Ήταν πριν τρία χρόνια όταν η ηθοποιός Χρύσα Παπά διασταυρώθηκε για πρώτη φορά με το μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου «Σέρρα – Η Ψυχή του Πόντου».
Τότε μαζί με τον Σωτήρη Χατζάκη επέλεξαν ένα δύσκολο υποκριτικά εγχείρημα: η ίδια να ανέβει στη σκηνή και να υποδυθεί 12 ρόλους για να διηγηθεί αυτή την ιστορία που ξεκινάει το 1915 και ολοκληρώνεται το 1962, στην Τραπεζούντα και άλλες περιοχές του Πόντου, στην Αμπχαζία και στο Καζακστάν, με φόντο τα γεγονότα που χάραξαν την πορεία του ποντιακού ελληνισμού.
Το στοίχημα πέτυχε η παράσταση έγινε «talk of the town» περνώντας μάλιστα και τα ελληνικά σύνορα. Η ίδια λίγο πριν εμφανιστεί στο Θέατρο Βράχων στις 22 Ιουνίου, μιλάει στο «Βήμα» για τον Πόντο και τη βαθιά ανάγκη των ανθρώπων να συνδεθούν με κάτι που δεν λέγεται, αλλά μόνο βιώνεται.
Κυρία Παπά, η παράσταση «Σέρρα – Η Ψυχή του Πόντου» ξεκίνησε την πορεία της πριν από τρία χρόνια, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Αυτό το καλοκαίρι επιστρέφετε ξανά σε αυτό το έργο…
Πράγματι η παράσταση διανύει την τρίτη χρονιά της. Τα πρώτα δύο χρόνια η βάση μας ήταν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και φέτος η παράσταση βρίσκεται σε πανελλαδική και ευρωπαϊκή περιοδεία. Έχουμε την τύχη να έχει αγαπηθεί πολύ αυτή η δουλειά όπου και αν έχει παρουσιαστεί!
«Γνώριζα τον συγγραφέα και από άλλα μυθιστορήματά του, το «Σέρρα» το αγάπησα».
Νιώθω ότι η επιτυχία οφείλεται στο σπουδαίο κείμενο που έχει γράψει ο Γιάννης Καλπούζος, το οποίο αφορά κάθε άνθρωπο από όπου και αν αυτός κατάγεται. Αυτό που συμβαίνει στη διάρκεια της παράστασης είναι ένα ταξίδι με τους θεατές και με εμένα, με εμένα και τους θεατές.
Κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει συνταγή επιτυχίας ούτε απαραίτητα μπορείς ακριβώς να αιτιολογήσεις εκ των υστέρων μια επιτυχία. Το σημαντικό για το «Σέρρα» είναι ότι ο κόσμος το αγκάλιασε και το αγάπησε.
Η παράσταση φέρνει στο φως μία από τις πιο σκοτεινές σελίδες της Ιστορίας: τη γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού. Προσωπικά, τι νιώσατε όταν διαβάσατε για πρώτη φορά το μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου;
Διάβασα το μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου λίγους μήνες πριν μου γίνει η πρόταση, στη διάρκεια της περιοδείας μιας άλλης παράστασης. Όταν το διάβασα μαγεύτηκα, ενθουσιάστηκα. Με συνεπήρε η ιστορία, νιώθοντας όλα τα συναισθήματα των ηρώων. Γνώριζα τον συγγραφέα και από άλλα μυθιστορήματά του, το «Σέρρα» το αγάπησα. Οφείλω να πω ότι ο Γιάννης Καλπούζος είναι ένας σπουδαίος Έλληνας συγγραφέας και πρέπει να είμαστε περήφανοι για το έργο του.
Το «Σέρρα» φέρνει πράγματι στο φως μια σκοτεινή σελίδα της Ιστορίας. Δεν αισθάνεσαι όμως ότι διαβάζεις Ιστορία, αλλά ένα κοινωνικό μυθιστόρημα που εξελίσσεται σε μια σημαντική χρονική περίοδο. Αναρωτιέμαι πολύ συχνά, παρακολουθώντας και το τι συμβαίνει στον πλανήτη… πότε θα μάθουμε επιτέλους οι άνθρωποι από την Ιστορία μας; Θα ήταν ευχής έργον το «Σέρρα» ως θεματική να ήταν κάτι που θα αφορούσε μόνο το παρελθόν και να ζούσαμε τώρα παγκοσμίως σε ειρηνικό περιβάλλον. Είναι ένα έργο που γιορτάζει το μεγαλείο της ζωής και της συγχώρεσης μέσα από τον δρόμο της ανθρωπιάς και της απανθρωπιάς.
«Στη διάρκεια της παράστασης ενσαρκώνω 12 διαφορετικά πρόσωπα».
