Με το σταγονόμετρο φτάνουν πλέον στη χώρα μας τα νέα φάρμακα καθώς η ανεπαρκής χρηματοδότηση της υγείας περιορίζει τη φαρμακευτική δαπάνη σε επίπεδα χαμηλότερα των πραγματικών αναγκών των ασθενών, γεγονός που φαίνεται και από τα περίπου 70 εκατομμύρια συνταγές κάθε χρόνο.

Την ίδια στιγμή όμως, δεν προβλέπεται από την οργάνωση του συστήματος υγείας η αποτίμηση της αξίας των θεραπειών, γεγονός που θα μπορούσε να δείξει το όφελος που επέρχεται από τις δαπάνες που καταβάλλονται για φάρμακα.

Η φαρμακευτική δαπάνη βαίνει αυξανόμενη, και μαζί με αυτήν αυξάνονται και οι υποχρεωτικές επιστροφές της φαρμακοβιομηχανίας, ενώ τα τελευταία χρόνια η συμμετοχή των ασθενών παραμένει σταθερή..

Τα παραπάνω επισημαίνει σε συνέντευξή του στο Βήμα ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) και γενικός διευθυντής της Novo Nordisk Ολύμπιος Παπαδημητρίου, ενώ δεν παραλείπει να αναφερθεί στις νέες θεραπείες για τον διαβήτη και την παχυσαρκία, δύο νόσους των οποίων η διαχείριση αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολη και οι έρευνες οδηγούν σε νέες θεραπείες που θα διευκολύνουν ουσιαστικά τους πάσχοντες.

  1. Η Ελλάδα διατηρεί από τα χαμηλότερα ποσοστά δαπανών υγείας. Αυτή η μειωμένη χρηματοδότηση αντιστοιχεί και σε ανάλογη χαμηλή χρηματοδότηση της φαρμακευτικής περίθαλψης;

Επισημαίνετε το αυτονόητο. Οι χαμηλές δημόσιες δαπάνες για την υγεία υπονομεύουν την καλή λειτουργία του συστήματος υγείας, αλλά και την καινοτομία, τις νέες θεραπείες ακόμη και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Και οι όποιες προσαρμογές της φαρμακευτικής δαπάνης έχουν γίνει τα τελευταία 1-2 χρόνια είναι αμελητέες μπροστά στις πραγματικές ανάγκες για τη φαρμακευτική κάλυψη του Ελληνικού πληθυσμού. Το φάρμακο είναι πρωτίστως εργαλείο που συντελεί στη μείωση άλλων υγειονομικών και μη δαπανών, όπως για παράδειγμα έξοδα νοσηλείας, έξοδα φροντίδας για άτομα με μόνιμες βλάβες, έξοδα για αναπηρίες – για να μην αναφερθώ και στο όφελος από την διατήρηση της παραγωγικότητας του εργατικού δυναμικού.

Αντ’ αυτού, η πολιτεία το αντιμετωπίζει ως μια αναπόφευκτη δαπάνη και την ίδια στιγμή ως πρώτιστη κοινωνική παροχή αφού, επιτρέψτε μου να πω, πως είναι το πρώτο πράγμα στο οποίο έχουν πρόσβαση όσοι χρειάζονται υπηρεσίες από το σύστημα υγείας είτε το δημόσιο είτε το ιδιωτικό – αυτό μαρτυρούν και τα 70 περίπου εκατομμύρια συνταγές που εκτελούνται κάθε χρόνο.

Σε ένα σύγχρονο υγειονομικό σύστημα είναι απαραίτητο να καταγράφεται κάθε πράξη και πρακτική και να μετράται η αποτελεσματικότητά της, ώστε να κρίνεται αν αποτελεί παραγωγική δαπάνη για το σύστημα. Και ενώ η κατανάλωση και χρήση φαρμάκων προσφέρεται κατ’ εξοχήν για τέτοιου είδους αποτιμήσεις, το μόνο που καταγράφεται, είναι το κόστος και όχι το αποτέλεσμα. Έτσι δεν ξέρουμε πόσο τόπο πιάνουν τα όσα ξοδεύουμε σαν κράτος και τελικά εφαρμόζεται μια ισοπεδωτική πολιτική πίεσης δαπανών παντού, προφανώς περισσότερο εκεί που το πολιτικό κόστος είναι μικρότερο.

