Υπάρχει ένα παράδοξο σχετικά με την Επίδαυρο. Ενώ θεωρητικά πρόκειται για έναν χώρο στον οποίο όλοι προστρέχουν – ολοένα και μαζικότερα μάλιστα τα τελευταία χρόνια- για να παρακολουθήσουν θέατρο, υπάρχουν κι εκείνοι που σπεύδουν εκτός από το για να δουν και για να τους δουν. Ή καμιά φορά κυρίως γι’ αυτό.

Ναι, το ιερό του Ασκληπιού έχει πολλάκις μετατραπεί σε θέατρο κοσμικότητας, αυτοαναφορικότητας και ματαιοδοξίας. Κάτι σαν το κόκκινο χαλί των κοσμικών λαοσυνάξεων αλλά κατά τι πιο κακοτράχαλο. Εδώ που τα λέμε το φυσικό τοπίο και βέβαια το κοίλον του αρχαίου θεάτρου λειτουργεί το δίχως άλλο ιδανικό σκηνικό για φωτογραφικά στιγμιότυπα – ακόμα κι αν καμιά φορά κανείς δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τις διασημότητες ελέω του υπέρμετρα εκτεθειμένου στον καλοκαιρινό ήλιο δέρματός τους.

Εντάξει, δεν είναι ούτε το πρώτο, ούτε το τελευταίο faux pas τους.

Αλλά ξεκινήσουμε μια μικρή αναδρομή, πίσω στο μακρινό 2011. Όταν δηλαδή ο Κέβιν Σπέισι αποφάσισε να μπει στα παπούτσια του «Ριχάρδου Γ» σκηνοθετημένος από τον Σαμ Μέντες, κηρύσσοντας, χωρίς να το γνωρίζει και δίχως να έχει την παραμικρή πρόθεση, έναν ανηλεή πόλεμο στο νοτιοβαλκανικό τζετ σετ με λάφυρο ένα εισιτήριο. Ήταν μάλιστα τέτοιο το ενδιαφέρον (πες το και πρεμούρα), ώστε δόθηκαν κατ’ εξαίρεση τρεις παραστάσεις στις 29, 30 και 31 Ιουλίου.

Προσκλητήριον Κοσμικότητας

Τότε ο Αμερικανός ηθοποιός βρισκόταν στο υποκριτικό απόγειό του – αλλά και αυτό να μη συνέβαινε ελάχιστοι θα έμεναν ασυγκίνητοι από τη μετάκληση ενός χολιγουντιανού αστέρα στο αρχαίο θέατρο της αργολικής γης. Το κοινό της παράστασης, που έλαβε ομόθυμα σχεδόν διθυραμβικές κριτικές και χαράχτηκε ανεξίτηλα στην ψυχή του ηθοποιού, όπως ο ίδιος Twitt-αρε λίγες ημέρες αργότερα, ήταν όσο πολυσυλλεκτικό μπορούσε να υποθέσει κανείς.

Η απήχηση του Κέβιν Σπέισι ως σαιξπηρικού ήρωα στην Επίδαυρο υπήρξε πάνδημη

Θεατρικοί κριτικοί, φιλοπερίεργοι τουρίστες, γνήσιοι θεατρόφιλοι, άνθρωποι που απλώς είδαν φως και μπήκαν αλλά και κριτές και απόφοιτοι reality shows, η τέως βασιλική οικογένεια, ηθοποιοί, τηλεπαρουσιαστές, μοντέλα, ο Σάκης Ρουβάς που τότε δεν είχε ιδέα ότι κάποια ημέρα θα έφτανε ένα βήμα πριν πατήσει επιδαυριακή ορχήστρα, κοντολογίς όλες οι celebrity φυλές συνυπήρξαν για περίπου τρεις ώρες παρακολουθώντας τον Σπέισι να παραδίδει ένα ρεσιτάλ, όπως γράφτηκε τότε, ερμηνείας.

Το ίδιο θερμές ήταν και οι αντιδράσεις για την «Φαίδρα» του Ρακίνα που ερμήνευσε δύο χρόνια νωρίτερα στο αρχαίο θέατρο η Έλεν Μίρεν. Ή μάλλον όχι τόσο για την παράσταση την ίδια όσο για την Βρετανίδα dame την οποία χειροκρότησαν μεταξύ άλλων ντόπιοι συνάδελφοί της, πρώην πρωθυπουργοί, επιχειρηματίες και μερικές χιλιάδες κοινών θνητών.

Το 2009 ήταν σίγουρα μια καλή χρονιά για το κοσμικό γόητρο της Επιδαύρου, αφού τότε το αρχαίο θέατρο υποδέχτηκε και τον Ίθαν Χοκ με το σκηνοθετημένο και πάλι από τον Σαμ Μέντες «Χειμωνιάτικο Παραμύθι», που έριξε την αυλαία του φεστιβάλ στα τέλη Αυγούστου.

Η Έλεν Μίρεν έλαμψε στην Επίδαυρο εις βάρος όμως της «Φαίδρας» του Ρακίνα που ερμήνευσε το 2009

Όχι, η Επίδαυρος δεν περίμενε τα 00s για να σμιλέψει τον κοσμικό χαρακτήρα της. Φτάνει να θυμηθεί κανείς τη φρενίτιδα που είχαν προκαλέσει οι εμφανίσεις της Μαρίας Κάλλας τον Αύγουστο του 1960 και του 1961 με την «Νόρμα» και τη «Μήδεια» αντίστοιχα. Ειδικά για την παράσταση του 1961 ο Τύπος της εποχής έγραφε περιδεής για τα 2.000 και βάλε αυτοκίνητα, τα 120 πούλμαν και τα 80 λεωφορεία που είχαν σταθμεύσει έξω από το αρχαίο θέατρο.

Στιγμιότυπο από την πρώτη εμφάνιση της Μαρίας Κάλλας με την «Νόρμα» στην Επίδαυρο το 1960

Το κοινό προσέφερε γη και ύδωρ για να απολαύσει την καλλιτέχνη-επιτομή του όρου ντίβα, αν μάλιστα υπολογίσει κανείς πως τα εισιτήρια κόστιζαν 500 δραχμές – όσο δηλαδή το άθροισμα δύο μηνιάτικων της εποχής. Φυσικά δεν είχε περάσει στα ψιλά η παρουσία στο κοινό του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή που συνεχάρη την Κάλλας στην υπόκλισή της, της Κατίνας Παξινού και της Αλίκης Βουγιουκλάκη και βέβαια του Αριστοτέλη Ωνάση.

Τον Ιούνιο του 1961 η Τζάκι Κένεντι παρακολούθησε την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε μια στάση από την περιοδεία της ως Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ στην Ελλάδα

Ραντεβού στου «Λεωνίδα»

Υπάρχει ωστόσο κάτι πολύ δημοκρατικό που διατρέχει τον μικρόκοσμο που στήνεται από την αρχή κάθε καλοκαίρι στην Επίδαυρο. Όσο κοσμικοί, μακρινοί ή απρόσιτοι κι αν μοιάζουν οι συντελεστές των παραστάσεων αλλά και οι επιφανείς θαυμαστές τους, τόσο ίσοι γίνονται όταν τα φώτα σβήνουν. Είναι η στιγμή που το ενδιαφέρον και το πλήθος των επωνύμων μετατοπίζεται 5 χιλιόμετρα δυτικά του αρχαίου θεάτρου, σε ένα άλλο σημείο αναφοράς του επιδαυριακού lifestyle. Την περίφημη ταβέρνα του «Λεωνίδα».

Ο Λεωνίδας Λιακόπουλος με τον Φρανσουά Μιτεράν

Δεν υπάρχει ηθοποιός ή συνεργάτης παράστασης που δεν έχει περάσει από τα τραπέζια του, που δεν έχει χορτάσει με το φαγητό της συζύγου του αείμνηστου Λεωνίδα Λιακόπουλου Κάκιας, που δεν έχει σχολιάσει και δεν έχει σχολιαστεί. Ακόμα και η Κάλλας, σύμφωνα με τις αφηγήσεις του ανθρώπου που το 1954 δημιούργησε ένα μικρό καφενείο στο Λυγουριό, όταν το χωριό δεν είχε συνδεθεί με το δίκτυο ηλεκτρισμού, και λίγα χρόνια μετά το μετέτρεψε σε εστιατόριο, γιατί κάπως έπρεπε να τραφούν οι ηθοποιοί των παραστάσεων, είχε κάνει ένα σύντομο πέρασμα από το μαγαζί συνοδευόμενη από τον Αλέξη Μινωτή.

