Από το 1789, ίσως και παλαιότερα, η Γαλλία είναι η πατρίδα των «κοινωνικών αντιδράσεων».

Ενας εμβριθής αναγνώστης του «Αστερίξ» θα το αποδώσει ενδεχομένως στον παραδοσιακά καβγατζίδικο ή φιλέριδα χαρακτήρα των αρχαίων Γαλατών. Δεν ξέρω.

Αργότερα (υποθέτω επί Γαλλικής Δημοκρατίας) οι καβγάδες ονομάστηκαν «αντιδράσεις» που είναι πιο κομψό αγωνιστικά. Και οι αντιδράσεις προσδιορίστηκαν ως «κοινωνικές» που είναι και πιο ευγενές.

Λογικό. Δεν ακούγεται ωραία να λες «τα συνδικάτα καβγαδίζουν», καλύτερα «αγωνίζονται». Και δεν βολεύει να αγωνίζονται για την απέναντι γκόμενα αλλά να «αντιδρούν κοινωνικά» στο όνομα της κοινωνίας.

Οι Γάλλοι όμως έχουν αποδείξει κι ένα άλλο πράγμα.

Πως για να προχωρήσει, να αλλάξει, να μεταρρυθμιστεί μια χώρα οφείλει απαραίτητα να υπερισχύει των «κοινωνικών αντιδράσεων» που μια προσπάθεια αλλαγής και μεταρρύθμισης γεννάει. Είναι περίπου νομοτελειακό.

Κάθε αλλαγή θίγει. Και φυσικά θα την πολεμήσουν όλοι όσοι θίγονται από αυτήν.

Δεν ξέρω πόσους εμφυλίους, επαναστάσεις και στάσεις πέρασαν οι Γάλλοι έως ότου συνειδητοποιήσουν ότι οι «κοινωνικές αντιδράσεις» δεν είναι απαραίτητα προωθητικές για την πορεία του τόπου. Μπορεί να είναι και ανασταλτικές.

Ετσι, ο Μακρόν που δεν χαμπαρίζει από εγχειρίδια του τύπου «Ακτιβισμός και Κοινωνική Συνείδηση άνευ Διδασκάλου» πέρασε τη μεταρρύθμιση του Συνταξιοδοτικού μέσα στη φασαρία και παρά τις «κοινωνικές αντιδράσεις».

Φυσικά το γαλλικό σύστημα συντάξεων ήταν (και παραμένει…) το πιο γενναιόδωρο, ακατανόητο και πολυδάπανο στην Ευρώπη.

Αλλά ο Μακρόν δεν έκανε πίσω παρά τα καουμποϊλίκια της «κοινωνίας» και κάπως το έβαλε σε μια σειρά. Δεν μιλάμε για κάτι επαναστατικό αλλά τουλάχιστον για κάτι.

Κυρίως όμως έδειξε ότι την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας έχει η κυβέρνησή της. Και όχι το αριστερό πεζοδρόμιο κάποιου δεξιού βουλεβάρτου που καίει κάδους σκουπιδιών.

Στην Ελλάδα οι «κοινωνικές αντιδράσεις» δεν μπορούν να αποδοθούν με ευκολία στον Αστερίξ.

Για αδιευκρίνιστους λόγους όμως φέρουν κάποια αυτοφυή νομιμοποίηση και ιδιοτελή ηρωισμό. Ελλείψει ανυπότακτων Γαλατών, ίσως θα πρέπει να ανατρέξουμε στην εθνική παράδοση των Κλεφτών και Αρματολών.

Ο,τι κι αν πάει να συμβεί στην Ελλάδα προκαλεί «κοινωνικές αντιδράσεις».

Τη δεκαετία του ’70, τα Σπάτα είχαν κατέβει με μαύρες σημαίες για να μη γίνει εκεί το αεροδρόμιο. Το ίδιο συνέβη αργότερα με το μετρό, τον προαστιακό και πολλούς ΧΥΤΑ, στην Κερατέα μόνο νεκρούς δεν θρηνήσαμε.

Ακόμη και για τις πιο στοιχειώδεις ή αναπόφευκτες μεταρρυθμίσεις χρειάστηκε να χρεοκοπήσει η χώρα και να επιβληθούν πολλά αυτονόητα ως «βάναυσες» μνημονιακές υποχρεώσεις.

Πάντα όμως υπό τον ήχο των «κοινωνικών αντιδράσεων» που απλώς καθιστούσαν κάθε αλλαγή ακόμη πιο επώδυνη.

Και οι οποίες αφορούσαν πρωτίστως κάθε σπιθαμή του δημόσιου τομέα.