Είναι κρίμα, γιατί ενώ έχουμε εδώ και χρόνια πλέον ηλεκτρονική συνταγογράφηση δεν έχει υπάρξει η πολιτική βούληση για τη δημιουργία φακέλου ασθενούς, για την καταγραφή των εκβάσεων από τη λήψη διάφορων θεραπειών και τελικά η χαρτογράφηση κόστους-οφέλους όλων αυτών. Η οικονομική διαχείριση στο φάρμακο εξαντλείται στην κοινότυπη ερώτηση: «πόση επιπλέον έκπτωση θα μας δώσετε»…

  1. Ποιος επιβαρύνεται για την κάλυψη των αναγκών για φάρμακα, αφού η δημόσια χρηματοδότηση είναι χαμηλή;

Σίγουρα όχι η πολιτεία, αφού έχει εδώ και χρόνια υιοθετήσει την τακτική των ανεπαρκών κλειστών προϋπολογισμών, ενώ την ίδια στιγμή δεν μεριμνά σχεδόν καθόλου για την ποιότητα και την  ποσότητα της ζήτησης. Έτσι καταλογίζει το όποιο έλλειμμα δημιουργείται, στις πλάτες της μελέτης, της έρευνας, της καινοτομίας και της παραγωγικής διαδικασίας – βασικές δραστηριότητες των διεθνών και ελληνικών φαρμακευτικών εταιρειών – μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών που τους επιβάλλει. Και ενώ είναι αναμενόμενο όταν υπάρχει ένα μη εκσυγχρονισμένο κρατικό μονοπώλιο όπως ο ΕΟΠΥΥ ή τα δημόσια νοσοκομεία, να ζητούν και να παίρνουν σημαντικές εκπτώσεις, όταν αυτές έχουν ήδη φτάσει υποχρεωτικά στο 45%-55% αγγίζουμε το όριο του παραλογισμού.

Αυτά δεν συμβαίνουν σε καμία χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε καν στις πιο αδύναμες οικονομίες.

Η κατάσταση αυτή φράζει το δρόμο για την είσοδο νέων σημαντικών φαρμάκων στη χώρα, ενώ θέτει σε κίνδυνο και την συνέχιση της παρουσίας αρκετών καθιερωμένων φαρμάκων.

Επίσης ένα κομμάτι της επιβάρυνσης πέφτει στις πλάτες των ασθενών, αν και θα πρέπει να πούμε πως τα τελευταία χρόνια η συμμετοχή των ασθενών ως απόλυτος αριθμός είναι περίπου σταθερή, τη στιγμή που η δαπάνη για φάρμακα αυξάνεται. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί πως αρκετές δεκάδες εκατομμύρια από την συμμετοχή των ασθενών οφείλονται στο γεγονός ότι γιατρός και ασθενής επιλέγουν θεραπευτικές λύσεις που έχουν πρόσθετη συμμετοχή, ενώ δεν χρειάζεται.

  1. Οι ανάγκες αυξάνονται λόγω γήρανσης του πληθυσμού, αλλά και με την ανακάλυψη θεραπειών για ασθένειες που παλαιότερα δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν. Χορηγούνται νέες θεραπείες στους Έλληνες και πόσο χρόνο παίρνουν οι νέες εγκρίσεις;

Οι νέες θεραπείες έρχονται ακόμη στη χώρα, κάποιες από αυτές με σημαντικές καθυστερήσεις. Κάποιες βέβαια δεν έρχονται καθόλου, λίγες προς το παρόν.

Επίσης, στην Ελλάδα επειδή μας αρέσει να φτιάχνουμε «παράθυρα» στις βασικές διαδικασίες, αρκετές νέες θεραπείες έρχονται στα χέρια αυτών που τις χρειάζονται με έκτακτες διαδικασίες ειδικής έγκρισης ή και μέσω του ΙΦΕΤ. Αυτό ευνοεί κάποιες θεραπευτικές κατηγορίες και σίγουρα κοστίζει αρκετά περισσότερο στο κράτος και επιβαρύνει και τη συνολική φαρμακευτική δαπάνη.

