Οι ευρωεκλογές της Κυριακής προκαλούν σκεπτικισμό καθώς όλες οι δημοσκοπήσεις πανευρωπαϊκά προβλέπουν άνοδο των κομμάτων της άκρας δεξιάς. Υπολογίζεται ότι στο κοινοβούλιο που θα αναδειχθεί από τις κάλπες, οι δυνάμεις αυτές θα έχουν αύξηση περίπου 8%. Από την άλλη πλευρά, οι δύο παραδοσιακές πολιτικές ομάδες δεν φαίνεται να χάνουν έδαφος σε βαθμό που να ανατραπεί η κυριαρχία τους στα ευρωπαϊκά δρώμενα.
Oι Χριστιανοδημοκράτες θα παραμείνουν πρώτη δύναμη και οι Σοσιαλιστές δεύτερη, με μειωμένη ωστόσο τη δύναμη και των δύο. Ως τρίτη δύναμη εμφανίζεται η Ευρωπαϊκή Συντηρητική και Μεταρρυθμιστική Ομάδα (ECR), αποτελούμενη από κόμματα πιο δεξιά, με γνωστότερο αυτό της Ιταλίδας πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι. Στον ίδιο χώρο βρίσκεται και η Ομάδα
Ταυτότητας και Δημοκρατίας (ΙD) με γνωστότερη φυσιογνωμία την Μαρίν Λε Πεν. Μάλιστα η τελευταία πρότεινε στη Μελόνι να συνασπισθούν για να αποκτήσουν μεγαλύτερη επιρροή. Το άθροισμα των δύο σε έδρες μπορεί να καθορίσει την επιλογή των επικεφαλής των ευρωπαϊκών οργάνων – Επιτροπή, Συμβούλιο, Κοινοβούλιο- και στη συνέχεια να τους επιβάλει ατζέντα διαφορετική από εκείνη που θα καθόριζε μια συμμαχία Χριστιανοδημοκρατών, Σοσιαλιστών και Φιλελευθέρων. Αυτός είναι ο κίνδυνος για την «επόμενη μέρα» στην Ευρώπη.
Από τη δημιουργία της, το 1957, η τότε ΕΟΚ και μετέπειτα η ΕΕ στηρίχθηκαν για να αναπτυχθούν στη συναίνεση δύο βασικών πολιτικών ρευμάτων, της χριστιανοδημοκρατίας και της σοσιαλδημοκρατίας. Συνέκλιναν στους βασικούς στόχους, μεταξύ αυτών στον ομοσπονδιακό χαρακτήρα της Ένωσης, στην κοινωνική οικονομία της αγοράς, στην προαγωγή του κράτους δικαίου και στην εμβάθυνση της δημοκρατίας. Στο ευρωπαϊκό μοντέλο με άλλα λόγια.
Οι σοσιαλιστές βγήκαν περισσότερο χαμένοι από τη σύγκλιση με τους χριστιανοδημοκράτες, καθώς η εγκατάλειψη παραδοσιακών τους θέσεων απομάκρυνε κοινωνικά στρώματα που υπέστησαν τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης. Αυτά τα στρώματα αποτέλεσαν τη μαγιά για την ενίσχυση των άκρων. Τροφοδοτούν ένα ρεύμα ουσιωδώς αντι-ευρωπαϊκό, με κύρια χαρακτηριστικά την άρνηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, την επαναφορά του έθνους-κράτους, την ενίσχυση των εθνικών συνόρων, την άρνηση δικαιωμάτων στους μετανάστες. Τόσο στην Ιταλία όσο και στη Γερμανία, τα κόμματα που το εκφράζουν ταυτίζονται με το φασιστικό και το ναζιστικό τους παρελθόν.
Έχουμε λοιπόν μια βαθιά μεταβολή στα ευρωπαϊκά πράγματα: αναδεικνύεται ένα ρεύμα αντι-ευρωπαϊκό που παρότι δεν είναι ακόμη πλειοψηφικό μπορεί να αναπτύξει δυναμική και να απειλήσει τη δημοκρατική συναίνεση πάνω στην οποία στηρίζεται η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ας μην έχουμε καμιά αμφιβολία, αν οι δύο ομάδες της άκρας δεξιάς καταλάβουν την τρίτη θέση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η φωνή τους θα ενισχυθεί. Ακόμη περισσότερο, αν η Φον ντεν Λάιεν προκειμένου να επανεκλεγεί ζητήσει τη στήριξη τους την οποία θα προσφέρουν με αντάλλαγμα προσαρμογή των πολιτικών της ΕΕ στις θέσεις τους.
*Η Ινώ Αφεντούλη είναι εκτελεστική διευθύντρια του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.