Π. Ευάγγελος Γκανάς
Ο λύχνος πάνω στη λυχνία. Η Εκκλησία ως εναλλακτική πόλις
Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2017
σελ. 381, τιμή 20 ευρώ

Το βιβλίο του π. Ευάγγελου Γκανά θα πρέπει να διαβαστεί σύμφωνα με τα κριτήρια και τα θέματα που ο ίδιος θέτει ως κατεπείγοντα για την ορθόδοξη θεολογία του 21ου αιώνα ήδη στο πρώτο κείμενο του έργου του, το οποίο θα μπορούσε κανείς να πει ότι έχει και έναν χαρακτήρα προγραμματικών δηλώσεων ή έστω ότι συνιστά μια δεύτερη εισαγωγή στο βιβλίο. Στο σύντομο αυτό άρθρο τίθεται ως κυρίαρχο δίλημμα που οφείλει να απασχολεί την ορθόδοξη θεολογία της εποχής μας η διάζευξη μεταξύ κλειστότητας και ανοιχτότητας, δηλαδή μεταξύ μιας αυτοδικαιωτικής εσωστρέφειας και μιας δημιουργικής εξόδου προς τον κόσμο. Με την ιστορική και θεωρητική προσέγγιση του πρώτου πόλου που ξεκάθαρα οδηγεί στον φονταμενταλισμό και δυστυχώς χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό την Ελλαδική Εκκλησία, ο π. Ευάγγελος ασχολήθηκε στο πρόσφατο κείμενό του «Φονταμενταλισμός: et in Arcadia ego» που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ανθίβολα». Για τον δεύτερο πόλο, που προφανώς είναι αυτός που ο ίδιος προκρίνει, το στοίχημα για τη θεολογία είναι, βγαίνοντας από την αμηχανία που τη διακρίνει σήμερα, να αλλάξει τα ερωτήματα ανταποκρινόμενη στα προβλήματα που θέτει η εποχή μας, να ξαναφέρει στο προσκήνιο τον «ζωτικό παλμό της ουτοπίας», να λειτουργήσει εν τέλει μεταμορφωτικά μέσα στον κόσμο: «Μια ορθόδοξη θεολογία για τον 21ο αιώνα», σημειώνει χαρακτηριστικά, «θα αντιπαρατεθεί με τη νεωτερικότητα, αλλά με σκοπό να τη διασώσει».

Δηλαδή, σ’ έναν μεταχριστιανικό πολιτισμό που έχει πλήρως εκκοσμικευθεί, χρέος της Εκκλησίας είναι να εγκοσμικεύει διαρκώς τον Χριστό, είναι η δυναμική υπενθύμιση του νοήματος και η απολογητική της ελπίδας, αυτού του «ήδη» αλλά «όχι ακόμη» που χαρακτηρίζει το μήνυμα του Ευαγγελίου. Γιατί η Εκκλησία δεν υπάρχει μόνο ως συνέχεια μέσα στον κόσμο (εδώ στηρίζεται η αυτοδικαιωτική εσωστρέφεια του συντηρητικού πρώτου πόλου), αλλά κυρίως ως ασυνέχεια. Μάλιστα, δεν μιλάμε απλώς για την έννοια της ασυνέχειας μεταξύ πολιτισμού και χάριτος, αλλά αναφερόμαστε επίσης και σε μια ηθική της άρνησης και σε μια ηθική της κατάφασης του πολιτισμού που προκύπτουν από αυτήν και, βέβαια, στη σύζευξή τους· αναφερόμαστε, επιπλέον, και στο πέρασμα από τον χριστιανισμό της παράδοσης στον χριστιανισμό της προσωπικής επιλογής και της απόφασης.
