Η Βίκυ Σταυροπούλου μέσα από τη μουσικο-θεατρική παράσταση «Μάλιστα, κύριε Ζαμπέτα» του Πέτρου Ζούλια μας «μεταφέρει» στην αυλή του συνθέτη και μέσα από τον ρόλο της γυναίκας του, της Αργυρώς, μας συστήνει τον κόσμο του και μας καλεί σε ένα γλέντι με αγαπημένα τραγούδια.
Προ οκταετίας, που πρωτοανέβηκε το «Μάλιστα, κύριε Ζαμπέτα», δεν είχαν γίνει μόδα οι ζωές μουσικών και τραγουδιστών επί σκηνής.
«Είχαμε από τότε μυριστεί πόσο ανάγκη έχει ο κόσμος να ταυτιστεί, σε αυτές τις περίεργες εποχές που διανύουμε, με κάτι αυθεντικό, με καθαρό στίγμα και αίσθημα. Και αυτό το έχει η παράστασή μας. Είναι μια ευτυχισμένη στιγμή τώρα στο Αλσος, γιατί θεωρώ ότι είναι ο φυσικός της χώρος. Ολο το έργο εκτυλίσσεται σε μια αυλή στο Αιγάλεω και αυτή η υπέροχη, δροσερή και καταπράσινη αυλή του Αλσους είναι σαν προέκτασή της. Ο τρόπος που γινόμαστε όλοι μια παρέα είναι συγκινητικός».
Η σχέση σας με τον Ζαμπέτα ήταν…
«Καμία απολύτως. Εχω μεγαλώσει σε μια λαϊκή γειτονιά και έχω ακούσματα από τη γειτονιά και την οικογένειά μου. Τον γνώρισα και τον αγάπησα μέσα από την παράσταση του Πέτρου Ζούλια, βασισμένη στο βιβλίο της κόρης του Καίτης Ζαμπέτα (σ.σ.: «Γιώργος Ζαμπέτας: Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω»). Αισθάνομαι πια μια «συγγένεια». Είμαστε και οι δύο άνθρωποι με λαϊκές καταβολές που τις τιμάμε, ανοιχτοί στην ψυχή, μεγαλωμένοι με πολύ κόσμο, μαθημένοι να μοιραζόμαστε, να χαιρόμαστε, να λυπόμαστε – όλα έντονα».
Στην παράσταση απουσιάζει ο ίδιος από την σκηνή.
«Αυτό ήταν μια ιδέα του Ζούλια, που όταν την άκουσα είπα μέσα μου «είναι τρελός ο άνθρωπος». Οταν όμως πραγματώθηκε, συνειδητοποίησα ότι είναι ευφυέστατη, διότι χωρίς να υπάρχει ηθοποιός που υποδύεται τον Ζαμπέτα ο ίδιος είναι διάχυτος στην παράσταση μέσα από τους ανθρώπους του, από οπτικό υλικό, τη φωνή, τα τραγούδια και τις μουσικές του. Και γίνεται ένα τρομερό γλέντι. Δεσπόζει ο Ζαμπέτας. Δεν λείπει καθόλου».
Τι μάθατε για εκείνον;
«Νιώθω ότι πέρα από το ταλέντο και τη δεξιοτεχνία του στο μπουζούκι, ήταν ένας άνθρωπος που ξεκίνησε από το μηδέν και από το πάθος και την αγάπη του για τη μουσική κατάφερε πολλά: να γράψει μουσική, να πάει στις Κάννες, να κάνει γνωστό το συρτάκι σε όλη την υφήλιο, να ενώσει κόσμο, να συναναστραφεί με τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής του. Και, εν τέλει, φέτος είναι και τα 100χρονα από τη γέννησή του, ακόμα τον συζητάμε, τον ακούμε, τον αισθανόμαστε».
