Ανεξάρτητα από το εάν θα μπορέσουμε ή όχι να επιλύσουμε τα προβλήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις με τη διαδικασία που ξεκίνησε (διερευνητικός διάλογος κ.λπ.), η Τουρκία θα παραμείνει μια διαρκής τεράστια πρόκληση για την Ελλάδα. Και τούτο γιατί κυρίως οι ευρύτεροι όροι ισχύος και η σχετική θέση των δύο χωρών έχουν αλλάξει δραματικά υπέρ της Τουρκίας. Και θα συνεχίσει προς την ίδια κατεύθυνση. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα είναι ανίσχυρη χώρα. Είναι από πολλές απόψεις ισχυρή, ανάμεσα στις 35 περισσότερο αναπτυγμένες χώρες της υφηλίου (ανάπτυξη, πολιτικό σύστημα κ.ά.), ιδιαίτερα ως (και) πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αλλά τα δεδομένα της Τουρκίας παραμένουν δεδομένα και δεν ανατρέπονται. Και μόνο από πλευράς πληθυσμιακής τα facts μιλούν από μόνα τους.

Το 1923 η πληθυσμιακή σχέση μεταξύ των δύο χωρών ήταν 1:2, Ελλάδα 7 εκατ. και Τουρκία 13,5 εκατ. πληθυσμού περίπου. Σήμερα είναι 1:8, Ελλάδα 11 εκατ. και Τουρκία 85 εκατ. περίπου και η σχέση βαίνει επιδεινούμενη εις βάρος μας. Το ίδιο ισχύει και για το μέγεθος της οικονομίας της Τουρκίας (τέσσερις φορές περίπου του μεγέθους της ελληνικής οικονομίας, 2% περίπου της παγκόσμιας) που της επιτρέπει να είναι μέλος της Ομάδας των 20 (G-20) μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου κ.λπ. Με βάση αυτά η Τουρκία έχει αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη αν και εξόχως προβληματική δύναμη. Και ως πρώην αυτοκρατορία υποφέρει όπως όλες οι πρώην αυτοκρατορίες από τη νοσταλγία της (νεο-οθωμανισμός). Βέβαια η Τουρκία έχει μεγάλες δομικές αδυναμίες αλλά αυτές συγκαλύπτονται κατά κάποιον τρόπο από τα δεδομένα της χώρας, τη γεωγραφική της θέση κ.ά. Επομένως κι αν ακόμη λύσουμε τα προβλήματα που έχουμε – που πρέπει να τα λύσουμε – και βελτιώσουμε θεαματικά τις σχέσεις μας, η Τουρκία θα παραμείνει μια τεράστια δομική μακροχρόνια πρόκληση για τη χώρα μας.

Το ερώτημα συνεπώς είναι πώς αντιμετωπίζουμε την πρόκληση αυτή. Πώς αντιμετωπίζει μια σχετικά μεσαίου μεγέθους χώρα όπως η Ελλάδα ένα ισχυρό γείτονα που έχει δίπλα της με φιλοδοξία να καταστεί μάλιστα παγκόσμια δύναμη; Η απάντηση προκύπτει από την ιστορία και εμπειρία. Και η απάντηση είναι ότι προσπαθείς να ενσωματώσεις («να κλειδώσεις») τον ισχυρό γείτονα σ’ ένα ευρύτερο θεσμικό πλαίσιο προκειμένου να τον καταστήσεις όσο το δυνατόν ακίνδυνο. Οχι εξαρτήσεις, φινλανδοποιήσεις ή άλλα φαιδρά. Οταν έχεις μια τίγρη κοντά σου δεν την αφήνεις εντελώς ελεύθερη. Τη «βάζεις» σ’ ένα κλουβί ή τη δένεις κάπου στέρεα… Αυτό ακριβώς έκανε η Ευρώπη μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Κατασκεύασε το «κλουβί», την Ευρωπαϊκή Ενωση δηλαδή, και κλείδωσε μέσα τη Γερμανία και έτσι την κατέστησε εντελώς ακίνδυνη. Διότι, ας μη διαφεύγει, αυτός ήταν ο πρωταρχικός σκοπός της ευρωπαϊκής ενοποίησης – Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μπορούμε να επαναλάβουμε αυτό το πρότυπο για την Τουρκία; Μπορούμε υπό προϋποθέσεις, και η Ελλάδα αυτό θα πρέπει να έχει ως αφετηρία για μια μακροχρόνια στρατηγική για την Τουρκία με δύο εναλλακτικές επιλογές:

