Η Μαρία Κάλλας ανήκει στη ζώνη εκείνη της σύγχρονης εποχής όπου πέρα από το αποτύπωμα των ανθρώπων στον χώρο τους έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε την αντανάκλαση της εικόνας τους στη σφαίρα των μέσων επικοινωνίας. Ο καθρέφτης τους, συχνά παραμορφωτικός, φανερώνει συγκεκριμένες γωνίες συσκοτίζοντας άλλες, προβάλλοντας τελικά ένα ιδιότυπο είδωλο, κάποτε ακόμη και αντεστραμμένο.

Αν η περίπτωση της ελληνίδας ντίβας, η οποία γεννήθηκε πριν από 100 χρόνια, στις 2 Δεκεμβρίου 1923, προσφέρεται για μια τέτοια αντιπαραβολή μεταξύ του υπαρκτού προσώπου και της πρόσληψής του, αυτό συμβαίνει γιατί η παγκόσμια ακτινοβολία της αντικαθρεφτίστηκε τελικά σε πλήθος τέτοιων ειδώλων – της κορυφαίας σοπράνο, της δολερής επαγγελματία, της αχάριστης κόρης, της εξαπατημένης συζύγου, της μοναχικής γυναίκας, της συντρόφου ενός μεγιστάνα. Οπως κατά κανόνα συμβαίνει με τις αναπαραστάσεις, λίγες από αυτές ήταν ακριβείς. Για να μπορέσει κανείς να διακρίνει τις πραγματικές της διαστάσεις απαιτείται επίμονη προσπάθεια, κάτι που επιχειρεί ο Μιχάλης Δημητρίου στο βιβλίο Δεν είμαι η Μαρία… είμαι η Κάλλας (εκδ. Bell).

Το ιδιωτικό και το δημόσιο

Δημοσιογράφος με μακρά πορεία στα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο συγγραφέας φροντίζει ήδη από τον τίτλο να δηλώσει μια μείζονα διάκριση που θα διατρέχει όλο το κείμενο: μεταξύ της «Μαρίας» και της «Κάλλας» επικρατεί μια ένταση κατά τη διάρκεια του βίου της. Δεν πρόκειται για διαίρεση, δεν έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικούς χαρακτήρες, όμως η ελληνοαμερικανίδα γυναίκα και η παγκοσμίου φήμης υψίφωνος, η ιδιωτική και η δημόσια ζωή, οι εκμυστηρεύσεις και οι συνεντεύξεις, οι μύχιοι πόθοι και οι εκπεφρασμένες φιλοδοξίες θα καταγράφονται σε δύο ξεχωριστές στήλες, δύο όψεις του προσώπου και του φαινομένου.

Η Μαρία υποτάσσεται τακτικά στις απαιτήσεις της Κάλλας (η τεκνοποιία, για παράδειγμα, θυσιάζεται στον βωμό της επαγγελματικής επιτυχίας), η Κάλλας ενίοτε υποχωρεί, ως ένα σημείο, στις ανάγκες της Μαρίας (στην «ελευθερία και την προοπτική», λόγου χάρη, της σχέσης με τον Αριστοτέλη Ωνάση). Οι μεταξύ τους αντιφάσεις που μπορεί κάποτε να διαπιστώνει κανείς είναι μέρος κάθε ανθρώπινης προσωπικότητας. Και ο ολοκληρωμένος άνθρωπος είναι μια σύνθεση, ένας τρίτος: «Εχω το τρισυπόστατο» εξομολογούνταν χαρακτηριστικά η ίδια σε φίλους όπως ο τότε εκδότης του «Βήματος» Χρήστος Λαμπράκης.

Πρόσωπα και πράγματα

Ο αφηγηματικός τρόπος με τον οποίο ο Μιχάλης Δημητρίου επιλέγει να προσεγγίσει την προσωπικότητα της Κάλλας είναι ιδιαίτερος. Η διαδρομή της ζωής της από τη Νέα Υόρκη στην Αθήνα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου∙ η επιστροφή στις ΗΠΑ, η μετάβαση στην Ιταλία και οι πρώτες επιτυχίες∙ η απογείωση, η κατάκτηση της κορυφής, ο γάμος με τον Μπατίστα Μενεγκίνι («εραστής-συμπαραστάτης, θαυμαστής-χορηγός, Πυγμαλίωνας-σύζυγος» κατά τον επιγραμματικό χαρακτηρισμό του συγγραφέα) και η φθορά του∙ οι οικογενειακές συγκρούσεις με τη μητέρα και την αδελφή της∙ η ανελέητη συμπεριφορά του Τύπου, ελληνικού και διεθνούς και η πεισματώδης δική της αντίσταση∙ ο μεγάλος έρωτας με τον Αριστοτέλη Ωνάση (αρχικά «κεφάλας, ξεροκέφαλος και καβγατζής», «επεκτατικός, ανικανοποίητος και φιλόδοξος τύπος» στο τέλος) και τα επακόλουθα του χωρισμού τους∙ η περίσκεψη για την καριέρα της, η «Μήδεια», η διδασκαλία στη Σχολή Τζούλιαρντ και τα τελευταία χρόνια δεν παρουσιάζονται γραμμικά, αλλά σε αντίστιξη με μια ανάπλαση (πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη) των διακοπών της στην Ουρανούπολη, το καλοκαίρι του 1976.