Υπάρχουν αναρίθμητες ιστορίες που έχουν λάβει χώρα στην ταβέρνα-τοπόσημο της Επιδαύρου. Αφηγήσεις για την Μελίνα Μερκούρη που για οικονομία χρόνου σερβιριζόταν μόνη της – συνήθως επέλεγε το μοσχάρι γιουβέτσι-, για τον ομηρικό καβγά της Αλίκης Βουγιουκλάκη με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, για τον Μινωτή που συνήθιζε να πετάει τα κουκούτσια από τις ελιές που έτρωγε πίσω από την πλάτη του αδιαφορώντας για όποιον βρισκόταν εκεί.

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη δοκιμάζοντας τα περίφημα πιάτα της Κάκιας Λιακοπούλου

Για την Τζένη Καρέζη η οποία ένα βράδυ έψαχνε εναγωνίως τον γιο της Κωνσταντίνο ενώ εκείνος είχε φύγει με μια νεαρή ηθοποιό που είχε ερωτευτεί, για το πρώτο σκίρτημα ανάμεσα στον Νίκο Κούρκουλο και την Μαριάννα Λάτση, για την Κατίνα Παξινού η οποία μεταλαμπάδευσε τις συνταγές της στην Κάκια Λιακοπούλου. Ναι, από τη μυθολογία του «Λεωνίδα» δε λείπουν οι διεθνείς προσκεκλημένοι του φεστιβάλ που γεύτηκαν την ελληνική φιλοξενία μέσα από πιάτα τα οποία παραμένουν ίδια κι απαράλλαχτα για περισσότερο από μισό αιώνα.

Καπάκι στο «Capaki»

Αν το αρχαίο θέατρο και η ταβέρνα του «Λεωνίδα» είναι οι δύο πυλώνες του τρόπου για να απολαμβάνει κανείς την επιδαυριακή εμπειρία, ο τρίτος και ο πιο αναπολογητικός είναι η θρυλική ντίσκο «Capaki». Μπορεί να μπήκε στην εξίσωση το 1981, δηλαδή δυόμιση δεκαετίες μετά την έναρξη του φεστιβάλ, όμως έγινε εκ των ων ουκ άνευ κομμάτι του.

Η μακροβιότερη και η πιο αναπολογητική ντισκοτέκ της χώρας είναι ο τρίτος πυλώνας του επιδαυριακού lifestyle

Μάλιστα η μάλλον μακροβιότερη ντισκοτέκ της χώρας πήρες το όνομά της, έπειτα από τα δύο πρώτα χρόνια λειτουργίας της. Ήταν σχεδόν μονόδρομος να ονομαστεί «Capaki», αφού όλοι – ηθοποιοί, συντελεστές, θεατές- πήγαιναν στο καπάκι μετά το τέλος των παραστάσεων και το δείπνο στον «Λεωνίδα».

Ποιο ήταν το βασικό συστατικό της επιτυχίας του διαχρονικού, όπως αποδείχτηκε, μαγαζιού; Η αυθορμησία. Οι χοροί στην πίστα του Γιάννη Τσαρούχη, της Τζένης Καρέζη, του Δημήτρη Παπαμιχαήλ αλλά και του Πέτερ Στάιν είναι εγγεγραμμένοι στη μυθολογία της ντίσκο, όπως και η εικόνα της Καρυοφιλλιάς Καραμπέτη να χορεύει βαλς ένα βράδυ που οι ιδιοκτήτες, ο Ηλίας και η Αγγελική, έβαλαν στα ηχεία Παβαρότι προκειμένου να ηρεμήσουν το μεγάλο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην ντίσκο.

Και βέβαια δεν είναι μόνο η Επίδαυρος που τέσσερις δεκαετίες τώρα κάνει απόβαση στην εμβληματική ντισκοτέκ – εκδεδυμένη μάλιστα τη σοβαροφάνειά της. Το καλοκαίρι του 1992 το «Capaki» μπήκε στο αρχαίο θέατρο, όταν ο Μίμης Κουγιουμτζής ζήτησε ευγενικά από τους ιδιοκτήτες να του δανείσουν τα πολύχρωμα φώτα του μαγαζιού για την παράσταση των «Βατράχων». Ποιος στ’ αλήθεια θα μπορούσε να του αρνηθεί;