Ευτύχησε στη ζωή του;
«Δεν μπορώ να απαντήσω με βεβαιότητα. Είχε ευτυχισμένες στιγμές, αλλά και πολλές άσχημες. Κάποια εποχή, μετά το μεσουράνημά του, συνειδητοποίησε ότι όλοι αυτοί που τους έφτιαξε, όπως λέει χαρακτηριστικά η γυναίκα του, που «τους έκανε ανθρώπους, εκεί που τον έγλειφαν, τώρα τον φτύνουν». Κάτι που ανακυκλώνεται ανά τους αιώνες».
Τι σας εξέπληξε;
«Ετσι κι αλλιώς με εκπλήσσουν οι άνθρωποι που χωρίς μόρφωση και παιδεία, από το πάθος, την πίστη και τη θέλησή τους, καταφέρνουν σημαντικά πράγματα. Με συγκινεί ο τρόπος που έμαθα ότι εμπνεύστηκε κάποιες μουσικές του. Το «Σταλιά-σταλιά κι αχόρταγα» το εμπνεύστηκε μια μέρα σε ένα ταξί. Κάπως έκανε η εξάτμιση και του έδωσε το τέμπο. Ή η σχέση με ένα βατραχάκι στη γειτονιά. Καθόταν και του έλεγε τα παράπονά του. Οι στιγμές δηλαδή που ένας άνθρωπος στη μοναξιά του, σε μια στιγμή απελπισίας, μοιράζεται τον πόνο του με ένα βατραχάκι».
Εχετε την αγωνία να γεμίσει το Αλσος;
«Δεν μπορείς να το ξεχάσεις, δυστυχώς. Προσπαθώ να κάνω τη δουλειά μου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και δεν εννοώ μόνο την ερμηνεία του ρόλου, αλλά και να διαφυλάξω τις σχέσεις όλων των ανθρώπων – ξεπερνάμε τους 40. Η αγωνία είναι μεγάλη. Οταν όμως τα πράγματα λειτουργούν, η ανταμοιβή είναι τέτοια που η αγωνία φεύγει».
Είχατε σκεφτεί τη διαδρομή σας;
«Οχι. Καθόλου. Ηλπιζα να τα καταφέρω, να υπάρχω στη δουλειά, να βγάζω ένα μεροκάματο για να μεγαλώσω το παιδί μου. Αυτή ήταν η αγωνία μου. Συγκινούμαι που κατάφερα όχι απλώς να τη μεγαλώσω, αλλά και πράγματα που δεν περίμενα, με σκληρή δουλειά».
Παίζετε για πρώτη φορά ουσιαστικά μαζί με τη Δανάη Μπάρκα…
«Ναι, είναι η πρώτη κατ’ επιλογήν συνεργασία μας (σ.σ.: προηγήθηκε, από αντικατάσταση, η «Μαρία Πενταγιώτισσα»). Είμαι χαρούμενη, όχι που δουλεύω με τη Δανάη, αλλά για τον τρόπο που η Δανάη υπάρχει στη δουλειά. Νιώθω περηφάνια που όλοι οι συντελεστές μού λένε για την αντίληψή της, τον τρόπο που βοηθάει την ομάδα, για όλη τη στάση της».
Σε μια δύσκολη χρονιά για τη Δανάη, νιώσατε την ανάγκη να την προστατέψετε;
«Εχω αυτό το στοιχείο, μου αρέσει να προστατεύω τους άλλους, και σαν μητέρα φυσικά, αλλά έτσι είμαι και σαν άνθρωπος – το κάνω στους φίλους μου, στους σερβιτόρους, στους μουσικούς. Στο θέατρο, μου το έχει σχεδόν επιβάλει η Δανάη και συμφωνώ απόλυτα, όχι απλώς δεν το κάνω, αλλά συχνά μπορεί και να την αδικώ, για να μην αισθανθεί κάποιος ότι λόγω της σχέσης μας ξεπερνάω τα όρια».
