Μετά την υπόθεση Παπαγγελόπουλου, η υπόθεση Παππά πήρε πλέον τον δρόμο της Δικαιοσύνης. Και φυσικά όλοι προσδοκούμε ότι η Δικαιοσύνη θα κάνει απερίσπαστη τη δουλειά της.

Πάμε όμως στην ουσία της συζήτησης που προηγήθηκε της παραπομπής.

Η οποία ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστική, όχι επειδή μάθαμε κάτι καινούργιο, αλλά επειδή φάνηκε τι είχαν στο μυαλό τους όσοι χειρίστηκαν εκείνο που ο Ν. Βούτσης αποκάλεσε «το μέγιστο σκάνδαλο της ύστερης Μεταπολίτευσης».

Πάλι καλά. Την τελευταία φορά το «μέγιστο σκάνδαλο» ήταν «από συστάσεως ελληνικού κράτους» που έλεγε ο Παπαγγελόπουλος!

Ποιο είναι όμως το σκάνδαλο;

Σύμφωνα με τον Βούτση, είναι «η επί 25ετία ασυλία των ΜΜΕ με στόχο την εξυπηρέτηση πολιτικών, προσώπων και στερεότυπων συντηρητισμού για να μπορέσουν τα δυο κόμματα του μεταπολιτευτικού δικομματισμού να διευρύνουν την επιρροή τους».

Αν αφαιρέσουμε τις ρητορικές μεγαλοστομίες περί «ασυλίας» και «εξυπηρέτησης», τι μας λέει ο Βούτσης;

Οτι επί 25 χρόνια τα ΜΜΕ προωθούσαν πολιτικές, πρόσωπα ή στερεότυπα και υποστήριζαν τα δυο κόμματα του δικομματισμού – τον οποίο τότε ψήφιζε το 80%-85% του ελληνικού λαού…

Μια χαρά. Αλλά πού είναι το σκάνδαλο;

Διότι αυτό που περιέγραψε ο Βούτσης είναι απλώς η δημοκρατία. Σε όλο τον δημοκρατικό κόσμο τα ΜΜΕ επιλέγουν καθημερινά κόμματα, πολιτικές και πρόσωπα. Υιοθετούν «προοδευτικά» ή «συντηρητικά» στερεότυπα κατά τη βούλησή τους.

Ετσι λειτουργεί η δημοκρατία, όπου λειτουργεί – είτε αρέσει είτε όχι.

Την επόμενη μέρα το κύριο άρθρο της «Αυγής» προεκτείνει τη λογική αυτή. Αναρωτιέται «γιατί η ύπαρξη ενός καναλιού φιλικού προς τον ΣΥΡΙΖΑ συνιστά χειραγώγηση του μιντιακού τοπίου, ενώ η ύπαρξη έξι καναλιών εθνικής εμβέλειας που (…) παίζουν από το πρωί μέχρι το βράδυ την ατζέντα της ΝΔ είναι πλουραλισμός και πολυφωνία» (13/7).

Κατ’ αρχήν δεν ξέρω τι είναι «η ατζέντα της ΝΔ». Ούτε τι παίζουν «έξι κανάλια από το πρωί μέχρι το βράδυ». Υποθέτω παίζουν ό,τι νομίζουν.

Αλλά το επιχείρημα ακούγεται σαν να λένε «τόσοι είστε, τι σας πείραζε να έχουμε κι εμείς ένα φιλικό κανάλι;».

Κανέναν δεν πειράζει. Αρκεί να βάλει κάποιος τα λεφτά, να φτιάξει το κανάλι κι ας υποστηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ, τον Πανιώνιο ή τον Σύλλογο Πελοποννησίων «Ο Γέρος του Μοριά». Δικαίωμά του.

Αντιθέτως, η διαδικασία να ψάχνει λεφτά δεξιά κι αριστερά ο υπουργός για να προικίσει τον υποψήφιο καναλάρχη που θα υποστηρίζει την κυβέρνηση του υπουργού είναι έξω από κάθε λογική. Για την ακρίβεια, λέγεται σκάνδαλο.

Διότι ξέρετε τελικά ποιο είναι το κριτήριο; Οτι στο πλαίσιο του νόμου ο κάθε εμπλεκόμενος στα ΜΜΕ έχει την ελευθερία και την ευθύνη των επιχειρηματικών, δημοσιογραφικών και πολιτικών επιλογών του.

Σε συνθήκες δημοκρατίας, άλλωστε, δεν νοείται «μοιρασιά της ενημέρωσης» με διακομματική συμφωνία. Δεν μοιράζουμε διοικητικό συμβούλιο σε σωματείο.

Ούτε η ενημέρωση αποτελεί αντικείμενο πολιτικής διαπραγμάτευσης και συμψηφισμού. Είναι ελεύθερη στις κρίσεις και ακηδεμόνευτη στις επιλογές της. Δεν ελέγχεται από ιδεολογική χωροφυλακή.

Το πραγματικό σκάνδαλο λοιπόν πίσω από το «μέγιστο σκάνδαλο» είναι (η εκ των άνω και εκ των έξω) προσπάθεια με κάθε μέσο και κάθε μεθόδευση να διαμορφωθεί ένα άλλο «μιντιακό τοπίο» – που λέει κι η «Αυγή»…

Με το πρόσχημα ότι πρόκειται (περίπου) για δημοκρατική επιταγή. Ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια φθηνή ίντριγκα εξουσίας.

Και οι εχθροί;

Δεν ξέρω αν έχει γίνει ευρέως αντιληπτό, αλλά «μας τελείωσε ο καπιταλισμός».

Την είδηση αποκάλυψε ο Γιάνης Βαρουφάκης (news247.gr, 11/7) διευκρινίζοντας ότι όχι μόνο τελείωσε, αλλά «και μάλιστα χωρίς να το πάρουμε είδηση».

Εντυπωσιάστηκα. Τελείωσε κοτζάμ καπιταλισμός και δεν το κατάλαβε κανείς; Πέρασε στο ντούκου;

Πάλι καλά δηλαδή που αγρυπνούσε ο Βαρουφάκης και το πήρε χαμπάρι. Διαφορετικά ο καπιταλισμός θα είχε τελειώσει, αλλά όλοι θα νομίζαμε ότι εξακολουθεί να υπάρχει.

Αν όμως ο καπιταλισμός τελείωσε, τότε ποιον θα πολεμούν οι εχθροί του καπιταλισμού;

Αυτό είναι πρόβλημα. Διότι, όπως και να το κάνεις, ο καπιταλισμός «ήταν μια κάποια λύση».