1. Τώρα που κάπως καταλάγιασε η βουή απ’ τον βουλευτικό χουλιγκανισμό στην Εθνική Πινακοθήκη, ας επιτραπεί ακόμη μια φωνή για τον μάλλον ατελέσφορο προβληματισμό στο θέμα «Ελευθερία της Τέχνης». Διότι έχω την εντύπωση ότι στις σχετικές συζητήσεις ίσως παραλείπονται μερικά ενδεχόμενα, κι ίσως αποφεύγονται μερικοί ορισμοί.
  2. Για τις ανάγκες λοιπόν αυτού εδώ του άρθρου, θα ακολουθήσω μιαν περι του Αισθητικού ενεργήματος άποψη όσο βαθύτερη γίνεται – και πάντως σε συσχετισμό με τα άλλα δύο βασικά ενεργήματα του Είναι, το γνωσιακό και το ηθικό (χωρίς να αποκλείεται πάντως η περι ελευθερίας της Τέχνης απαίτηση να μπορεί ίσως να στηριχθεί και σε κάποιαν άλλη αντίληψη περι Τέχνης).

Το Αισθητικό ενέργημα λοιπόν, θα είναι μια υπαρξιακού βάθους διεργασία Αυτοσυνειδησιακότητας, που αποπειράται να συλλάβει άμορφα συμβάματα χαμηλού βαθμού συνειδησιακότητας, φέρνοντάς-τα στο επίπεδο των αισθήσεων: Στην ακοή (με την ποίηση και με τη μουσική), στην όραση (με τις εικαστικές τέχνες), ακόμα και στην όσφρηση (με την αρωματική), κλπ. Άλλωστε, δέν «υπάρχω» παρα μόνον χάρις στις σχέσεις-μου με τον αντικειμενικό Κόσμο (Γνώση), με τον Συνάνθρωπο (Ηθική) και με το μέσα χάος μου (Τέχνη). Γι’ αυτό άλλωστε, φαίνεται ότι αμέσως μετά τη σύλληψη του έργου τέχνης, ο δημιουργός αισθάνεται μεγάλη ανάγκη να το μοιρασθεί με τους συνανθρώπους του. Έχομε λοιπόν εδώ κι ενα σύμφυτο ηθικό ενέργημα, σπουδαίας υποστασιακής σημασίας.

Υποστηρίζω λοιπόν οτι κυρίως μια τέτοια υποστασιακή αντίληψη περι Τέχνης καθιστά προφανή την απαίτηση για Ελευθερία, αφού πρόκειται για τη δόμηση Εαυτού – για την ίδια-μου τη Ζωή. Κι όχι μόνον για τον Καλλιτέχνη, αλλά και για τον Καλαισθητή (τον αναγνώστη / ακροατή ή θεατή). Ποιός λοιπόν θα τολμήσει να απειλήσει τέτοια θεμελιώδη γεγονότα ανθρωπικότητας; Ξέρομε βέβαια τί τράβηξε η Τέχνη απ’ την Ιερά Εξέταση, απ’ τον Χίτλερ, απ’ τον Στάλιν, απ’ τον ΜακΚάρθυ ή απ’ τον Χομεϊνί. Και δεν θέλομε να το ξαναδιακινδυνεύσομε. Έτσι εξηγείται και η ευαισθησία μας περι το θέμα.

Αφού λοιπόν στεριώσαμε την Ελευθερία της Τέχνης (όπως άλλωστε θα είχαμε κάνει και για την ελευθερία της Έρευνας – όχι ωφελιμοθηρικά, αλλα για την υποστασιακή σημασία της σχέσης του Είναι με τον Κόσμο), στοιχειώδης διανοητική τιμιότητα τώρα επιβάλλει να συζητήσομε και τα ακόλουθα συζυγή θέματα:

α)      Και τί θα γίνει με τα ψευδο-καλλιτεχνικά προϊόντα; Μπορεί άραγε ο κάθε απατεώνας να βαφτίζει το άθυρμά-του «Τέχνη», και ενδεχομένως να βλάφτει τους συνανθρώπους-του χωρίς κάν το εκ Τέχνης όφελος;

β)      Αλλα και για γνήσια έργα Τέχνης ελευθέρως παραγόμενα, έχομε άραγε το δικαίωμα να αδιαφορήσομε για ενδεχόμενη μεγάλη βλάβη που μπορεί να προκαλέσουν σε μια ευρύτερη κοινωνική ομάδα;

Όσο δεν συζητούνται αυτά τα δύο μεγάλα ζητήματα, ο δημόσιος διάλογος θα είναι χωλός, και η υποστήριξη της ελευθερίας της Τέχνης πιό αδύναμη.

