτική εξομολόγηση με την αυθεντική κραυγή της καρδιάς.
Το βιαστικό, προκαθορισμένο και προκατασκευασμένο βλέμμα του homo turisticus που έχει προαποφασίσει για καθορισμένα δρομολόγια μιας ισοπεδωτικής και βιομηχανοποιημένης μαζικής περιήγησης μετακινείται. Ο Καζαντζάκης αγωνίζεται να το καθαρίσει από τις καταθέσεις των «παρδαλόχαρων τουριστών» κι έτσι γρήγορα να αμφισβητήσει και να απομακρυνθεί από κυρίαρχες στερεοτυπικές εικόνες και εφευρέσεις που μπορεί να πυρώνουν τη συλλογική φαντασίωση, όχι όμως και τον ίδιο.
Στις δικές του εικόνες επιδιώκει να βρει αναλογίες, τα στρώματα του χώρου και του χρόνου, να εκφράσει προσωπικές αγωνίες κι επιθυμίες και να δείξει τον δρόμο μιας στοχαστικής περιπλάνησης. Πλοηγός παραμένει η αταλάντευτη βούλησή του να απομονώσει το φθαρτό και το εφήμερο, να αδιαφορήσει για το περαστικό και περιστασιακό, να ενδιαφερθεί για τη σύλληψη του ουσιαστικού πίσω από τα επίπλαστα φαινόμενα, να προσπεράσει την επιφάνεια και να αναζητήσει το βάθος, να παρατηρήσει εταστικά τα σαλέματα του αέρα και να τα συνδυάσει, ας πούμε, με τις κινήσεις και τις πειθαρχίες του νου, να εξάρει την αφοσίωση στο προσωπικό όραμα.
Τα δρομολόγια, οι συνομιλίες όχι μόνο με σημαντικές προσωπικότητες της εποχής αλλά και με αφανείς κατοίκους των χωριών που δίνουν απαντήσεις και μιλούν με σοφία, οι επισκέψεις σε ναούς, λασπωμένα χωράφια κι επιβλητικά κτίρια, σε πόλεις φημισμένες και χωριά, σε ανάκτορα, όπως το Εσκοριάλ, και σε τάφους βασιλιάδων, η προβολή του πείσματος και της ανθρώπινης θέλησης σμιλεμένης στα βράχια, οι φλεγόμενοι καλόγεροι, η δονκιχωτική κραυγή για το κυνήγι της χίμαιρας, τα σπιθοβόλα μάτια, η φλόγα και το πάθος άρρηκτα δεμένα με την απόγνωση και την απελπισία συνθέτουν μεγάλο μέρος της ταξιδιωτικής εξομολόγησης.
Αν και το όραμα του συγγραφέα, το κοσμοθεωρητικό του υπόστρωμα δεν παραμένει ομοιογενές, αδιαφοροποίητο και στατικό, στηρίζεται ωστόσο παρά τις ποικίλες διαφοροποιήσεις και μεταβολές σε μια βασική έννοια της ελευθερίας, σ’ ένα αστείρευτο ανάβρυσμα ζωής˙ η θέση αυτή διατηρώντας την επικαιρότητά της αποτελεί παρακαταθήκη πολύτιμη για τον αναγνώστη και την αναγνώστρια του 21ου αιώνα – για τη χάραξη ενός δρόμου μακριά από την ευτέλεια και την περιστασιακή επίπλαστη ευδαιμονία.
Η κυρία Μαίρη Μικέ είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ.