Κάθομαι στο κυλικείο του πανεπιστημίου οκτώ και κάτι το πρωί. Σχεδόν χιονίζει και έχει έναν αέρα που κάνει το δέρμα να συσπάται. Περιστοιχίζομαι από το ζωικό είδος που ο Φάουστο Μελότι αποκαλούσε «καρτεσιανές γάτες» και ακούω το θρόισμα των πεύκων και των νεραντζιών. Τα πεύκα θροΐζουν βραχνά, σαν να σέρνεις ένα καναβάτσο, οι νεραντζιές συριστικά, σαν να τραβάς κουρτίνες. Αρχίζουν να μαζεύονται παιδιά. Τέτοια ώρα σπανίως βλέπω ελληνόφωνους, εκτός αν είναι περίοδος εξετάσεων. Κάθονται παραδίπλα τρία Αυστραλάκια. Ο αέρας είναι δυνατός και η ακοή δεν είναι το φόρτε μου, αλλά πιάνω ένα «Ελίας Πετσρόπουλος» στη συζήτηση. Τι μπορεί να λένε τρία Αυστραλάκια, με τη ναΐφ προφορά τους, για τον Ηλία Πετρόπουλο; Καταλαβαίνω ότι ετοιμάζονται για κάποιο εκπαιδευτικό ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, που μια αλλοπρόσαλλη συνειρμικότητα αντικαθιστά γρήγορα στην κουβέντα τους από τα ξενοδοχειακά προγεύματα, τον καπιταλισμό και ένα ξεσκαρτάρισμα γνώσεων πάνω στις αντιστοιχίες αυστραλιανών και ελληνικών βωμολοχιών.

Λίγο αργότερα, έρχεται άλλη παρέα. Τέσσερα αγόρια από την Πολωνία και τέσσερα αραβόφωνα κορίτσια. Δεν ξεχωρίζω τις αραβικές διαλέκτους, δεν έχω ιδέα από πού μας έρχονται. Αναρωτιέμαι ποιος αραβόφωνος τόπος στον κόσμο δεν έχει προβλήματα για να μπορούν αυτά τα κοριτσάκια να κακαρίζουν ανέμελα σε ένα κυλικείο στην Ελλάδα. Τι άθλιος συλλογισμός – θα έπρεπε να χτυπιούνται καταγής, δηλαδή; Η ζωή έχει τον τρόπο της να συνεχίζεται υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, αν και εφόσον συνεχίζεται.

Στην ηλικία τους, έκανα παρέα με έναν Σύριο, έναν κοντούλη, μελαψό τυπάκο, με κατάμαυρα μαλλιά και γαλάζια μάτια. Ηταν την περίοδο που είχε ξεσπάσει ο εμφύλιός τους. Αναρωτιόμουν πώς ένιωθε, πού να βρίσκονταν οι δικοί του, αλλά δεν τολμούσα να ρωτήσω. Επαιρνε καφέ από το ίδιο κυλικείο, ερχόταν στην παρέα και μας διηγούνταν τη χθεσινοβραδινή περιπέτειά του με την ελληνική κουζίνα. Θυμάμαι εκείνον να μας ρωτάει πώς είναι δυνατόν να αντέχουμε το τζατζίκι και εμένα έτοιμη να του αντιγυρίσω ότι δεν έχουν δικαίωμα σε τέτοια ερωτήματα άνθρωποι που τρώνε ψητά περιστέρια με ζάχαρη και κουκουνάρι.

Υπήρχε κάτι πολύ φυσιολογικό για να είναι αληθινό στην καθημερινότητά μας, ώσπου στις διηγήσεις του εντάχθηκαν άκαρπες συναντήσεις με τις πανεπιστημιακές αρχές, στην προσπάθειά του να παρατείνει τη διαμονή του στην Ελλάδα. Με τα αδέλφια του είχαν σκορπιστεί στην Ευρώπη. Εκείνος σπούδαζε εδώ, κάνα δυο αδέλφια στη Γαλλία, ένα στην Ισπανία. Δεν θυμάμαι πόσα αδέλφια ήταν, πάντως ήταν κάμποσα. Οι γονείς τους τα είχαν στείλει στην Ευρώπη για να μπορούν να μείνουν μακριά. Αλλά οι σπουδές τελείωναν, σε αντίθεση με τον πόλεμο. Τα τελευταία λόγια του που θυμάμαι, προτού η πορεία της ζωής καθενός μας μάς χωρίσει, ήταν: «Δεν έχω πού να πάω». Αραγε αυτά τα κοριτσάκια έχουν πού να πάνε;

Πάντως, μια χαρά φαίνονται. Γελούν βροντερά, τινάζουν χέρια και πόδια. Και οι Πολωνοί δεν πηγαίνουν πίσω. Οι Ελληνες είναι φασαριόζικος λαός, αλλά μπροστά σε αυτόν τον πολωνοαραβικό συνασπισμό είμαστε σχεδόν Ελβετοί. Ούτε τέταρτο δεν έχει περάσει και με έπιασε πονοκέφαλος. Τη δική τους συζήτηση είναι αδύνατο να την παρακολουθήσω (και όχι μόνο επειδή είμαι μισόκουφη). Κάθε ομάδα μιλάει τη γλώσσα της, αλλά μεταξύ τους συνεννοούνται σε ένα μείγμα αγγλικών και ισπανικών, που δεν έχω ιδέα πώς προκύπτει. Εύχομαι να φύγουν για να πιω λίγο καφέ ανώδυνα προτού μπω στο γραφείο, αλλά λεπτό το λεπτό οι ελπίδες μου διαψεύδονται. Τελικά, φεύγω πρώτη.

Πρόκειται να υποδεχτούμε έναν γερμανό καθηγητή για μια διάλεξη. Του εξηγώ το θέμα της διατριβής μου στα γερμανικά (αν μπορούσα να το εξηγήσω έτσι και στα ελληνικά, θα με είχαν κάνει κατευθείαν ομότιμη). Ο καθηγητής συνοδεύεται από μεταπτυχιακούς του. Εκεί που σερβίρονται καφέδες, χυμοί και παρελκόμενα προς τιμήν του, βλέπω σε μια γωνιά μια Γιαπωνεζούλα. Ενάμισι μέτρο, όψη δεκάχρονης, αλλά είναι μεταπτυχιακή του Γερμανού. Χαμογελάει αμήχανα στο κενό και πασχίζει να μην κλειδώσει το βλέμμα της με κανενός. Την πλησιάζω αργά, σαν να πλησιάζω ελαφάκι. «Τζούσου ο ίπαϊ ικάγκα ντέσου κα; (Θέλεις ένα ποτήρι χυμό;)». Γνέφει καταφατικά. Αν μπορούσε, θα γονάτιζε μπροστά μου για την τιμή να ψευτομιλήσω στη γλώσσα της, αλλά δεν ξέρει αν τα συνηθίζουμε εδώ αυτά.

Της βάζω χυμό, τον πίνει και της ξαναβάζω. Δεν μιλάμε για τίποτα, δεν αλληλεπιδρούμε με κανέναν άλλο τρόπο. Εγώ της βάζω χυμούς και εκείνη τους πίνει. Κάνουμε αυτή τη δουλειά ξανά και ξανά και ξανά, όσο αίμα χωράει στο ενάμισι μέτρο της πρέπει να έχει αντικατασταθεί από χυμό με τόσα ποτήρια. Μοιάζουμε με γκλιτς στο μάτριξ. Μολονότι για εκείνη είναι αγένεια να ζητήσει επιπλέον χυμό, μάλλον πιστεύει ότι για εμένα είναι μεγαλύτερη αγένεια να μη δεχτεί τον επιπλέον που της προσφέρω, οπότε απλώς κάθεται και κατεβάζει ποτήρια σε μια κατάσταση που αρχίζει να θυμίζει μεσαιωνικό βασανιστήριο. Προσπαθώ να μας λυτρώσω αμφότερες. Αλλά δεν έχω πού να πάω. Ολοι μιλούν με όλους και εγώ δεν κόπτομαι να μιλήσω με κανέναν, λυπάμαι κιόλας τη Γιαπωνεζούλα και θα ήθελα να της κάνω παρέα, αλλά αν συνεχίσουμε έτσι θα μου σκάσει στα χέρια, οπότε γνέφω ευγενικά και υποκρίνομαι πως έχω να χαιρετήσω κάποιον.