Ενας τέτοιου είδους χριστιανισμός της μαρτυρίας δεν εμμένει στην ορθοδοξία προδίδοντας την ορθοπραξία, αλλά προϋποθέτει κριτική επαγρύπνηση και ευσυνείδητη ανάπτυξη της πολιτικής θεολογίας· παραμένει όμως πάντοτε ένας αδύναμος χριστιανισμός, μακριά από αλλοτινές αξιώσεις ισχύος που καθιστούν την Εκκλησία μια κοινωνικά υπολογίσιμη πολιτική δύναμη, αλλά την αδειάζουν από περιεχόμενο και ευνοούν την εργαλειακή της χρήση και τη σύνδεσή της με τον εθνικισμό, τον δικανισμό, τον ζηλωτισμό και κάθε λογής άλλους -ισμούς. Αυτός ο αδύναμος χριστιανισμός είναι εκείνος, λ.χ., που υποστηρίζει ο πάπας Φραγκίσκος στο βιβλίο Για μια Εκκλησία φτωχή και των φτωχών, παραθέτω εδώ από το βιβλίο του Γκανά: «Υπάρχει όντως ο πειρασμός να αναζητούμε τον Θεό στο παρελθόν ή στα μελλούμενα. Ο Θεός είναι σίγουρα στο παρελθόν, γιατί εκεί έχει αφήσει τα ίχνη του. Και υπάρχει επίσης στο μέλλον ως υπόσχεση. Αλλά ο «συγκεκριμένος» Θεός βρίσκεται στο παρόν. Γι’ αυτό, οι θρηνωδίες δεν μας βοηθούν ποτέ να βρούμε τον Θεό. Οι θρηνωδίες που ακούγονται σήμερα για το πού οδηγείται ο «βάρβαρος» κόσμος καταλήγουν κάποιες φορές σε μια αναζήτηση τάξης μέσα στην Εκκλησία, εννοούμενης ως καθαρής συντήρησης, ως άμυνας. Οχι: τον Θεό τον συναντάμε στον σημερινό κόσμο». Αυτός ο αδύναμος χριστιανισμός υπάρχει τόσο στον Ηλία Λάγιο όσο και στην Απόδειξη της Laurence Cossé, για να αναφερθούμε σε δύο από τις βιβλιοκρισίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο.
Ομως θέμα του βιβλίου και κύρια συνεισφορά του δεν είναι ο αδύναμος χριστιανισμός αλλά πρωτίστως ο διάλογος της Εκκλησίας, ως εναλλακτικής πόλεως, με τον σύγχρονο κόσμο. Και εδώ βρίσκουμε δύο κατηγορίες κειμένων: από τη μια μεριά έχουμε εκείνα τα κείμενα που αποτελούν ουσιαστικές απόπειρες διαλόγου με σύγχρονους προβληματισμούς, συνιστούν δηλαδή μια επικαιροποίηση του ευαγγελικού λόγου πάνω σε ζητήματα αιχμής. Τέτοια είναι τα άρθρα που αναφέρονται στη δικαιοσύνη (δύο τον αριθμό), στον πασιφισμό και στον δίκαιο πόλεμο, στη σχέση θεολογίας και επιστήμης, στη σύγχρονη παιδεία, στις θέσεις του Χάμπερμας για τη θρησκεία, στην πολιτική, στη βιοηθική, στη διαπλοκή βίου και δόγματος στην καθημερινότητα, στη σχέση φιλοσοφίας και θεολογίας, στην Εκκλησία των φτωχών και στην εσχατολογία. Και από την άλλη μεριά έχουμε και τέσσερα κείμενα που αφορούν ειδικότερα τα καθ’ ημάς, την ελλαδική ορθόδοξη Εκκλησία: πέρα από το πρώτο κείμενο που ήδη σχολιάσαμε, στο βιβλίο περιλαμβάνεται δοκίμιο για την έκλειψη της βιβλικής αφήγησης στη νεοελληνική θεολογία και εκκλησιαστική ζωή, καθώς και άρθρα για τη σχέση Κράτους και Εκκλησίας (και μάλιστα με αναφορά στον Παναγιώτη Κονδύλη) και για τον αμυντικό ελληνοχριστιανισμό. Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία κειμένων στα οποία διερευνώνται οι θεολογικές αφορμές ορισμένων λογοτεχνικών βιβλίων, κείμενα τα οποία χωρίς να πραγματεύονται θεολογικά μεγαθέματα στηρίζουν τα άρθρα των δύο προηγούμενων κατηγοριών και κατά κάποιον τρόπο προσφέρουν στον αναγνώστη χρήσιμα ερμηνευτικά εργαλεία για να διαβάσει όχι μόνο τα συγκεκριμένα βιβλία αλλά και άλλα λογοτεχνικά έργα που αγγίζουν πτυχές της θρησκευτικής ζωής.
