Ως ημερομηνία θανάτου του Σαίξπηρ και του Θερβάντες, η 23η Απριλίου έχει συμβολική σημασία στην πολιτεία των γραμμάτων. Χαρακτηρισμένη από την UNESCO το 1995 Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου και Πνευματικών Δικαιωμάτων, είναι μια γιορτή της πνευματικής δημιουργίας και της φιλαναγνωσίας.

Ωστόσο, το βιβλίο δεν είναι μόνο πολιτιστικό και μορφωτικό προϊόν, είναι επίσης αισθητικό αντικείμενο και εμπορικό προϊόν για το οποίο κοπιάζει μια πλειάδα επαγγελματιών ποικίλων ειδικοτήτων. Δύο πρόσφατες εκδόσεις υπενθυμίζουν αυτές τις πλευρές του, συνδέοντας το περιεχόμενο ανάμεσα στα εξώφυλλα, τις ιδέες και τις λέξεις, με τον πραγματικό κόσμο της παραγωγής και της διακίνησης του βιβλίου.

Οι κολοφώνες και οι ιστορίες τους

«Τέλος», σημείωνε με ανακούφιση ο αντιγραφέας ενός μεσαιωνικού χειρογράφου όταν το ολοκλήρωνε, προσθέτοντας το έτος και το όνομά του, ευχαριστίες στον Θεό και στον άρχοντα που του είχε παραγγείλει του χειρόγραφο, και κάποτε-κάποτε κατάρες προς τους επίδοξους κλέφτες του. Αυτό το καταληκτικό σημείωμα, ο κολοφώνας, που μεταφέρθηκε και στο έντυπο βιβλίο ως πληροφοριακό κείμενο της τελευταίας σελίδας με τα απαραίτητα βιβλιογραφικά στοιχεία, διατηρήθηκε ως τον 20ό αιώνα.

Αρχισε να εκλείπει καθώς η αναφορά των στοιχείων αυτών τυποποιήθηκε στη σελίδα ταυτότητας των βιβλίων, ωστόσο συναντάμε ακόμα τον κολοφώνα σε παλαιότερους εκδότες (Αγρα, Ικαρος, Κέδρος, ΜΙΕΤ κ.ά.) αλλά και σε νεότερους (Αντίποδες, Δώμα, Κίχλη, Μάγμα, Περισπωμένη κ.ά.), σε απλή μορφή ή στολισμένη με κοσμήματα, ως υπογράμμιση μιας καταγωγής ή μιας σχέσης με την καλλιτεχνική τυπογραφία.

Το ποδήλατο στον κολοφώνα του βιβλίου «Κύδος» της Ρέιτσελ Κασκ ανήκει στη μοντέρνα σχολή.

Η τέχνη της τυπογραφίας

Στις εκδόσεις Gutenberg, οι οποίες στην 60χρονη διαδρομή τους τον κράτησαν ως σταθερό στοιχείο εκδοτικής έκφρασης, ο κολοφώνας έχει εξελιχθεί, στα βιβλία που σχεδιάζει ο Γιάννης Μαμάης, σε αυτόνομο κείμενο αισθητικής απόλαυσης. Εκλεπτυσμένες τυπογραφικές συνθέσεις και εντυπωσιακά σχήματα (υδρίες, κλεψύδρες, σπείρες, ανεστραμμένα τρίγωνα, διπλά παραλληλόγραμμα) τυπωμένα σε διχρωμία παραπέμπουν νοσταλγικά σε εμπνευσμένες στιγμές του τυπογραφικού σχεδιασμού από την εποχή των αρχετύπων.

