Eδώ και αρκετά χρόνια, πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι τα κορεσμένα λίπη που καταναλώνουμε με τη διατροφή και ανευρίσκονται στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (κρέας, γάλα, βούτυρο, τυρί, γιαούρτι κ.λπ.) συσχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο για καρδιακά νοσήματα, εξαιτίας κυρίως του γεγονότος ότι αυξάνουν τα επίπεδα της χοληστερόλης, και ειδικά της «κακής» χοληστερόλης (LDL-χοληστερόλη), στο αίμα.

Από την άλλη πλευρά, τα μονοακόρεστα λίπη που τα συναντάμε κυρίως στο ελαιόλαδο και (λιγότερο) σε άλλα φυτικά έλαια αλλά και σε ζωικά λίπη είναι γνωστό ότι βελτιώνουν την υγεία της καρδιάς μειώνοντας την «κακή» και αυξάνοντας την «καλή» χοληστερόλη (HDL-χοληστερόλη). Τα μονοακόρεστα λίπη διαθέτουν επίσης αντιοξειδωτικές ιδιότητες και βελτιώνουν τη λειτουργικότητα των αγγείων.

Ενώ μέχρι σήμερα γνωρίζαμε αρκετά για την ευνοϊκή δράση των μονοακόρεστων λιπών στο καρδιαγγειακό σύστημα, τα δεδομένα δεν ήταν ξεκάθαρα σχετικά με την επίδρασή τους στον κίνδυνο για την εμφάνιση σακχαρώδους διαβήτη. Πρόσφατα δημοσιεύθηκε μια μεγάλη μελέτη σε ένα από τα πιο έγκριτα διαβητολογικά περιοδικά που εξέτασε το παραπάνω ζήτημα. Η μελέτη αφορούσε περίπου 140.000 άνδρες και γυναίκες επί 30 περίπου χρόνια παρακολούθησης.

Το εντυπωσιακό και ίσως μη αναμενόμενο εύρημα της μελέτης ήταν ότι η επίδραση των μονοακόρεστων λιπών στον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη εξαρτάται από την προέλευσή τους. Ενώ εκείνα που ήταν ζωικής προέλευσης φάνηκε ότι αυξάνουν τον κίνδυνο, τα μονοακόρεστα φυτικής προέλευσης (με κυριότερη πηγή το ελαιόλαδο και – σε μικρότερο βαθμό – τα καρύδια, τα αμύγδαλα και το αβοκάντο) τον μειώνουν σημαντικά.

Είναι γεγονός ότι τα μονοακόρεστα λίπη δεν ανευρίσκονται, όπως παραδοσιακά γνωρίζουμε, μόνο σε φυτικά τρόφιμα αλλά και σε ζωικά. Μάλιστα στις χώρες του δυτικού ημισφαιρίου, με εξαίρεση τις μεσογειακές, η κυριότερη πηγή μονοακόρεστων λιπών είναι τα ζωικά τρόφιμα.

Οι λόγοι για τους οποίους τα μονοακόρεστα συμπεριφέρονται διαφορετικά ως προς τον κίνδυνο διαβήτη ανάλογα με την προέλευσή τους δεν είναι απόλυτα σαφείς. Θεωρείται ότι η κατανάλωση μονοακόρεστων από ζωικές πηγές συνοδεύεται από την παράλληλη κατανάλωση ορισμένων βλαβερών ουσιών που τα συνοδεύουν.

Τέτοιες ουσίες είναι τα κορεσμένα λίπη, η χοληστερόλη και άλλες. Από την άλλη πλευρά, τα πλούσια σε μονοακόρεστα φυτικά τρόφιμα προσφέρουν ταυτόχρονα και άλλες ωφέλιμες ουσίες, όπως για παράδειγμα οι πολυφαινόλες στο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο. Αναφέρεται επίσης ότι στα μονοακόρεστα των φυτών συμπεριλαμβάνονται σε μικρότερες ποσότητες λίπη που δρουν ευνοϊκά στον μεταβολισμό και δεν υπάρχουν στα ζωικά μονοακόρεστα.

Σε κάθε περίπτωση φαίνεται ότι η πηγή προέλευσης των διαφόρων επιμέρους συστατικών των τροφών έχει ιδιαίτερη σημασία. Η αντικατάσταση των κορεσμένων και μονοακόρεστων λιπαρών που περιέχονται στα ζωικά τρόφιμα από φυτικά μονοακόρεστα είναι ωφέλιμη.

Το ελαιόλαδο ως η κυριότερη πηγή μονοακόρεστων λιπαρών για μία ακόμα φορά αποδεικνύεται ότι ωφελεί την υγεία προστατεύοντας από μια χρόνια και δυνητικά επικίνδυνη νόσο, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για εκείνους που έχουν ιδιαίτερη προδιάθεση για εμφάνιση διαβήτη τύπου 2 (παχύσαρκα άτομα με έντονο κληρονομικό στοιχείο).

Ο κ. Σταύρος Θ. Λιάτης είναι παθολόγος-διαβητολόγος, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο κ. Νικόλαος Λ. Κατσιλάμπρος είναι ομότιμος καθηγητής Παθολογίας του ΕΚΠΑ.