3. Είναι λοιπόν προφανές ότι σε μια σύγχρονη κοινωνία, δεν θα είναι επαρκής η απλή δήλωση του δημιουργού (ή του οπαδού) οτι «ετούτο είναι προϊόν Τέχνης»· διότι δεν αποκλείεται να πρόκειται για μια σκέτη απεικόνιση ναζιστικών χαιρετισμών ή για ένα προσχηματικό κείμενο παιδικής πορνογραφίας. Αυτά δεν θα θέλαμε καταρχήν να τα προικοδοτήσομε με την δωρεά της ελευθερίας. Προσοχή όμως: Εγώ, καθόλου δέν θα απέκλεια το ενδεχόμενο, ακόμη και μια τέτοια θεματολογία να ανήκει σε πραγματικό έργο Τέχνης∙ υπάρχουν μερικά τέτοια περιστατικά. Εκείνο όμως που θέλω να νομιμοποιήσω είναι το περι καλλιτεχνικότητας ερώτημα. Δυστυχώς όμως, απο εδώ κι ύστερα, αρχίζουν τα δύσκολα. Ούτε καμμια χιλιάδα δημόσιες επιτροπές κρίσεως μπορούμε να διορίσομε ή (ακόμα χειρότερα) να εμπιστευθούμε, αλλα ούτε και πρόκειται για Μαθηματικά: Τα κριτήρια «καλλιτεχνικότητας» υπερβαίνουν τις δυνατότητες του λόγου, και πάντως δεν μπορούν να διασφαλίσουν ούτε τη διαχρονική πρόοδο των περι Τέχνης αντιλήψεων της Κοινωνίας. Εξ άλλου, το σχετικό ερώτημα θα έπρεπε να συμπληρωθεί με το ερώτημα «και για ποιους;» – διότι δεν μπορούμε να αγνοούμε ούτε τα δικαιώματα μειονοτήτων, αλλ’ ούτε και το απλό δικαίωμα του ατόμου-Δημιουργού. Ξεχάστε το, λοιπόν.

Το πολύ που θα μπορούσαμε να κάνομε είναι να υπενθυμίσομε στους υπευθύνους των περιοδικών, των εκπομπών και των γκαλερί οτι πάντως, κανέναν δεν συμφέρει το «γουρούνι στο σακκί». Κατα τα λοιπά, το κοινωνικό σύνολο θα το πάρει απόφαση ότι, όπως και κάθε ελευθερία, έτσι κι ετούτη, έχει κόστος (ας θυμηθούμε τί τραβάμε κάθε τόσο κι απ’ την όντως αναγκαία ελευθερία των διαδηλώσεων). Πάντως, απ’ την ελευθερία της Τέχνης αφαιρέσαμε το μεταφυσικό επίθετο «απόλυτη», και νομιμοποιούμε την όση χρειασθεί κριτική των συνεπειών της – κατακρίνοντας όμως συγχρόνως, ακόμα πιό έντονα, τη βία.

4. Πάμε τώρα στο ακόμη δυσκολότερο ζήτημα που θέσαμε προηγουμένως: Άραγε, μπορούμε να αδιαφορήσομε για την ενδεχόμενη βλάβη την οποία θεωρούμε οτι πιθανόν να προκαλεί σε μια ευρεία κοινωνική ομάδα κάποιο γνήσιο έργο Τέχνης κάποτε;

Καταρχήν, κανείς δεν δικαιούται να μας κατηγορήσει για τ’ ότι μας απασχολεί αυτό το ζήτημα. Αντιθέτως, θα μπορούσε κάποιος να μεμφθεί τους κατηγόρους μας για κοινωνική αδιαφορία. Αποπειρώμαστε λοιπόν να το αναλύσομε.

Το πρώτο θέμα του ζητήματος αφορά την ενδεχόμενη ανησυχία του ίδιου του καλλιτεχνικού δημιουργού την ώρα της θέρμης του καλλιτεχνικού ενεργήματος για τις επιπτώσεις του έργου-του: την ώρα εκείνη, μια στοιχειώδης κατανόηση της αυτονομίας του αισθητικού ενεργήματος, πείθει οτι κατι τέτοιο δέν είναι δυνατόν. (Όπως ακριβώς και την ώρα της δημιουργικής έμπνευσης, κατα το γνωσιακό ενέργημα της έρευνας στη Φυσική.)

Επομένως, οι σκέψεις περι τέτοιων συνεπειών μπορεί να έλθουν μόνον μετά την ώρα της δημιουργίας. Και θά ‘πρεπε να έλθουν, εν ονόματι της ενότητας του Είναι. Κι έχω ακούσει μερικούς καλλιτέχνες (έστω και με γλώσσα ήκιστα φιλοσοφική) να ονομάζουν τη σχετική μέριμνά τους «αυτολογοκρισία» – σε κάποια περιορισμένη έκταση, εικάζω.