Το αποτέλεσμα είναι μια βιογραφία που χωρίς να παραμελεί τα πραγματολογικά στοιχεία έχει χαρακτήρα αναστοχαστικό. Τόσο γιατί τοποθετεί το ίδιο το υποκείμενό της στη στιγμή του απολογισμού της ζωής του όσο και επειδή ο συγγραφέας δεν αρκείται στην παράθεση των γεγονότων ή των πηγών του, τα συσχετίζει με παροντικές ή παρελθοντικές καταστάσεις και τα ερμηνεύει στο φως τους.

Πηγές και αναθεωρήσεις

Προϊόν πολύχρονης επεξεργασίας, το βιβλίο βασίζεται, όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, σε ένα εκτεταμένο αρχείο οπτικοακουστικών πηγών, εκδόσεων και δημοσιευμάτων. Πυρήνας του, ωστόσο, είναι τα προσωπικά γραπτά και οι μαρτυρίες ανθρώπων του στενού της κύκλου. Οι αποσπασματικές της αναμνήσεις του 1957 και του 1977 και, κυρίως, η αλληλογραφία της, είναι εξόχως αποκαλυπτικές της οπτικής και των διαθέσεών της. Ολα τα μείζονα ονόματα με τα οποία σχετίστηκε κατά καιρούς (Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, Μπατίστα Μενεγκίνι, Τούλιο Σεραφίν, Αριστοτέλης Ωνάσης, Λουκίνο Βισκόντι, Φράνκο Τζεφιρέλι και πολλοί άλλοι) περνούν από τις σελίδες με τη δική της και τη δική τους ματιά. Σημαντικότερες ακόμη (και αυτό είναι το πρόσθετο στοιχείο που κομίζει η βιογραφία του Μιχάλη Δημητρίου) είναι οι πληροφορίες και οι καταθέσεις όσων κατά περιόδους υπήρξαν προνομιακοί συνομιλητές της σε διαφορετικές περιόδους: οι Τρύφων Κουταλίδης και Στέλιος Παπαδημητρίου από τον περίγυρο του Αριστοτέλη Ωνάση, πολύ περισσότερο όμως οι δικοί της στενοί φίλοι Κωνσταντίνος Δ. Πυλαρινός και Χρήστος Λαμπράκης.

«Με δυναμισμό λέαινας αγωνίστηκε πραγματικά. Για χάρη της γυναίκας που κρυβόταν μέσα της. Είναι η γυναίκα που εμείς σήμερα συγχέουμε με τη Μαρία, αλλά το πραγματικό και μόνο όνομά της είναι «Κάλλας»»

Με βάση το υλικό αυτό διάφοροι τόποι της γραμματείας περί Κάλλας αναθεωρούνται και μύθοι ανασκευάζονται: ενδεικτικά μόνο μπορεί να αναφέρει κανείς την Αβερώφειο Υποτροφία που κάλυψε τα πρώτα έξοδα για τις σπουδές της στο Ωδείο Αθηνών αντί των όσων λέγονται για πληρωμή τους από τη δασκάλα και μέντορά της Ελβίρα ντε Ιντάλγκο ή τον Μίλτο Εμπειρίκο∙ τις ανυπόστατες φήμες για τις αδυνατιστικές μεθόδους που συνέβαλαν στην αλλαγή της προσωπικής της εμφάνισης το 1953∙ τη διάλυση της σχέσης της με τον Ωνάση με δική της πρωτοβουλία αντί του μύθου της υποτελούς γυναίκας που αποπέμφθηκε. Βγαίνοντας από αυτή την αίθουσα των κατόπτρων απαντά κανείς την ταιριαστή αποφώνηση της Μαργκερίτ Ντιράς στο καταληκτικό κεφάλαιο του βιβλίου: «Με δυναμισμό λέαινας αγωνίστηκε πραγματικά. Για χάρη της γυναίκας που κρυβόταν μέσα της. Είναι η γυναίκα που εμείς σήμερα συγχέουμε με τη Μαρία, αλλά το πραγματικό και μόνο όνομά της είναι «Κάλλας»».

Απρόσκοπτη ροή

Παρά την ηθελημένη απουσία απόλυτης γραμμικότητας, η αφήγηση είναι προσανατολισμένη πλήρως στις ανάγκες του μέσου αναγνώστη, η ροή της είναι απρόσκοπτη, τα στοιχεία και η τεκμηρίωση εντάσσονται στο σώμα του κειμένου ώστε να μη χρειαστεί να διακοπεί η παρακολούθησή του για την προσφυγή σε υποσημειώσεις ή σημειώσεις τέλους. Θα χρειαζόταν, πάντως, μια βιβλιογραφία, όπως και ένα index, για όσους παρακινημένοι από το αδιαμφισβήτητο ενδιαφέρον που γεννά η ανάγνωση θα ήθελαν να διευρύνουν το πεδίο των γνώσεών τους για τη Μαρία Κάλλας ή να επιστρέψουν σε συγκεκριμένα σημεία και πρόσωπα του κειμένου.