Σε όλο τον δυτικό κόσμο, οι δημόσιες λειτουργίες έχουν μεταβληθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Εχει συντελεστεί μια πραγματική επανάσταση ακόμη και στον τρόπο σκέψης.

Μόνο στην Ελλάδα το Δημόσιο υποχρεούται να παραμείνει αναλλοίωτο προκειμένου να μη διαταράξει την αφασία των δομών και των υπαλλήλων του.

Πρέπει να είμαστε η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα όπου εργαζόμενοι (εκπαιδευτικοί στην προκειμένη περίπτωση) αντιδρούν στην αξιολόγησή τους.

Ολα αυτά όμως όσο γραφικά κι αν φαίνονται βγαίνουν κάποια στιγμή στον λογαριασμό.

Εχει αποδειχθεί ότι το ασφαλιστικό σύστημα (που αντιμετώπισε με τον τρόπο που είδαμε ο Μακρόν) αποτέλεσε έναν από τους βασικούς παράγοντες χρεοκοπίας της χώρας.

Ηταν όμως οι «κοινωνικές αντιδράσεις» του 2001 και η υποχωρητικότητα της τότε κυβέρνησης που δεν επέτρεψαν να προχωρήσει μια επιβεβλημένη μεταρρύθμιση.

Θέλετε και πρόσφατο παράδειγμα; Αντί να φτιάξουμε ένα υγιές, ασφαλές και αποτελεσματικό σιδηροδρομικό δίκτυο, αντί να αποκτήσουμε σύγχρονες σιδηροδρομικές μεταφορές, σπαταλήθηκαν δισεκατομμύρια και πάλι μπλέξαμε σε έναν κυκεώνα από μερεμέτια, συνδικαλιστές και μισόλογα.

Την τραγική κατάληξη την είδαμε προ ημερών. Αλλά τουλάχιστον εκδηλώθηκαν και αυτή τη φορά οι συνήθεις «κοινωνικές αντιδράσεις».

Αν κάποιος παρακολουθούσε τη χώρα από το υπερπέραν θα υπέθετε ευλόγως ότι ζει σε κάποιο καθεστώς «διαρκούς επανάστασης».

Ισως επειδή θα του ήταν δύσκολο να καταλάβει πως δεν είναι τόσο σοβαρό. Πρόκειται απλώς για ένα καθεστώς σουλατσαδόρων, των ίδιων πάντα σουλατσαδόρων που για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά σουλατσάρουν Προπύλαια – Σύνταγμα.

Τόσα χρόνια είμαι στην τηλεόραση και πάντα εντυπωσιάζομαι από το δέος που προκαλούν οι διαδηλώσεις στο τηλεοπτικό προσωπικό.

Νομίζω ότι μια από τις βασικές έγνοιες των δελτίων ειδήσεων είναι μη χάσουν καμία διαδήλωση ή διαμαρτυρία για ό,τι κι αν διαμαρτύρονται ή διαδηλώνουν κάποιοι. Κατά προτίμηση μάλιστα χωρίς να μπαίνουν καθόλου στην ουσία της διαδήλωσης ή της διαμαρτυρίας τους.

Με την ίδια αφελή ευκολία θαυμάζουν τις «κοινωνικές αντιδράσεις» για τα πτυχία των καλλιτεχνών, την τραγωδία στα Τέμπη και την αξιολόγηση των δασκάλων.

Ισως επειδή είναι πάντα ευκολότερο να υπερασπιστείς εκείνο που υπάρχει παρά να κατανοήσεις εκείνο που πρέπει να αλλάξει.

Πάμε πίσω στον Μακρόν. Κυβερνάει την (κατά τη γνώμη των ειδικών) λιγότερο «μεταρρυθμίσιμη» χώρα της Ευρώπης. Υποσχέθηκε πριν επανεκλεγεί ότι θα αλλάξει το Συνταξιοδοτικό.

Επανεξελέγη αλλά χωρίς να έχει απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Και τι έκανε μετά την επανεκλογή του; Αλλαξε το Συνταξιοδοτικό. Απέδειξε δηλαδή ότι οι «κοινωνικές αντιδράσεις» μπορεί να παίζουν ωραία στα δελτία ειδήσεων αλλά αφορούν μετρίως τη διακυβέρνηση της χώρας.

Οταν φυσικά οι κυβερνήτες είναι σοβαροί και έχουν μια αίσθηση καθήκοντος απέναντι στην κοινωνία.

Κάπως έτσι προχωρούν οι χώρες. Κάπως έτσι θα έπρεπε να προχωράει και η Ελλάδα.

Αλλά πολύ φοβάμαι ότι κάποιος μας έχει ρίξει στη μοιρασιά. Στη Γαλλία έδωσε τον Μακρόν. Και σε εμάς τους σουλατσαδόρους.