Πώς «φτιάχνεται» το θέατρο; Πώς έρχεται η «έμπνευση»; Τι κάνουνε όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες στην πρόβα; Και ποιος (δεν) πληρώνει για όλα αυτά; Στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, το «Merde!» του Suyako υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες των Γιώργου Κουτλή και Βασίλη Μαγουλιώτη σατιρίζει όλα τα κακώς κείμενα του θεάτρου και πετυχαίνει sold out.
Ποιοι και πώς…στροβιλίζονται, λοιπόν, γύρω από τον μικρόκοσμο του ελληνικού θεάτρου; Τι συμβαίνει στο οικοσύστημά του και το καθιστά ανυπέρβλητα λαμπερό, βρώμικο;
Ο Νίκος Καραθάνος, σκηνοθέτης και ηθοποιός με αντοχή και περγαμηνές υψηλών ταχυτήτων στο θεατρικό δράμα, στην κωμωδία, στην όπερα, στη μικρή και μεγάλη οθόνη, πρωταγωνιστής τώρα στο «Merde!», μετά τον ρόλο του στον επιτυχημένο «Χορό των εραστών» του Τιάγκο Ροντρίγκεζ, μας βάζει στα παρασκήνια της θεατρικής παραζάλης. Ενός κόσμου που γυρνάει τον καθρέφτη στην τραγικωμωδία της ύπαρξής μας και της γελοιότητας της ζωής μας. Μιας σάτιρας ανελέητης. Και μας προτρέπει να γελάσουμε με τα καμώματά μας: «Καθημερινά γινόμαστε εντελώς γελοίοι άνθρωποι, στις ενέργειές μας, στη φύση μας, στη δράση μας είτε βουλευτής είσαι, είτε υπουργός, είτε παραγωγός, είτε ηθοποιός. Ανοίγοντας το πρωί τα site -τι συνήθεια κι αυτή – είναι μια ωδή στη βλακεία μας.»
Ας ξυπνήσουμε μια μέρα «κι ας γελάσουμε ο ένας με τον άλλο, με τη βλακεία μας», λοιπόν.
Το «Merde!» σατιρίζει το ελληνικό θέατρο. Εσείς υποδύεστε έναν παραγωγό. Πώς προσεγγίζετε τον ρόλο;
Βασικά είναι ένα τέρας και τα τέρατα αρέσουν πολύ σε εμάς τους ηθοποιούς να τα υποδυόμαστε, είναι οι αρνητικοί χαρακτήρες σε μια κωμωδία. Oι αρνητικοί χαρακτήρες στο θέατρο έχουν μια αφάνταστη γοητεία καλλιτεχνικής διείσδυσης. Γιατί; Διότι το να υποδύεσαι κάποιον καλό δεν έχει πολύ νόημα.

Ο Νίκος Καραθάνος στην κωμωδία «Merde!» του Suyako.
Και από τα sold out της παράστασης φαίνεται ότι μια κωμωδία για τα παρασκήνια του θεάτρου ιντριγκάρει το κοινό. Όλοι θέλουμε να δούμε τι γίνεται πίσω από την κουίντα, όπως λέμε.
Όταν πάμε στα σπλάχνα του θεάτρου και σε όλη την θεατρική παραγωγή από τότε που δημιουργήθηκε, πάντα υπήρχαν χορηγοί, παραγωγοί, κάποιοι άλλοι άνθρωποι που κινούσαν το χρήμα και την εξουσία στη δουλειά. Νομίζω ότι οι ταινίες που σχετίζονται με αυτή τη θεματική δίνουν θαυμαστά παραδείγματα για τον τρόπο που κινείται το θέατρο και γύρω από αυτόν η βιομηχανία του θεάματος. Εσείς μπορεί να βλέπετε έναν καλλιτέχνη αλλά υπάρχει ένα οικοσύστημα πραγμάτων – πολλές φορές δυνατότερο – γύρω από μία πράξη καλλιτεχνική. Ο καλλιτέχνης πολλές φορές δεν επιβιώνει, αυτοί επιβιώνουν.
«Αν δεν σατιρίσεις τα κακώς κείμενα, τότε τι κάνεις; Αναφέρεις τα καλώς; Αυτό είναι δουλειά της εκκλησίας, όχι δικιά μας».
Είναι αυτός ο πολύχρονος πόλεμος ανάμεσα στο ποιοτικό και το εμπορικό, τις απαιτήσεις του παραγωγού και την καλλιτεχνική έμπνευση, το έργο που ενδεχομένως έχει στο μυαλό του ένας δημιουργός, το οποίο δεν υποστηρίζεται πάντοτε επαρκώς από την πλευρά της παραγωγής.
Αυτό είναι μια τάξη ποιότητας, όπως λέμε, αλλά είναι πολύ πιο αρχαίο. Στις κοσμογονικές δυνάμεις, στο πώς αναπαριστούμε το τι έκανε ένας θεσμός, πάντα υπήρχε ένας προστάτης, πάντα υπήρχε η παράμετρος του χρήματος.