Δεν έχω να χαιρετήσω κάποιον. Αλλά όπως προσπαθώ να χωθώ πίσω από πλάτες για να μην αποκαλυφθεί το σωτήριο ψέμα, βλέπω μια γνωστή μου Καναδή, που είναι λίγα μόλις εκατοστά ψηλότερη της Γιαπωνεζούλας και οι πλάτες την έκρυψαν πρώτη. Είναι αγγλόφωνη, αλλά συνομιλούμε σε ένα μείγμα αγγλικών και γαλλικών επειδή εγώ έχω αρχίσει να μπερδεύω τις γλώσσες πια και συμπληρώνω τα κενά με ό,τι μου κατεβαίνει. «Πόσο θα μείνεις ανκόρ;». Καταλαβαινόμαστε όμως.

Φεύγω τελευταία από τη ματινέ, αφενός επειδή σε άλλη περίπτωση θα έπρεπε να αποχαιρετήσω με δική μου πρωτοβουλία οποιονδήποτε εξακολουθούσε να παρίσταται και αφετέρου επειδή έχω δικαίωμα σε αυτή τη στιγμή κερδισμένης μοναξιάς. Βγαίνω στο καταπαγωμένο μπρουταλιστικό αίθριο, καπνίζοντας νοτιοαφρικάνικα τσιγάρα στα όρθια ενώ πατώ με τις μπότες μου σε φυλλώματα που μουλιάζουν στο βρόχινο νερό, ακούω τις καρτεσιανές γάτες να στριφογυρίζουν στα χαρτόκουτά τους και δεν σκέφτομαι τίποτα, παρά μονάχα τους στίχους από ένα ρώσικο τραγούδι του Β’ Παγκοσμίου που μου έχει κολλήσει από το πρωί. Δεν ξέρω ρώσικα. Σε ό,τι ταινία και να παίζω, φαίνεται καλή, αλλά θα ήταν καλύτερη αν ήταν βουβή.

Η τέχνη της άγνοιας

Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της ευημερίας: η εξολόθρευση του μυστηρίου. Με κάθε άβυσσο που γεμίζουν αλγόριθμοι, κάθε θαύμα που αποσυντίθεται σε δεδομένα, γίνεται όλο και πιο άμορφη η ομορφιά της άγνοιας. Η χαρτογράφηση των άστρων, ο προσδιορισμός του γονιδιώματος, η ψηφιοποίηση των αναμνήσεων, όσο ωφέλιμα είναι αυτά για την πρόοδο τόσο επιβλαβή αποδεικνύονται για το κατ’ εξοχήν μέσο της προόδου: την περιέργεια. Δεν είμαστε πια περίεργοι για τίποτα, αφήσαμε πίσω τους καιρούς που όλες οι έρευνές μας προσδιορίζονταν ως «περί». Τώρα βρισκόμαστε απλώς σε αναζήτηση βεβαιοτήτων.

Ισως τα ερωτήματα που μένουν αναπάντητα, οι χώροι που μένουν ανεξερεύνητοι, τα όρια που μένουν απροσδιόριστα να μας έδιναν νόημα, έστω και ένα νόημα όπως όλα: ψευδαισθητικό, κατασταλτικό, δεσμευτικό. Τι είμαστε οι άνθρωποι όταν το άρρητο, το αόρατο, το απερίγραπτο σταματούν να μας ψιθυρίζουν και η ζωή περιορίζεται στην αδιάκοπη επανάληψη της ίδιας αλήθειας;