Εργα αναγνωρίσιμου ύφους του Ιωάννη Αβραμίδη, του Γιάννη Γαΐτη, του Γιάννη Μόραλη, του Σαράντη Καραβούζη, του Χρήστου Μποκόρου, της Μαρίας Παπαδημητρίου, του Γιάννη Ψυχοπαίδη και άλλων ελλήνων καλλιτεχνών ενσωματώνονται σε κολοφώνες εξαιρετικής καλαισθησίας κι άλλοι κοσμούνται με αναπαραγωγές ξυλογραφιών του Ρόκγουελ Κεντ και του Μελχιόρ Λέχτερ από θρυλικές εκδόσεις, του Ιάπωνα Ισόντα Κοριουσάι και του εξπρεσιονιστή Φριτς Μπλάιλ. Κάθε κολοφώνας καταλήγει έργο τέχνης, και ως τέτοια παρουσιάστηκαν σε έκθεση στο Μουσείο Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή τον περασμένο Ιούνιο.

Διακόσιοι και πλέον κολοφώνες, συγκεντρωμένοι στον τόμο Κολοφώνες. Η μνήμη της τελευταίας σελίδας (πρόλογος Α. Κ. Χριστοδούλου, επίμετρο Θανάσης Τριαρίδης, εκδ. Gutenberg), αφηγούνται ιστορίες συνεργασίας και εκδοτικού μόχθου. Ο Μαμάης τούς οργανώνει σε τρεις ενότητες: τυπογραφική έκφραση (κολοφώνες που υπογραμμίζουν την έμπνευση και τη δύναμη του τυπογραφικού σχεδιασμού με λιτές γραμμές ή με εκλεπτυσμένες τυπογραφικές συνθέσεις), εικαστική αλληλεπίδραση (κολοφώνες που ενώνουν αρμονικά την τυπογραφική έκφραση με τις εικαστικές τέχνες) και δυναμικός διάλογος (όπου κείμενο και εικαστικό σχέδιο βρίσκονται σε διάλογο, ο οποίος αναδεικνύει την τελευταία σελίδα ως επιστέγασμα της όλης έκδοσης).

ΓΙΑΝΝΗΣ Σ. ΜΑΜΑΗΣ Κολοφώνες. Η μνήμη της τελευταίας σελίδας Πρόλογος Α. Κ. Χριστοδούλου, Επίμετρο Θανάσης Τριαρίδης. Εκδόσεις Gutenberg, 2024, σελ. 253, τιμή 35 ευρώ

Ο αναγνώστης θα βρει στα κεφαλαιογράμματα κείμενα, σαν επιγράμματα, παλιούς και σταθερούς συνεργάτες του εκδοτικού οίκου. Οχι μόνο τους γνωστούς πνευματικούς δημιουργούς (συγγραφέα, μεταφραστή, εικονογράφο, επιμελητή) αλλά και εκείνους που είχαν, παραδοσιακά, έναν ρόλο πιο απτό, χειρωνακτικό: τους σελιδοποιούς και τους τυπογράφους και τους βιβλιοδέτες.

Θα βρει πληροφορίες για τη γραμματοσειρά, τον τύπο και το βάρος του χαρτιού, το τιράζ, τον αριθμό έκδοσης, τον κωδικό καταλόγου του εκδοτικού οίκου, στοιχεία της υλικότητας του βιβλίου. «Παρά τη βραχύτητά του, θα μπορούσαμε να τον παρομοιάσουμε με τον ληξίαρχο ή ακόμα και με τον βιογράφο του βιβλίου» σχολιάζει για τον κολοφώνα ο Μαμάης σε προλογικό σημείωμα της έκδοσης, που αποτίνει φόρο τιμής στους αφανείς εργάτες του εκδοτικού κύκλου.

Οι κολοφώνες λειτουργούν όμως και ως οδοσήματα της ιστορίας του εκδοτικού οίκου. Ο Γιάννης Μαμάης, ετεροθαλής αδελφός του ιδρυτή των εκδόσεων Gutenberg Γιώργου Δαρδανού, μαθήτευσε στο τυπογραφείο του αδελφού του δίπλα στον σπουδαίο τυπογράφο Νίκο Σκιαδά και υπηρετεί ακόμη τη σοφή τέχνη της τυπογραφίας χωρίς να αδιαφορεί ή να υποτιμά τις δυνατότητες που προσφέρει η επιτραπέζια τυπογραφία στον σχεδιασμό ενός όμορφου βιβλίου. Οι Κολοφώνες είναι μάρτυρες και της δικής του εξέλιξης, και της δικής του μαστορικής.