Δεν έχετε κουραστεί; Χειμώνα-καλοκαίρι θέατρο;
«Πρακτικά, αντικειμενικά, είναι μια κούραση. Ομως, όσο κι αν φαντάζει μη αληθινό, λέω ειλικρινά ότι όταν τα πράγματα πάνε καλά, η κούραση φεύγει. Οταν δηλαδή μπαίνει ο κόσμος στο θέατρο, το ευχαριστιέται και το ευχαριστιέσαι κι εσύ, ανταμείβονται οι κόποι σου».
Θα επαναληφθούν τον χειμώνα οι «Μπαμπάδες με ρούμι»;
«Ναι, για τέταρτη χρονιά. Η επανάληψη είναι μια μεγάλη παγίδα, αλλά με τις αντικαταστάσεις έρχεται ένας αέρας ανανέωσης. Του χρόνου θα είναι ο Θανάσης Ευθυμιάδης – ναι, ξαναρχίζει το θέατρο, στον ρόλο που έκανε ο Κόκλας και μετά ο Γαβαλάς. Φεύγει η Νίκη Λάμη και έρχεται η Αντιγόνη Νάκα. Επίσης, συνειδητοποιώ ότι όπως εδώ έτσι και στους «Μπαμπάδες» υπάρχουν σημεία της παράστασης που, επειδή εγώ έχω αλλάξει μέσα στα χρόνια, γράφουν μέσα μου τελείως διαφορετικά».
Καλλιτεχνικά δεν θέλετε ανανέωση;
«Ισχύει. Θα ήταν παράλογο να μην το αισθανόμουν. Κάποιες φορές οι συγκυρίες σε «αναγκάζουν» να πάρεις μια απόφαση, οπότε πρέπει να λειτουργήσεις έτσι. Αυτό έχει ένα τίμημα, όπως όλα στη ζωή. Ελπίζω να έχω την υγειά μου και στα χρόνια που έρχονται να δοκιμαστώ σε περισσότερα πράγματα».
Πιο μικρά, πιο ατμοσφαιρικά;
«Το θέλω πολύ. Κατά διαστήματα είχα τέτοιες προτάσεις και η ψυχή μου το ήθελε. Αλλά όταν ένας επιχειρηματίας σού εμπιστεύεται το μεγάλο του θέατρο, το Αλίκη, και είσαι εκεί τόσα χρόνια που σχεδόν δεν έχει μείνει άλλος εκτός από την ίδια την Βουγιουκλάκη, ζυγίζεις τα πράγματα και αποφασίζεις αναλόγως».
Η περσόνα της Σταυροπούλου έχει επιβληθεί στον άνθρωπο Βίκυ; Σας καταπιέζει;
«Είναι όπως το φάρμακο. Αν το πάρεις στη σωστή δόση θα σε γιατρέψει, αν το πάρεις στη λάθος θα σε σκοτώσει. Και εγώ αναρωτιέμαι. Αλλά δεν μπορώ να τα δω σαν δύο διαφορετικά. Η περσόνα κι εγώ είμαστε ένα. Κάποιος μπορεί να πει, «έλα μωρέ τώρα, και τι κάνει;». Κι όμως δεν είναι εύκολο να μπορείς να εκθέτεις την ψυχή σου ως έχει σε μια μεγάλη μερίδα κόσμου».
INFO: «Μάλιστα, κύριε Ζαμπέτα» στο θέατρο Αλσος (Πεδίον Αρεως). Κείμενο – σκηνοθεσία: Πέτρος Ζούλιας, μουσική διεύθυνση – ενορχήστρωση: Ακης Δείξιμος, Μιχάλης Ασίκης. Παίζουν: Βίκυ Σταυροπούλου, Κώστας Κόκλας, Γιάννης Τσιμιτσέλης, Δανάη Μπάρκα, Λευτέρης Ελευθερίου, Ελένη Καρακάση, Χριστίνα Τσάφου κ.ά. Παραστάσεις: Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή (20.30).