Αστεϊσμός; Κάτι περισσότερο από αυτό. Οταν η Ντόρα Μπακογιάννη είπε πως «εμένα δεν θα με κρατήσει κανένας να μην πάω στην Κρήτη» δεν έκανε ακριβώς πλάκα. Εστω και στο πρώτο ενικό πρόσωπο ή ακόμα και στην ανομική λογική πως νόμος είναι το δίκιο του βουλευτή επαρχίας, περιέγραψε μια συλλογική διάθεση. Εκεί όπου όχι μόνο δεν σκέπτονται πια οι παρεπιδημούντες να μετρούν και την τελευταία τους λέξη, αλλά, αντίθετα, αισθάνονται ελεύθεροι να λένε και μια κουβέντα παραπάνω, δηλαδή στην τηλεόραση, η βουλευτής Χανίων εξέφρασε αυτό που η κυβέρνηση αναγνωρίζει πλέον επισήμως ως «κόπωση των πολιτών» – και από την κόπωση δεν εξαιρείται κανένας.

Αν όμως η Ντόρα Μπακογιάννη είχε να διαχειριστεί μόνο το αστείο της, η κυβέρνηση έχει να διαχειριστεί όλα τα υπόλοιπα – αυτόν τον τεράστιο όγκο κοινωνικής κόπωσης που μπορεί καμιά φορά να αποτυπώνεται σε τηλεοπτικές πλάκες του ενός, αλλά συνήθως εκδηλώνεται απολύτως σοβαρά από τους πολλούς. Είναι διαχειρίσιμος ένας τέτοιος όγκος; Μπορούν πλέον να πειθαρχήσουν στα μέτρα όχι μόνο η ασυγκράτητη βουλευτής που επικαλέστηκε τις υποχρεώσεις της έναντι των ψηφοφόρων της αλλά ο κάθε πολίτης που μπορεί να επικαλεστεί χιλιάδες υποχρεώσεις, από έναν ηλικιωμένο συγγενή στο χωριό έως μια σπασμένη σωλήνα στο εξοχικό του;

Παρά τον κίνδυνο να φανούν τα μέτρα τόσο «έξυπνα» όσο «έξυπνο» θα φαινόταν σήμερα ένα κινητό της περασμένης δεκαετίας, η κυβέρνηση επιλέγει να αλλάζει το μείγμα των περιορισμών δίνοντας την έμφαση σε έναν φανταστικό δείκτη νοημοσύνης. Τόσο από το λιανεμπόριο, τόσο από τη μετακίνηση, τόσο από τα σχολεία. Η ελπίδα δεν είναι να λάμψει το μείγμα από την ευφυΐα του, ούτε να βγει από τον δοκιμαστικό σωλήνα μια συνταγή που θα αποτελέσει υπόδειγμα και για άλλες απελπισμένες κυβερνήσεις. Είναι να αποδειχθεί τόσο λειτουργικό ώστε να μπορέσει να συνδεθεί με την αποκλιμάκωση των κρουσμάτων. Η ευφυΐα της κυβέρνησης δούλεψε, η επιπέδωση της καμπύλης ήρθε.

Πρόκειται ασφαλώς για πρόκληση. Αλλά στην περίπτωση μιας χώρας με βαρύ ιστορικό απείθειας στους νόμους και ακόμα βαρύτερο διοικητικού χάους, η πρόκληση δεν είναι μόνο επιδημιολογική. Είναι να φανεί πως ένα κράτος που εξέπληξε στο πρώτο κύμα τους πολίτες του με την αξιοπιστία του και τις οργανωτικές του ικανότητες δεν θα γίνει στο τρίτο κύμα θρύψαλα. Είναι αυτό που χτίστηκε μέσα σε μια μέρα να μη διαλυθεί μέσα σε μια νύχτα, να μην εξαφανιστεί το λαμπρό υπόδειγμα, τόσο ξαφνικά όσο εμφανίστηκε, για να δώσει τη θέση του στο παλιό μπάχαλο.

Η πρόκληση, με άλλα λόγια, δεν είναι ένα Πάσχα στο χωριό ή στη λεβεντογέννα Κρήτη. Είναι, μιλώντας με όρους τηλεοπτικής χαλαρότητας, να κάνει μια βουλευτής ένα αστείο στο παράθυρο μιας πρωινής εκπομπής και να μη φαίνεται και τόσο αστείο.