Υποδύεστε στη σκηνή δώδεκα διαφορετικά πρόσωπα – άντρες, γυναίκες, παιδιά, από διαφορετικές εθνότητες και κοινωνικά περιβάλλοντα. Πώς προσεγγίσατε αυτή την απαιτητική ερμηνευτικά διαδρομή;
Παρουσιάζομαι στη σκηνή ως η Λεμονιά, ως η κόρη του πατέρα της ιστορίας για να αφηγηθώ την πορεία του. Πρόκειται για μια οικογενειακή και ερωτική ιστορία που ξεκινάει το 1915 και ολοκληρώνεται το 1962. Μια ιστορία που είναι γεμάτη αγάπη, έρωτα, τρυφερότητα, όλη αυτή την γλύκα της ζωής και παράλληλα σκληρότητα, βία, εξορία, πόνο, καθώς εκείνη την περίοδο έχουμε πολύ σημαντικά ιστορικά γεγονότα, όπως είναι η Σφαγή των Αρμενίων, η Γενοκτονία των Ποντίων και αργότερα τα βασανιστήρια των Ποντίων στη Σοβιετική Ένωση
Βλέπουμε λοιπόν πώς οι άνθρωποι διάγουν τον βίο τους και πώς οι ζωές τους επηρεάζονται από τα τόσα σημαντικά γεγονότα της εποχής. Σε όλη αυτή τη διαδρομή και τη διάρκεια της παράστασης ενσαρκώνω 12 διαφορετικά πρόσωπα και όπως ακριβώς το λέτε, υποδύομαι άντρες, γυναίκες, παιδιά, ανθρώπους κάθε καταγωγής. Μάλιστα, οι κεντρικοί ήρωες της ιστορίας εμφανίζονται αρκετές φορές καθώς τους βλέπουμε στην πορεία των χρόνων.
«Η Ιστορία και τα ιστορικά γεγονότα δεν είναι μόνο οι ημερομηνίες και τα συμβάντα, είναι οι άνθρωποι πίσω από αυτά».
Οι αλλαγές όλες είναι «υποκριτικές», χωρίς να αλλάζω κοστούμι. Η αλήθεια είναι ότι έχω εργαστεί και συνεχίζω να εργάζομαι πολύ γι’ αυτή την παράσταση και σε πολλά επίπεδα, διότι οι απαιτήσεις είναι πολλές. Δεν σταματώ όχι μόνο να μελετώ, αλλά και να προσπαθώ να εξελίσσω στοιχεία της, τη τεχνική μου, τις συναισθηματικές προσεγγίσεις, και φυσικά το κύριο μέσο των ηθοποιών: τη φωνή και το σώμα μου.
Ποια ήταν η βασική σκηνοθετική οδηγία του Σωτήρη Χατζάκη που σας βοήθησε να «ξεκλειδώσετε» αυτή την πολυπρόσωπη αφήγηση;
Με τον Σωτήρη Χατζάκη δουλέψαμε εξαιρετικά στη διάρκεια των προβών. Η σκηνοθετική του προσέγγιση βασιζόταν στην απλότητα και την ειλικρίνεια των ρόλων αλλά και στην «υποκριτική ακροβασία» του ηθοποιού…εν προκειμένω τη δική μου, διότι η αλήθεια είναι ότι ο μονόλογος είναι ένα δύσκολο είδος, και ο συγκεκριμένος μονόλογος έχει δυσκολίες που μάλλον δεν περιγράφονται.
Είναι σπουδαίο που όλοι οι συντελεστές αυτής της παράστασης συντονιστήκαμε και αγαπήσαμε τόσο αυτό το έργο. Αυτό είναι που μας ένωσε και μας ενέπνευσε.
Ποιο από τα πρόσωπα που ενσαρκώνετε σάς άγγιξε πιο βαθιά και γιατί;
Όλοι οι ρόλοι του έργου με συγκινούν σε προσωπικό επίπεδο….ή σχεδόν όλοι… Ωστόσο το πρόσωπο που με συγκινεί πάντα, από την πρώτη πρόβα μέχρι και τώρα, είναι αυτό της μάνας της ιστορίας, της Φιλάνθης. Με συνταράσσει ο τρόπος που κάνει λάθη, που την παρακινούν τα ένστικτά της, ο εγωισμός της, με συγκινεί και με πονάει το πόσο δύσκολα περνάει κάποια περίοδο με τις εξορίες…και αυτό που θαυμάζω είναι η ειλικρίνειά της και η δύναμή της να παραδεχτεί τα λάθη της και να ζητήσει συγγνώμη.
Ως άνθρωπος με ποντιακές ρίζες, τι σημαίνει για εσάς η συμμετοχή σε μια παράσταση που αναμετριέται με τον ξεριζωμό και τη γενοκτονία;
«Η καταγωγή μου είναι κατά το ήμισυ από τον Πόντο — ο πατέρας μου κατάγεται από κει. Οι προπαππούδες μου είναι από τους τυχερούς. Έφυγαν με πλοίο από τον Πόντο και ήρθαν στην Ελλάδα στα χρόνια της Γενοκτονίας. Ιστορίες από τη δική μου οικογένεια δεν έχω ακούσει, έχω ακούσει να μιλούν για άλλους ανθρώπους.
