Η καθημερινή επικαιρότητα παρουσιάζει ένα έξτρα ενδιαφέρον αν είσαι γυναίκα. Κοιμάσαι το βράδυ, ξυπνάς το πρωί και προσπαθείς να μαντέψεις ποιο από τα δικαιώματά σου θα είναι προς αναίρεση στην ημερήσια διάταξη. Η διαδικασία είναι μάλλον απλή: κάποιος δημοσιογράφος θα έχει την έμπνευση να ρωτήσει κάποια «εκκεντρική διασημότητα» για να εκμαιεύσει την «αιρετική» απάντηση που θα γίνει viral στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και όσο ακραία και ανεδαφική κι αν είναι αυτή η απάντηση, θα πυροδοτήσει μια αλυσιδωτή αντίδραση αντιδραστικού λόγου.

Το δικαίωμα στην άμβλωση είναι από τους αγαπημένους στόχους αυτής της αντιδραστικής προπαγάνδας. Η επίκληση των αφηρημένων δικαιωμάτων του «αγέννητου παιδιού» έρχεται ως εμπροσθοφυλακή του πραγματικού διακυβεύματος: των δικαιωμάτων δηλαδή της γυναίκας, η οποία και αντιμετωπίζεται σε αυτό το πλαίσιο απλά ως η κομίστρια του βρέφους. Είναι κουραστικό, αλλά ποτέ δεν βλάπτει να υπενθυμίζουμε το προφανές: αν οι άντρες μπορούσαν να μείνουν έγκυοι, οι εκτρώσεις θα ήταν τόσο εύκολες όσο το να αγοράσεις τσίκλα στο περίπτερο.

Ολη αυτή η συζήτηση που ήρθε ξαφνικά (;) στο προσκήνιο λειτουργεί και ως υπενθύμιση ότι στην εποχή μας τίποτα δεν είναι αυτονόητο, και ειδικά όταν μιλάμε για τα δικαιώματα των γυναικών. Εδώ, θα μου πείτε, βλέποντας τους αριθμούς των γυναικοκτονιών, δεν είναι αυτονόητο ούτε καν το δικαίωμα στη ζωή.

Ιδιαίτερο δε ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως οι ακραίες τοποθετήσεις ενάντια στα δικαιώματα των γυναικών δικαιολογούνται στη βάση της ελευθερίας του λόγου. Η κριτική που τους ασκείται βαφτίζεται έτσι «απόπειρα λογοκρισίας» που σκοπό έχει τη φίμωση του εκκεντρικού μισογύνη. Με μια θαυμάσια πιρουέτα, βασισμένη σε επιτόπιο άλμα λογικής, ο επιτιθέμενος καταφέρνει έτσι να παρουσιάζεται ως αμυνόμενος.

Όλα αυτά προκαλούν ακόμη μεγαλύτερη μελαγχολία αν σκεφτεί κανείς ότι η ίδια η έννοια της ελευθερίας του λόγου είναι για τις γυναίκες μια σχετικά πρόσφατη υπόθεση. Αν μάλιστα συνδέσουμε αυτή την ελευθερία με το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι – αλλιώς τι νόημα έχει να μιλάς αν δεν μπορείς να συμμετάσχεις στη λήψη των αποφάσεων – τα πράγματα γίνονται όλο και πιο μελαγχολικά. Ήταν μόλις το 1930, μια μέρα σαν σήμερα, στις 5 Φεβρουαρίου, που δόθηκε το δικαίωμα του εκλέγειν για τις δημοτικές εκλογές μόνο, και μόνο στις εγγράμματες γυναίκες σε ηλικία πάνω από 30 χρονών. Έπρεπε να ακολουθήσουν πολλοί αγώνες, αλλά και το προηγούμενο της απόδοσης πλήρων πολιτικών δικαιωμάτων στις γυναίκες στο πλαίσιο της «κυβέρνησης του βουνού», κατά την περίοδο της αντίστασης, για να φτάσουμε να δούμε μαζική συμμετοχή των γυναικών για πρώτη φορά στις βουλευτικές εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου 1956. Κι έπρεπε να φτάσουμε στη Μεταπολίτευση για να δούμε να αναγνωρίζεται και συνταγματικά η ισότητα αντρών και γυναικών, όχι βέβαια ότι έχουμε καταφέρει να δούμε μια σύνθεση εθνοσυνέλευσης ή υπουργικού συμβουλίου που να αποτυπώνει αυτή την «ισότητα».

Ο Ανδρέας Παπανδρέου, που επίσης γεννήθηκε σαν σήμερα, έλεγε ότι το «ποτάμι δεν γυρίζει πίσω». Και είχε δίκιο ως προς το ότι άπαξ και η ανθρωπότητα θέσει στον εαυτό της ένα ζήτημα, αυτό δεν μπορεί έκτοτε να αγνοηθεί – θα λέγαμε ότι τρόπον τινά πρωτοκολλείται. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι δεν είναι δυνατά τα πισωγυρίσματα. Στις ΗΠΑ τα πρώτα διατάγματα του Τραμπ δείχνουν μια τέτοια τάση. Καλό θα ήταν να μη το παραβλέπουμε και εδώ.