Οι παλαιότεροι δίχρωμοι κολοφώνες, που ανακαλούν τη μεσαιωνική ερυθροτυπία, με λιτές γραμμές και το φυτικό μοτίβο-σήμα του εκδοτικού οίκου, μεταμορφώνονται στις τελευταίες δεκαετίες σε πολύσημα κείμενα όπου η εικονογραφία και η διακόσμηση αποκτούν ιδιαίτερο βάρος. Ευρηματικοί, τολμηροί, παιχνιδιάρικοι, οι κολοφώνες του Μαμάη αναδεικνύουν τη διακριτή ταυτότητα του εκδοτικού οίκου, τον θαυμασμό για το έντυπο βιβλίο και τη στράτευση στον σκοπό του καλαίσθητου βιβλίου που προσφέρεται όχι μονάχα για αναγνωστική αλλά και για οπτική απόλαυση.

Ως κολοφώνας των Κολοφώνων έχει τοποθετηθεί ένα ποιητικό κείμενο του πρόωρα χαμένου συνεργάτη επιμελητή Δημήτρη Αρμάου με τίτλο «Ας περιδιαβαστούν ωσάν εκθέματα μουσείου που αποκαλύπτονται μονάχα σε μυημένους». Σαν κρυπτικό μήνυμα, συνέχεια μιας συζήτησης που έμεινε στη μέση, αυτός ο ξεχωριστός κολοφώνας, κλείνει, προφανώς, το μάτι στους εραστές της τυπογραφίας, θυμίζοντας ότι το βιβλίο ως αντικείμενο είναι τέχνη που θέλει τους τεχνίτες της.

Ο Κάουφμαν και το βιβλιοπωλείο του

Ο Κωστής Παλαμάς χαζεύει τη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου Κάουφμαν. Η φωτογραφία είναι ιστορική και συμπυκνώνει τη σημασία και τον ρόλο του θρυλικού βιβλιοπωλείου στην ανάπτυξη της εκδοτικής αγοράς και στη διαμόρφωση του αναγνωστικού γούστου των Ελλήνων, φέρνοντάς τους σε επαφή με διεθνείς τάσεις και λειτουργώντας ως σημείο αναφοράς. Την ιστορία του στη διάρκεια ενός αιώνα ξετυλίγει τώρα η πλούσια εικονογραφημένη δίγλωσση έκδοση Το βιβλιοπωλείο Κάουφμαν/La Librairie Kauffmann (εκδ. Texto Λεξικοπωλείο).

Δημήτρης Παντελοδήμος, Marcel Durand, Philippe Mignon. Το βιβλιοπωλείο Κάουφμαν La Librairie Kauffmann (δίγλωσση έκδοση) Μετάφραση Texto Λεξικοπωλείο. Εκδόσεις Texto Λεξικοπωλείο, 2024, σελ. 386, τιμή 38 ευρώ. Αποκλειστική διάθεση: Λεξικοπωλείο και Fata Libelli

Στέκι, συνεργασίες, εκδόσεις

Με το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο ρώσος εμιγκρές, εβραϊκής καταγωγής, Χέρμαν Κάουφμαν, αξιωματικός του τσαρικού στρατού όπως φημολογείται, καταφεύγει με την ελληνικής καταγωγής γυναίκα του στην Αθήνα. Για να βιοποριστεί πουλάει παλιά βιβλία σε έναν πάγκο στη στοά της Σταδίου, στο ύψος της Κοραή. Γνώστης της γαλλικής, της γλώσσας των διανοουμένων αλλά και των προσφύγων, θα στραφεί στο γαλλικό βιβλίο που αρχίζει να γνωρίζει διάδοση στο αθηναϊκό κοινό, θα νοικιάσει κατάστημα στην οδό Σταδίου 28 και θα αρχίσει να πρακτορεύει τα βιβλία του γαλλικού οίκου Hachette.