Αυτό που με συγκινεί βαθιά είναι το εξής: η γιαγιά μου η Χρυσούλα, της οποίας το όνομα και φέρω, παρόλο που γεννήθηκε στην Ελλάδα, όταν αναφέρεται στον Πόντο, λέει πάντα τη λέξη Πατρίδα… Δεν λέει Πόντος… λέει Πατρίδα. Και αυτή τη λέξη χρησιμοποιεί ένα μεγάλο ποσοστό Ποντίων… γιατί αυτούς τους τόπους νοιώθουν πατρίδα τους.
«Με τους θεατές αναπνέουμε μαζί, είναι οι συνοδοιπόροι μου σε αυτό το ταξίδι».
Έχω ακούσει και διαβάσει πολλές ιστορίες Ποντίων και Αρμενίων και αν το διευρύνουμε αυτό πολλές ιστορίες ανθρώπων που ξεριζώθηκαν ή ανθρώπων που ξεριζώνονται. Η Ιστορία και τα ιστορικά γεγονότα δεν είναι μόνο οι ημερομηνίες και τα συμβάντα, είναι οι άνθρωποι πίσω από αυτά, είναι συναισθήματα, είναι οι ζωές τους. Εμένα αυτό με συγκινεί βαθιά και ανεξάρτητα
από την καταγωγή μου, είναι η πηγή της έμπνευσής μου γι’ αυτή την παράσταση.
Ποια φράση από την παράσταση θεωρείτε ότι συμπυκνώνει το βαθύτερο μήνυμά της;
Αχ… είναι τόσες πολλές οι φράσεις αυτού του σπουδαίου κειμένου που αν διαλέξω κάποια, θα προδώσω κάποια άλλη και δεν θα το ήθελα. Είναι φράσεις που δεν αφορούν μόνο στη Γενοκτονία…άλλωστε ο ίδιος ο συγγραφέας δεν το χαρακτηρίζει ως ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά ως κοινωνικό. Όλο το έργο είναι βαθιά συναισθηματικό και αληθινό… Αυτό που έχει ενδιαφέρον — και έτσι
συμβαίνει στην τέχνη — είναι ότι ο κάθε θεατής ταυτίζεται με διαφορετική ιστορία, θυμάται άλλη φράση, είναι τελείως υποκειμενικό όλο αυτό.
Το ίδιο συμβαίνει και σε θεατές που έχουν δει αρκετές φορές την παράσταση και είναι αρκετοί αυτοί ανά την Ελλάδα. Κάθε φορά που την βλέπεις ανακαλύπτεις κάτι άλλο και ταυτίζεσαι με κάτι διαφορετικό. Πόσο ενδιαφέρον είναι αυτό!».
Η παράσταση έχει περάσει τα ελληνικά σύνορα και έχει παιχτεί στο Βερολίνο, το Ντίσελντορφ, τη Στουτγκάρδη, αλλά και στη Στοκχόλμη. Ποια είναι η πιο έντονη στιγμή που έχετε βιώσει στην αναμέτρησή σας με αυτό το έργο;
Δεν ξέρω πλέον πόσες παραστάσεις έχω κάνει και σε πόσες πόλεις έχει ταξιδέψει αυτό το έργο, εντός και εκτός Ελλάδος. Το πιο συγκλονιστικό είναι αυτό το κοινό βίωμα στη μιάμιση ώρα που διαρκεί η παράσταση. Με τους θεατές αναπνέουμε μαζί, είναι οι συνοδοιπόροι μου σε αυτό το ταξίδι.
Περνώντας από την αφήγηση στον ρόλο, απευθύνομαι στους θεατές, τους κοιτώ κατάματα, τους παίρνω από το χέρι και πάμε παρέα ένα ταξίδι. Γι’ αυτό και υπάρχει τέτοια σιγή στο θέατρο, που
στα 25 χρόνια που εργάζομαι ως ηθοποιός δεν την έχω ξαναζήσει. Και αυτό το βίωμα είναι τόσο έντονο ακόμη και για μένα, όχι μόνο για τους θεατές.
Ποια είναι τα σχέδιά σας για τον χειμώνα;
Υπάρχουν διάφορες συζητήσεις, θα δείξει πού και πώς θα καταλήξουν τα πράγματα. Προς το παρόν είμαι αφοσιωμένη και συγκεντρωμένη στο «Σέρρα» και στην παράσταση στο Θέατρο Βράχων στις 22 Ιουνίου. Ανυπομονώ να σας πούμε αυτή την ιστορία σε αυτό το υπέροχο θέατρο!
INFO:
«Σέρρα – Η Ψυχή του Πόντου»: Στις 22 Ιουνίου στο Θέατρο Βράχων. Ακολουθεί περιοδεία σε όλη την Ελλάδα.