  1. Η Novo Nordisk είναι ηγετική εταιρεία στην αντιμετώπιση του σακχαρώδους διαβήτη. Τι καινούριο μπορούν να περιμένουν οι ασθενείς με διαβήτη για την καλύτερη διαχείριση της νόσου τους και τη βελτίωση της υγείας τους;

Η Novo Nordisk to 2023 συμπληρώνει 100 χρόνια παρουσίας  και όλα αυτά τα χρόνια ερευνά ασταμάτητα για νέες θεραπείες για τον σακχαρώδη διαβήτη, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες η έρευνά της έχει επεκταθεί και στον τομέα της αιμορροφιλίας, των διαταραχών ανάπτυξης, της παχυσαρκίας και πλέον και για άλλα σοβαρά χρόνια νοσήματα όπως η καρδιαγγειακή νόσος, η χρόνια νεφρική νόσος, η λιπώδης νόσος του ήπατος.

Στον τομέα του διαβήτη έχουμε καταφέρει για πρώτη φορά στα χρονικά να φτιάξουμε σε χάπι μια θεραπεία που μέχρι τώρα χορηγείται ως ένεση στον Διαβήτη Τύπου 2 – δεν αναφέρομαι σε θεραπεία με ινσουλίνη – η οποία είναι εξαιρετικά αποτελεσματική, ίσως περισσότερο από όλες τις υπάρχουσες από του στόματος θεραπείες.

Σε 2-3 χρόνια πιστεύω θα έχουμε και τη δυνατότητα, καλώς εχόντων των πραγμάτων, να θέσουμε στην κυκλοφορία μια νέα βασική ινσουλίνη, η οποία θα χορηγείται μια φορά την εβδομάδα αντί για κάθε ημέρα που χορηγούνται οι σημερινές βασικές ινσουλίνες.

Και φυσικά ερευνούμε και αρκετές άλλες νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις αλλά δεν έχει νόημα να αναφερθώ στην παρούσα φάση, γιατί είναι νωρίς.

  1. Εκτός από τον διαβήτη, οι ανεπτυγμένες χώρες μαστίζονται και από την παχυσαρκία, η οποία έχει αναγνωριστεί από τον ΠΟΥ ως ασθένεια. Πώς μπορούν οι ασθενείς αυτοί να βοηθηθούν περαιτέρω, εκτός από το γνωστό σχήμα της δίαιτας και άσκησης;

Η παχυσαρκία είναι μια χρόνια νόσος που όμως συνδέεται με τουλάχιστον 220 συννοσηρότητες και οι διαστάσεις που έχει πάρει είναι τεράστιες, αφού περισσότεροι από 600 εκατ. άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν παχυσαρκία.

Ειδικά για τη χώρα μας το πρόβλημα εξελίσσεται με άσχημη τροπή αφού περίπου 3 στους 10 Έλληνες έχουν παχυσαρκία, ενώ και στον τομέα της παιδικής παχυσαρκίας διεκδικούμε Ευρωπαϊκή πρωτιά.

Η πολιτεία πρέπει να αναγνωρίσει ως νόσο την παχυσαρκία και να οργανώσει τη φροντίδα για την αντιμετώπισή της. Η σωστή και μετρημένη διατροφή και η σωματική άσκηση είναι αναπόσπαστα συστατικά για την προσπάθεια ελέγχου του σωματικού βάρους.

Σήμερα ωστόσο στην προσπάθεια αυτή μπορούν να συνεισφέρουν και φαρμακευτικές αγωγές, ώστε και να έρθει πιο γρήγορα το αποτέλεσμα, αλλά και να διατηρηθεί πιο εύκολα. Μπορεί κανείς να προστρέξει στο γιατρό του για την χρήση αυτών των επιλογών. Είναι σημαντικό να πούμε βέβαια πως αυτές δεν υποκαθιστούν την διατροφική υποστήριξη και την άσκηση , ουσιαστικά σχηματίζουν μαζί τους το τρίπτυχο στο οποίο πρέπει να κινείται η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.

Να επισημάνω πάντως με την ευκαιρία ότι θα πρέπει και μια σημαντική μερίδα των γιατρών να ενεργοποιηθεί περισσότερο στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας και όχι να αντιμετωπίζει εκ των υστέρων τις συνέπειες που αυτή δημιουργεί. Η σύσταση «πρέπει να χάσεις βάρος» δεν είναι αρκετή για να διαχειριστούμε το πρόβλημα.

Αν δεν δράσουμε συλλογικά και συνολικά, λυπάμαι για την πρόβλεψη, αλλά τα επόμενα χρόνια η παχυσαρκία θα είναι η βασική απειλή της βιωσιμότητας του συστήματος υγείας.