Βερολίνο, αποστολή, Γιάννης Ζουμπουλάκης

Με την σπουδαία ηθοποιό Τίλντα Σουίντον να κλέβει την παράσταση παραλαμβάνοντας την τιμητική Χρυσή Άρκτο για την συνολική προσφορά της στον κινηματογράφο, η αυλαία του κινηματογραφικού φεστιβάλ Βερολίνου σηκώθηκε το βράδυ της Πέμπτης στην Μπερλινάλε Πάλαστ για 75η φορά στην Ιστορία του θεσμού.

Η 64χρονη Σουίντον, γεννημένη στο Λονδίνο από Σκοτσέζους γονείς, παρέλαβε την Άρκτο από τα χέρια του γερμανού σκηνοθέτη Έντουαρντ Μπέργκερ («Κονκλάβιο») ο οποίος έπλασε το εγκώμιό της με ένα άκρως υμνητικό κείμενο, ενώ η ίδια η Σουίντον, στον δικό της λόγο τον οποίο διάβασε από ένα μεγάλο ντοσιέ που κρατούσε μαζί της, κατάφερε να προκαλέσει κύματα συγκίνησης στην κατάμεστη αίθουσα.

Ο λόγος της Σουίντον είχε διάρκεια περίπου 15’ και ήταν γραμμένος με διαύγεια και πνεύμα, συνδυάζοντας την αφοσίωση μιας γνήσιας καλλιτέχνιδος προς την Τέχνη που υπηρετεί, με το πολιτικοποιημένο σχόλιο που αφορά όλον τον κόσμο.

«Ο κινηματογράφος είναι μια σπουδαία ανεξάρτητη πολιτεία που δεν απαιτεί καμία «γνωστή διεύθυνση» και δεν σε αναγκάζει να έχεις κανενός τύπου βίζα» είπε. «Και όλοι εμείς που εργαζόμαστε στον κινηματογράφο, αναρωτιόμαστε διαρκώς για τον κόσμο. Και δεν σταματάμε ποτέ να δηλώνουμε τον θαυμασμό που μας προκαλεί το διαφορετικό. Αλλά την ίδια ώρα μένουμε σοκαρισμένοι, άφωνοι μπροστά στον «καβαλάρη του κακού πνεύματος» και τη σκληρότητά του απέναντι στον κόσμο».

Στη συνέχεια, η Τίλντα Σουίντον επέκρινε τις ενέργειες ορισμένων κυβερνήσεων χωρίς ωστόσο να ονομάσει ή να ξεχωρίσει κάποια συγκεκριμένη χώρα ή κάποιον πολιτικό. «Το απάνθρωπο διαπράττεται εν όψει μας. Είμαι εδώ για να εκφράσω την ακλόνητη αλληλεγγύη μου σε όλους όσους το αναγνωρίζουν. Οι μαζικές δολοφονίες που διαπράττονται με ευθύνη των κρατών και επιτρέπονται διεθνώς, τρομοκρατούν σε καθημερινή βάση περισσότερα από ένα σημεία αυτού του κόσμου».

Στους μείον 2 βαθμούς Κελσίου το κρύο περιονιάζει, όμως πολύς «φεστιβαλικός» κόσμος, προφανώς συνηθισμένος από το παγωμένο κλίμα της περιόδου, δεν δείχνει προβληματισμένος και κυκλοφορεί light ντυμένος. Ανέκαθεν άλλωστε ο Φεβρουάριος ήταν η εποχή της κινηματογραφικής Μπερλινάλε, η εποχή του χρόνου που η πρωτεύουσα της Γερμανίας αντέχει τον γκρίζο καιρό και τον συννεφιασμένο ουρανό για να συγκεντρωθεί μπροστά σε μεγάλες ή μικρότερες οθόνες και να ζήσει την κινηματογραφική εμπειρία παρακολουθώντας ταινίες από όλο τον κόσμο σε παγκόσμια (ως επί το πλείστον) πρεμιέρα.

Το φεστιβάλ Βερολίνου που σήκωσε την αυλαία του χθες με την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας του Γερμανού σκηνοθέτη Τομ Τίκβερ «Το φως», είναι ένας χειμερινός μαγνήτης που έλκει κινηματογραφιστές, δημοσιογράφους, διανομείς, φανατικούς κινηματογραφόφιλους ή απλώς θεατές που αγαπούν το σινεμά και θέλουν να βρεθούν για λίγο εκεί όπου για 10 μέρες είναι το κέντρο του κινηματογράφου και των καλλιτεχνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης.

Μακριά από την θεματική προηγούμενων ταινιών του όπως οι «Τρέξε Λόλα Τρέξε», το «Αρωμα» και «The international», τo «Φως» είναι ένα αρκετά κλειστφοβικό αλλά συγχρόνως χιομοριστικό δράμα χαρακτήρων που μας προσκαλεί να βιώσουμε τα παράξενα (έως και μεταφυσικά) συμβάντα τα οποία θα προκύψουν στην ζωή των μελών μιας τετραμελούς οικογένειας που συγκατοικούν κάτω από την ίδια στέγη χωρίς να έχουν ιδιαίτερες επαφές μεταξύ τους

Όλα θα αλλάξουν από την στιγμή που η νέα οικιακή βοηθός τους τούς προκαλεί με διαφορετικούς τρόπους και ο Τίκβερ μέσω πολλών κινηματογραφικών ειδών (ακόμα και του μιούζικαλ) θα καταθέσει μια ενδιαφέρουσα αλλά και άνιση άποψη για τον σημερινό κόσμο.

Η οικογένεια πάντως, φαίνεται να είναι πυρήνας αρκετών ιστοριών στις ταινίες της φετινής Μπερλινάλε και είναι ασφαλές να προβλέψουμε ότι στις περισσότερες το όνειρο θα μετατρέπεται σε εφιάλτη. Η το αντίθετο…