Η πρόοδος της τεχνολογίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες και ιδίως η ραγδαία ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) έχουν μεταβάλει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε την εκπαιδευτική διαδικασία. Η ΤΝ δεν αποτελεί πλέον μια αφηρημένη έννοια της επιστημονικής φαντασίας, αλλά απτή και διαρκώς επεκτεινόμενη δύναμη που επηρεάζει με τον ιδιάζοντα τρόπο της ποικίλες πτυχές και εκφάνσεις της καθημερινής ζωής. Η παιδεία δεν θα μπορούσε να παραμείνει ανεπηρέαστη. Πράγματι, η TN αναμένεται να επενεργήσει στην εκπαίδευση κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα τόσο δραστικά όσο κανείς άλλος παράγων. Το πώς η εκπαιδευτική πολιτική ανταποκρίνεται ή οφείλει να ανταποκριθεί στις πρωτόγνωρες αυτές συνθήκες είναι καίριας σημασίας ερώτημα, το οποίο πρέπει να απαντηθεί το συντομότερο από κυβερνήσεις, παιδαγωγικά ιδρύματα και εν γένει ολόκληρες κοινωνίες.
Η θεμελιώδης μορφωτική προσφορά που φέρνει από το μέλλον η ΤΝ συνίσταται στις μοναδικές δυνατότητες εξατομικευμένης διδασκαλίας που μπορεί να έχει στη διάθεσή του κάθε άτομο ανά πάσα στιγμή. Μέσω κυρίως αλγορίθμων μηχανικής μάθησης, καλοσχεδιασμένες εκπαιδευτικές πλατφόρμες θα μπορούν να παρακολουθούν την πρόοδο του/της μαθητή/τριας, να εντοπίζουν προσωπικές αδυναμίες ή λανθάνουσες δεξιότητες και να προτείνουν αναλόγως προσαρμοσμένο εκπαιδευτικό υλικό. Τέτοιες διευκολύνσεις καθιστούν τη διδασκαλία περισσότερο αποτελεσματική, καθώς ο/η μαθητής/τρια είτε ενισχύεται ακριβώς εκεί όπου υστερεί είτε διοχετεύει την ενέργειά του/της σε πεδία στα οποία έχει φυσική κλίση, ενώ ο εκπαιδευτικός απαλλάσσεται εν μέρει από τον μεγάλο φόρτο της διαχείρισης της τάξης, ιδίως αυτής με άνισα επίπεδα επίδοσης και βελτίωσης. Ταυτοχρόνως, η ΤΝ μπορεί να αξιοποιηθεί για την ανάλυση δεδομένων της σχολικής προόδου σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο και για την πρόγνωση νεωτερικών παιδαγωγικών τάσεων, προσφέροντας στους εκάστοτε υπευθύνους για τη χάραξη συναφούς πολιτικής ισχυρά εργαλεία για τη λήψη εμπεριστατωμένων αποφάσεων.
Παρά τα αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα, η χρήση της ΤΝ στην εκπαίδευση ενέχει σοβαρούς κινδύνους, πρακτικούς και έτσι ηθικούς. Κατ’ αρχήν, τίθεται αμέσως το ζήτημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των μαθητών/τριών. Η συλλογή και ανάλυση τεράστιων όγκων πληροφοριών καθιστούν επιτακτική την ανάγκη ύπαρξης αυστηρών ηθικών και δεοντολογικών κανονισμών για τη διαχείριση και διασφάλιση της ιδιωτικότητας. Επιπλέον, η εξάρτηση από τεχνολογικές λύσεις μπορεί να οδηγήσει σε μια μορφή ολωσδιόλου τεχνοκρατικής εκπαίδευσης, όπου η ανθρώπινη διάσταση – κυρίως η σχέση διδάσκοντος και διδασκομένου – βαθμηδόν θα υποβαθμίζεται. Η διδασκαλία δεν είναι απλώς μετάδοση πληροφοριών, αλλά τωόντι δυναμική παιδευτική διαδικασία αλληλεπίδρασης, εμπιστοσύνης και καθοδήγησης, την οποία καμία μηχανή δεν μπορεί (και δεν πρέπει) πλήρως να υποκαταστήσει.