Το βιβλιοπωλείο εξελίσσεται σε φιλολογικό στέκι και σε θεσμό του βιβλίου. Θα συμμετάσχει με περίπτερο το 1930 στις Δελφικές Εορτές του ζεύγους Σικελιανού διαθέτοντας στους επισκέπτες βιβλία, περιοδικά και λιθογραφίες για τον ελληνικό πολιτισμό και το 1934 θα ιδρύσει και εκδοτικό οίκο με την επωνυμία «Κασταλία».

Η Υψικάμινος του Εμπειρίκου και το Μυθιστόρημα του Σεφέρη θα εκδοθούν εκεί τον επόμενο χρόνο. Την επιμέλεια του εκδοτικού της προγράμματος είχε ο Κ. Θ. Δημαράς, και κυκλοφόρησαν με το λογότυπό της έργα του Βενέζη, του Μυριβήλη, του Θεοτοκά, του Παπατσώνη, του Μπεράτη, της Δέλτα κ.ά. Η λογοκρισία της μεταξικής δικτατορίας θα φέρει τους πρώτους κλυδωνισμούς.

Οι γερμανοί κατακτητές θα κλείσουν αρχικά το βιβλιοπωλείο και θα επιτρέψουν την επαναλειτουργία του με αντάλλαγμα τη συμμετοχή του Κάουφμαν σε εταιρεία εισαγωγής ξενόγλωσσων βιβλίων της οποίας την πλειονότητα των μετοχών έχει γερμανική εταιρεία.

Με τον θάνατο του Κάουφμαν το 1965, το βιβλιοπωλείο περνά στα χέρια της γυναίκας και του γιου του. Δυσκολίες τούς αναγκάζουν να παραχωρήσουν το 1983 την κυριότητα στη γαλλική Hatier. Θα ακολουθήσει μια περίοδος αναζωογόνησης και δραστηριότητας, με την έκδοση λεξικών και εκπαιδευτικών βιβλίων σε συνεργασία με το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και τα εγκαίνια της σειράς «Confluances», με μεταφράσεις σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στα γαλλικά.

Το 2012, συσσωρευμένα προβλήματα και η συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης του αναγνωστικού κοινού στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης έβαλαν τέλος στο βιβλιοπωλείο, που ακολούθησε την τύχη πολλών άλλων βιβλιοπωλικών επιχειρήσεων.

Η στενή ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στον πρώτο όροφο του βιβλιοπωλείου Κάουφμαν έχει ξεχωριστή θέση στις αναμνήσεις των πελατών του. Φωτογραφία: Θοδωρής Χουρμουζιάδης.

Ο ρόλος του βιβλιοπώλη

Ο εξαιρετικά καλαίσθητος τόμος αφηγείται την ιστορία του φημισμένου βιβλιοπωλείου μέσα από αναμνήσεις, μαρτυρίες, φωτογραφίες, έγγραφα, διαφημίσεις και άλλα τεκμήρια. Οι συντάκτες του έχουν γνώση από πρώτο χέρι: ο Φιλίπ Μινιόν ήταν υπάλληλος της τελευταίας περιόδου του βιβλιοπωλείου Κάουφμαν, ο Δημήτρης Παντελοδήμος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ήταν ένας από τους συγγραφείς του Γαλλοελληνικού Λεξικού των εκδόσεων Κάουφμαν, και ο Μαρσέλ Ντιράν, πρώην διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Πειραιά, ήταν ο δημιουργός της σειράς «Confluences».

Η Ξένια Καλογεροπούλου, βαφτισιμιά του Κάουφμαν, ο Νίκος Δήμου, ο Φίλιππος Δρακονταειδής, ο Νίκος Μπακουνάκης, μεταξύ άλλων, μεταφέρουν την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα του βιβλιοπωλείου. Η ιστορία του αναδεικνύει τον ζωτικό ρόλο του βιβλιοπώλη στον κύκλο του βιβλίου, την καθοριστική συμβολή του στην επαφή δύο παραδόσεων, εν προκειμένω της γαλλικής με την ελληνική, και τη λειτουργία του βιβλιοπώλη-εμπόρου ως μοχλού πολιτιστικής διπλωματίας.