Και μέχρι εδώ, καλά. Μη ρωτήσετε όμως (θέμα δεύτερο) «εμείς οι άλλοι τί κάνομε για να ελέγχομε το δυνητικό κακό ενός καλλιτεχνικού έργου;». Το μεν ερώτημα νόμιμο, αλλ’ η απάντηση κάπως δυσάρεστη (εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον):

i) Δεν είναι στέρεα και γενικής αποδοχής τα περι βλαπτικότητας κριτήριά μας: Ιδίως εκείνα που σχετίζονται με τα ερωτικά ήθη, παρουσιάζουν τεράστια ποικιλία κοινωνικών θέσεων και επιστημονικών απόψεων. Έχουν πάντως κατα καιρούς θεσπισθεί και κανόνες περιορισμού των θέσεων υπαίθριας δημόσιας έκθεσης ορισμένων εικαστικών έργων.

ii) Αλλα κι άν καταφέρναμε να συντάξομε ενα δημόσιο «πρότυπον» (standard) περι του θέματος, πάλι τα προβλήματα πρακτικής εφαρμογής-του θα άνοιγαν τον δρόμο προς μιαν ανεπιθύμητη λογοκρισία του καλλιτεχνικού έργου – γεγονός το οποίο καμμιά σύγχρονη κοινωνία δέν αντέχει να διακινδυνεύσει. Ξαναβρισκόμαστε εδώ μπροστά σε δυσκολίες, λόγω της φύσεως των πραγμάτων.

5. Τέλος, απομένει να υποβληθούν στην κρίση των αναγνωστών και ορισμένα ειδικότερα σχόλια που αφορούν τον αρνητικό χειρισμό θρησκευτικών θεμάτων απο μέρος της σύγχρονης Τέχνης. Πρώτον, έχομε το δικαίωμα να διερωτηθούμε μην τυχόν και πρόκειται για κάποιον μαχητικόν αθεϊστή (όχι απλώς άθεον), ο οποίος κάνει ιδεολογική αντιθρησκευτική προπαγάνδα, με δήθεν καλλιτεχνικό ένδυμα. Όσο νόμιμη όμως είναι η διερώτηση, άλλο τόσο σίγουρη είναι η αδυναμία-μας (και πάλι) να διαπιστώσομε την «καλλιτεχνικότητα» με γενικής αποδοχής κριτήρια.

Λόγω ελλείψεως χώρου, θ’ αφήσω ασχολίαστο το σπουδαίο ερώτημα «τί τον ώθησε τον καλλιτέχνη να καταφθείρει σύμβολα και ιστορίες που είναι τόσο ιερές για πλήθος άλλων;».

Ξέρω, δέν είναι ευχάριστα για όλους τα πενιχρά αποτελέσματα αυτής της απόπειρας ανάλυσης που προηγήθηκε. Υπάρχει όμως και μια κάπως αισιόδοξη πτυχή: Πρώτον, όσοι θίγονται απο ένα έργο (αντί για ένα ηχηρό αίτημα απαγόρευσής-του ή αντί για μια πράξη βίας), προκαλούνται τώρα να δημοσιοποιούν ευρέως μιαν αναλυτική κριτική αμφισβήτηση, συμβάλλοντας έτσι και στην εν χρόνω διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Και δεύτερον, διαφαίνεται κάποια πρόοδος στο πλήθος των εννοιών που χρειάζεται να καθαρθούν, και στη μείωση των παρεξηγήσεων και των αλληλοκατηγοριών που μας ταλανίζουν. Ταύτα δέ, χάρις στην Εκπαίδευση και την Καλλιέργεια που συμβάλλουν στην άμβλυνση της οξύτητας των αλυσιτελών προβληματισμών μας – αμφιμερώς, καί προς τους καλλιτέχνες, καί προς το κοινόν.

Σημείωση: Εξ άλλου, υπάρχει κι άλλη μια περίπτωση προβολής της απαίτησης «ελευθερία στην τέχνη», όταν ένα σύγχρονο καλλιτεχνικό έργο ή γεγονός συν-πλέκεται με ένα υπαρκτό Μνημείο. Επειδή είναι ήδη σεβαστές οι μνημειακές αξίες του εν λόγω Μνημείου (αξίες αισθητικές και αξίες ιστορικότητας), μπορεί να τεθεί το δυσεπίλυτο αλλά εξεταστέο ζήτημα συναρμόνισης ή σύγκρουσης Αξιών.

Ο κ. Θ. Π. Τάσιος είναι ακαδημαϊκός, πολιτικός μηχανικός, αρθρογράφος και συγγραφέας.