Επιπροσθέτως, η εισαγωγή της ΤΝ στα σχολεία δημιουργεί τον κίνδυνο ψηφιακού αποκλεισμού. Πρόδηλο είναι ότι σε κοινότητες με έντονες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες η πρόσβαση σε προηγμένες τεχνολογίες δεν είναι δεδομένη για όλους. Η εκπαιδευτική πολιτική οφείλει να διασφαλίσει την ισότιμη πρόσβαση, με σκοπό η ΤΝ να λειτουργήσει ως εργαλείο ένταξης και όχι ως αίτιο περαιτέρω περιθωριοποίησης. Εξυπακούεται κατ’ ακολουθίαν ότι η ενσωμάτωση της ΤΝ στην εκπαίδευση δεν μπορεί να αφεθεί στην τύχη ή στην πρωτοβουλία μεμονωμένων φορέων. Απαιτείται ένας συνολικός σχεδιασμός εκπαιδευτικής πολιτικής που θα θέσει σαφείς στόχους, θα προσδιορίσει ρυθμιστικά και ηθικά κανονιστικά πλαίσια και θα προβλέψει τρόπους υποστήριξης των εκπαιδευτικών προκειμένου οι τελευταίοι να προσαρμοστούν με ευχέρεια στις ταχέως μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Επομένως, η επιμόρφωση του εκπαιδευτικού προσωπικού είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Η αποτελεσματική χρήση της ΤΝ προϋποθέτει όχι μόνο τεχνική κατάρτιση, αλλά και παιδαγωγική κατανόηση του πώς και πότε η τεχνολογία ενισχύει – και όχι υποκαθιστά – τη διδακτική πράξη. Η εκπαιδευτική πολιτική, πλην των άλλων, οφείλει να ενισχύσει την ερευνητική δραστηριότητα αναφορικά με την ΤΝ και την εκπαίδευση, στηρίζοντας επαρκώς την ανάπτυξη εγχώριων καινοτομιών, με σεβασμό πάντοτε στις τοπικές πολιτισμικές και παιδαγωγικές ιδιαιτερότητες. Ετι σπουδαιότερον, πρέπει να υιοθετηθεί μια ολιστική προσέγγιση που θα ενσωματώνει την ΤΝ στο συνολικότερο όραμα της παιδείας ως μέσου ολοκληρωμένης ανάπτυξης του ανθρώπου και όχι απλώς ως μηχανισμού αύξησης της αποδοτικότητας.
Εν κατακλείδι, η ΤΝ αποτελεί μία από τις σημαντικότερες όχι μόνο τεχνολογικές αλλά πρωτίστως κοινωνικές προκλήσεις του 21ου αιώνα· και προφανώς η εκπαίδευση μπορεί να αποτελέσει αφόρμηση για την ευδόκιμη πραγμάτωση αυτού του ούτως ή άλλως αδήριτου αλγοριθμικού μετασχηματισμού της ανθρωπότητας. Οι δυνατότητες της ΤΝ είναι αληθινά τεράστιες, αλλά και οι κίνδυνοι που κυοφορεί φαντάζουν ενίοτε ολέθριοι. Η εκπαιδευτική πολιτική καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στην προώθηση και στην οροσήμανση της ΤΝ, ανάμεσα στην τεχνολογική καινοτομία και στην προστασία θεμελιωδών αξιών του ανθρωπισμού.
Με άλλα λόγια, η πρακτική εφαρμογή της ΤΝ στο πεδίο της εκπαίδευσης και ειδικότερα στο σχολικό πρόγραμμα είναι όντως πρώτιστο ζητούμενο, όσο όμως είναι συνάμα και η αναχαίτιση των πιθανών εκτροπών της! Η παρούσα σκιαγράφηση θεμελιωδών ζητημάτων που άπτονται της λίαν περίπλοκης σχέσης μεταξύ των απειράριθμων διευκολύνσεων που απορρέουν από την αξιοποίηση της ΤΝ και της ενδεδειγμένης εκπαιδευτικής πολιτικής κύριο σκοπό έχει να προλειάνει το έδαφος για μια αδρομερή παρουσίαση συγκεκριμένων λύσεων και προτάσεων. Αυτό ακριβώς θα επιχειρήσουμε, στο μέτρο του δυνατού, σε επόμενη επιφυλλίδα μας.
*Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Ο κ. Γιώργος Χατζηβασιλείου είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας, συγγραφέας του βιβλίου «Φιλοσοφία της Τεχνητής Νοημοσύνης. Ενα Ταξίδι στο Μέλλον» (εκδ. Διόπτρα) και δημοσιογράφος.