Οσοι έχουν γνωρίσει τον χώρο των χριστιανικών οργανώσεων στη φάση της παρακμής τους ή τον τρόπο με τον οποίο οι αντιλήψεις τους έχουν διαποτίσει την επιφανειακή μας θρησκευτική προσέγγιση των πραγμάτων, θα θυμούνται ασφαλώς τα ατράνταχτα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνταν όταν, λ.χ., η συζήτηση ερχόταν στη σχέση χριστιανισμού και επιστήμης: «250 αμερικανοί επιστήμονες δήλωσαν ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο» ή «500 επιστημονικές οργανώσεις φυσικών απέρριψαν τη θεωρία του Δαρβίνου». Οταν η συζήτηση γίνεται με ποσοτικά και όχι ποιοτικά επιχειρήματα, όταν οι αποδεικτικοί μας συλλογισμοί παραμένουν ασαφείς γιατί αποκλειστικός μας σκοπός είναι η αυτοεπιβεβαίωση ή η εύκολη κατίσχυση επί των ιδεολογικών μας αντιπάλων και όχι ο ουσιαστικός διάλογος και η κατανόηση των προβληματισμών και των θέσεών του, τούτο φανερώνει αφενός αβεβαιότητα για τον εαυτό μας και αμυντική περιχαράκωση σε προσυνειλημμένες βεβαιότητες, αφετέρου ότι η εποχή γρήγορα θα μας προσπεράσει και θα μας κατατάξει στα αζήτητα της Ιστορίας.
«Δογματισμός είναι να ταυτίζεις την αλήθεια με τις αντοχές της σκέψης σου» έγραφε ο Λέο Στράους. Και εμείς ως χριστιανοί μπορεί να έχουμε πρόχειρη πάντοτε τη δικαιολογία του λήμματος ή της μικράς ζύμης, όμως κάποια στιγμή είναι βέβαιο πως θα μας ζητηθεί ο λόγος γιατί απομακρύναμε τον κόσμο από την Εκκλησία, γιατί οχυρωθήκαμε στην κλειστή πνευματικότητά μας εγκαταλείποντας το χρέος της ιεραποστολής, γιατί κρύψαμε το τάλαντο που μας δόθηκε. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε επειγόντως βιβλία που θα οξύνουν την αυτοσυνειδησία μας, θα συνομιλούν κριτικά με την εποχή μας και θα εκφράζουν θεολογικά την Εκκλησία του σήμερα και όχι του χθες, την Εκκλησία ενώπιον της νεοφιλελεύθερης τυραννίας των αγορών και της μεταμοντέρνας απώλειας των κριτηρίων. Με τα λόγια του π. Ευάγγελου Γκανά, που με τη σειρά του παραπέμπει στον MacIntyre όταν γράφει για τη συμβολή των χριστιανών στην παιδεία, «η παρουσία άλλων ανταγωνιστικών ή και εχθρικών παραδόσεων […] μπορεί να ιδωθεί ως αφορμή για γόνιμη εξέλιξη και όχι ως θανάσιμη απειλή, ως δώρο και όχι ως πρόβλημα προς επίλυση».
Τ
ο βιβλίο του π. Ευάγγελου Γκανά είναι αληθινά ένα δώρο. Η ορθόδοξη ελληνική θεολογία έχει ανάγκη από αυτοκριτικά και εξωστρεφή βιβλία σαν τον Λύχνο πάνω στη λυχνία για να την επαναφέρουν στους προβληματισμούς της πραγματικότητας, για να επιβεβαιώνουν τη σχέση της ασυνέχειάς της με τον κόσμο αλλά και για να μπορεί μέσω αυτών να συνομιλεί με τις διεθνείς τάσεις και θεωρήσεις της θεολογίας σήμερα.
(* Κείμενο που διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου στις 2.10.2017, στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων «Εν πλω»).
Ο κ. Δημήτρης Αγγελής είναι ποιητής, εκδότης του περιοδικού «Φρέαρ».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