Πρώτον, η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η διαδικασία ένταξης της Τουρκίας που ξεκίνησε το 1987 με την υποβολή της σχετικής αίτησης έχει ουσιαστικά παγώσει για λόγους που οφείλονται τόσο στην ίδια την ΕΕ όσο και κυρίως στην Τουρκία (εγκατάλειψη δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, διολίσθηση σε αυταρχικό καθεστώς, επιλογή νεο-οθωμανισμού κ.λπ.). Παρά ταύτα, η Τουρκία εμφανίζεται τώρα να επιθυμεί την αναβίωση της ενταξιακής διαδικασίας και τελικά την προσχώρησή της στην Ενωση ως πλήρους μέλους στο κάπως απώτερο μέλλον βεβαίως. Το ερώτημα είναι εάν και η Ευρώπη επιθυμεί να υποδεχθεί την Τουρκία ως πλήρες μέλος. Η απάντηση είναι μάλλον αμφιλεγόμενη. Μερικές χώρες-μέλη ναι, κάποιες άλλες όχι. Ωστόσο η Ελλάδα θα πρέπει να στηρίξει ενεργά αυτή την επιλογή, υπό προϋποθέσεις φυσικά. Εάν μπορεί η Τουρκία να κλειδωθεί στο κλουβί της Ενωσης, αυτό θα πρέπει να γίνει και θα είναι η καλύτερη επένδυση ασφάλειας για την Ελλάδα. Βέβαια οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να εκπληρώσει η Τουρκία στην προοπτική της ένταξης είναι πολλές και περίπλοκες – από την επιστροφή στη δημοκρατική τάξη, σεβασμό του κράτους δικαίου μέχρι τον σεβασμό των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των αρχών καλής γειτονίας. Ολα αυτά δεν είναι εύκολα αλλά δεν είναι και εντελώς αδύνατα. Μπορεί το καθεστώς Ερντογάν να φαίνεται ισχυρό, υπάρχει ωστόσο ένα επίσης ισχυρό ρεύμα στην τουρκική κοινωνία που επιθυμεί την επιστροφή στην Ευρώπη και τη δημοκρατία.

Εάν παρά ταύτα η στρατηγική ενσωμάτωσης στην Ευρωπαϊκή Ενωση δεν προχωρήσει και μάλλον δεν θα προχωρήσει για το ορατό μέλλον, τότε η Τουρκία μπορεί να δέσει με την ΕΕ μέσω μιας ειδικής σχέσης με συγκεκριμένες ρυθμίσεις και προϋποθέσεις.

Δεύτερον, παράλληλα με την ειδική σχέση, ανάγκη είναι η Τουρκία να ενσωματωθεί σ’ ένα περιφερειακό θεσμικό πλαίσιο συνεργασίας. Για την Ελλάδα το πλέον ενδεδειγμένο θα ήταν να δημιουργηθεί ένας Οργανισμός Περιφερειακής Συνεργασίας για την Ανατολική Μεσόγειο με τη συμπερίληψη όλων των κρατών της περιοχής και φυσικά της Τουρκίας (το υπάρχον Gas Forum δεν ανταποκρίνεται στον σκοπό αυτόν, ούτε μπορεί να ανταποκριθεί). Φυσικά η σύσταση του Οργανισμού αυτού προϋποθέτει και την προηγούμενη επίλυση του κυπριακού προβλήματος ώστε να αρθούν οι τουρκικές αντιρρήσεις για τη συμμετοχή της ταυτόχρονα με αυτή της Κύπρου. Αλλά και αυτό δεν είναι ανέφικτο.

Αλλη μακροχρόνια στρατηγική για την «τουρκική πρόκληση» δεν υπάρχει (παράλληλα βέβαια με την ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης ως μέσου στήριξης αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης).

*Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής, πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Από τις εκδόσεις Θεμέλιο κυκλοφορεί το νέο του βιβλίο «Επιτεύγματα και Στρατηγικά Λάθη της Εξωτερικής Πολιτικής της Μεταπολίτευσης».