Μεγάλωσα διαβάζοντας Λούκυ Λουκ. Πολύ πριν το αναλάβει η ΜΑΜΟΥΘΟΚΟΜΙΞ το 1984. Εχω διατηρήσει ανέπαφη την συλλογή μου, τεύχη δραχμών παρακαλώ, δεκαετίας του 1970. Και νομίζω ότι ένας από τους λόγους που ανέκαθεν λάτρευα τα γουέστερν, είναι αυτός ακριβώς ο φτωχός και μόνος κάουμποϊ με την τεράστια φράντζα, το κίτρινο πουκάμισο, το κόκκινο φουλάρι και το τσιγάρο (που αργότερα, όταν οι καιροί έπρεπε να είναι «πολιτικά ορθοί», έγινε στάχυ) πάνω στο πανέξυπνο άλογό του την Ντόλυ. Συν της ικανότητάς του να είναι πιο γρήγορος στο τράβηγμα του πιστολιού ακόμα και από την ίδια του την σκιά.

Αργότερα, όταν άρχισα να ασχολούμαι με το σινεμά εκτίμησα ακόμη περισσότερο το κόμικ των Μορίς – Γκοσινί γιατί οι δύο πανέξυπνοι αυτοί κομίστες εμπνέονταν και από το σινεμά για το πλάσιμο των ηρώων τους. Θυμάμαι πόσο εντύπωση μου είχε κάνει όταν κατάλαβα ότι ο κακοποιός Φιλ Ντέφερ στο «Ο Φιλ Ντέφερ απειλεί» είναι φτυστός ο Τζακ Πάλανς στο κλασικό γουέστερν «Shane» του Τζορτζ Στίβενς.

«Οι εμμονές μας είναι αυτές που μας κρατούν όρθιους, αυτές που μπορούν να λειτουργήσουν ακόμα και σαν ιερό φυλαχτό στις δύσκολες ώρες».

Για να μην μιλήσω για το «Κοράκι» στο εξώφυλλο του οποίου βλέπουμε μια γελοιογραφία κανενός άλλου από τον Λι Βαν Κλιφ έτσι όπως ήταν την εποχή που έκανε μια νέα καριέρα στην Ιταλία, ως  «Κακός» στο σπαγγέτι γουέστερν «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» του Σέρτζιο Λεόνε αλλά και ως κυνηγός επικηρυγμένων (δηλαδή αυτό που είναι το «Κοράκι») συνταγματάρχης Μόρτιμερ, στην «Μονομαχία στο Ελ Πάσο» του ιδίου σκηνοθέτη.

Ο Λούκυ έγινε εμμονή μου και ίσως ποτέ να μην σταμάτησε να είναι γιατί ποτέ δεν σταμάτησα να ξεφυλλίζω αυτά τα τεύχη, με την ίδια αγάπη των παιδικών – εφηβικών χρόνων μου. Αργότερα εμμονή μου έγινε το ίδιο το σινεμά, όλο το σινεμά, από τον Χρήστο Τσαγανέα μέχρι τον Κέν Λόουτς, από τον Κλιντ Ιστγουντ μέχρι τον Χιρόσι Τεσιγκαχάρα, από την Λένι Ρίφενσταλ μέχρι την Τζένιφερ Λόπεζ. Οι εμμονές μας είναι αυτές που μας κρατούν όρθιους, αυτές που μπορούν να λειτουργήσουν ακόμα και σαν ιερό φυλαχτό στις δύσκολες ώρες.

Όταν σταμάτησα να είμαι Παναθηναϊκός, γιατί ως παιδί ήμουν – απόδειξη η σύνθεση του 1981 που είχα γραμμένη δίπλα στο αυτοκόλλητο του Σπύρου Λιβαθηνού στο πρόχειρό μου το οποίο κρατώ ακόμα – έγινα Ολυμπιακός. Και μάλιστα φανατικός. Δύο άνθρωποι, δυο φίλοι, ο Γιώργος και ο Κώστας έχουν την ευθύνη για αυτό και για πάντα θα τους ευγνωμονώ. Μάλιστα ο ένας, ο Γιώργος, με πήγε και στο γήπεδο το 2001 σε ένα ντέρμπι Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού στη Καλογρέζα το οποίο έληξε 2 – 2. Τερματοφύλακας στον Παναθηναϊκό ήταν τότε ο Νικοπολίδης που αργότερα άλλαξε ομάδα και ήρθε σε εμάς.

«Ο Ανατολάκης θα μπορούσε ας πούμε να είναι ο Τέκτορ Γκορτς του Μπεν Τζόνσον στην «Αγρια Συμμορία» του Σαμ Πέκινπα».

Εκείνη λοιπόν την εποχή που ανακάλυπτα τι σημαίνει να είναι κανείς «άρρωστος» φαν του Ολυμπιακού, απέκτησα μια άλλη εμμονή. Τον Γιώργο Ανατολάκη. Σαν καλός δευτεραγωνιστής σε βίαιο γουέστερν – θα μπορούσε ας πούμε να είναι ο Τέκτορ Γκορτς του Μπεν Τζόνσον στην «Αγρια Συμμορία» του Σαμ Πέκινπα – ο Ανατολάκης έγινε κάτι σαν παίκτης φετίχ μου. Εγινε και αυτός εμμονή μου. Μου άρεσε το ωμό παίξιμό του, το πάθος του, η δύναμή του, το 32 στην πλάτη, το ότι έπαιζε πάντα μακρυμάνικος καθώς επίσης το γεγονός ότι δεν ήταν «βρώμικος» παίκτης όπως για παράδειγμα ο Βραζιλιάνος συμπαίκτης του για ένα διάστημα στον Ολυμπιακό, ο Ζε Ελίας.

Πριν από αρκετά χρόνια και για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα, κάθε Πέμπτη οι Αντώνηδες του Sport FM, ο Πανούτσος και ο Καρπετόπουλος, με έβγαζαν τηλεφωνικά για να τους λέω για τις νέες ταινίες. Εκλεινα πάντα τις σινέ προτάσεις μου με ένα σχόλιο για τον Ολυμπιακό και τις περισσότερες φορές το σχόλιο αφορούσε τον Γιώργο Ανατολάκη. Κάποτε προέκυψε και ο Λούκυ Λουκ, μια παρεξήγηση με έναν από τους Αντώνηδες, τι ακριβώς δεν θυμάμαι για να είμαι ειλικρινής.

Να λοιπόν πως μπορεί να «κολλήσει» ο Κεν Λόουτς (που μάλιστα συνάντησα και φέτος στις Κάννες),  με τον Γιώργο Ανατολάκη αλλά και με τον Λούκυ Λουκ. Και γιατί όχι στο κάτω κάτω; Είπαμε, ζούμε με τις εμμονές μας και με αυτές πρέπει να χαιρόμαστε ανά πάσα στιγμή.