Περνάτε καλά σε αυτή την παράσταση σατιρίζοντας τα κακώς κείμενα, όλα όσα μπορεί να «φορτώνονται» σε μία θεατρική παραγωγή;
Αν δεν σατιρίσεις τα κακώς κείμενα, τότε τι κάνεις; Αναφέρεις τα καλώς; Αυτό είναι δουλειά της εκκλησίας, όχι δικιά μας.
Μύθοι για το ελληνικό θέατρο υπάρχουν;
Πάντα οι άνθρωποι είχαν διάθεση ανεκδοτολογίας, αυτή τη συρραφή μικρών ιστοριών για να περιγράψουν έναν άνθρωπο και τις θεατρικές τιμές του, όλο αυτό πέραν της προσωπικότητάς του. Πάντοτε αυτό ήταν ένα κοινό παραμύθι για ένα άλλο γενεαλογικό μύθο που διέδιδε ο ένας στον άλλο νυχθημερόν, συνέχεια. Θυμάμαι όταν ήμουν νεότερος, ακούγαμε συνέχεια ιστορίες για τον έναν και τον άλλον παραγωγό και ηθοποιό, για το τι έκανε και το πώς ντυνόταν, για τα μυστικά του, για το τι έλεγε προς τα έξω και τι έλεγε προς τα μέσα, για τις πράξεις του, για τα αστεία του, τα εγκλήματά του.
Η παράσταση προσεγγίζει αυτή τη μυθολογία του ελληνικού θεάτρου;
Θα έλεγα ότι την αντανακλά.
Πώς περιγράφετε το έργο;
Ξεκινάει από τα σπλάχνα του θεάτρου και από τα βαθύτερα αίτια όλου αυτού του οργανισμού των παραστάσεων, των ηθοποιών, της ανάγκης, της πείνας του καλλιτέχνη να κάνει κάτι. Μιλάει για την πείνα του και αυτά που τον ταΐζουν στο στόμα. Μιλάει για την τρέλα του καλλιτέχνη που πολλές φορές είναι εκτός πραγματικότητας, μιλάει για την ανοησία μέσα μας, για αυτό το αλήτικο ανεμοδαρμένο πλάσμα που είναι ένας καλλιτέχνης που πολλές φορές μπορεί να μην κάνει τίποτα καλά, αλλά από μια θεϊκή πνοή μπορεί να μην αντέχει να ζει και μπορεί να είναι και ο ίδιος μέσα στα σκατά, αλλά συνεχίζει, υπάρχει. Είναι μια εξαιρετικά δύσκολη διαδρομή το να έχεις μια τέτοια πετριά και να πηγαίνεις στο άγνωστο και να παλεύεις, να περιμένεις μια άμεση ανταμοιβή.
Δεν μιλάμε στην παράσταση για τα καλά τα μαγαζιά. Ένα έργο πάντα ξεφλουδίζει να βρει τη λειτουργία των πραγμάτων από κάτω. Όταν σκάψεις το πάτωμα ή σκάψεις τον εαυτό σου πάντα έχει λίγη βρώμα, για αυτή τη βρώμα μιλάμε. Αυτή η βρώμα των ανθρώπων είναι για εμάς το διαμάντι.
Το πως γίνεται ένα θέατρο, το μπαγκράουντ της βιομηχανίας του θεάματος και το πως κινούνται τα νήματα από τον 17ο αιώνα και πιο πίσω, έχει απασχολήσει πολλές ταινίες. Αυτό το σμάρι της ζωής, των παραγωγών, των χορηγών, των βασιλιάδων, των κριτικών, των ηθοποιών ήταν πάντα παλλόμενο εγκάρδιο, βρώμικο. Ακόμα και στην Ελλάδα είχαμε περιπτώσεις παραγωγών που αποδείχτηκαν απατεώνες.

«Merde!» του Suyako
Τώρα τα πράγματα είναι καλύτερα;
Πάντα υπήρχαν κάποιοι που διέφεραν και το τελευταίο διάστημα θα έλεγα ότι ναι, υπάρχουν αυτοί που είναι τίμιοι και καθαροί ειδικά στα οικονομικά. Παλιά υπήρχε μια διάθεση κλεψίματος, μιας αλητείας συνώνυμης της καλλιτεχνίας – στα μπουζούκια, στο θέατρο – ένα υπόλειμμα βρωμιάς, που δείχνει ότι ξεπουλάς όνειρα, ανθρώπους. Στα μπουζούκια αυτό γίνεται και τα καλοκαίρια στη Μύκονο, που βλέπεις έναν καλλιτέχνη σε ένα stage και ο άλλος να ανοίγει σαμπάνια από κάτω με 800.000 ευρώ. Αυτή η βρωμιά είναι ζωντανή, υπαρκτή, τρομερή όπου μπροστά της το ελληνικό θέατρο ίσως είναι ο Ιησούς Χριστός.
Έχουν μεταβληθεί οι συνιστώσες για την καλλιτεχνική δημιουργία από τη δική σας εποχή εκκίνησης μέχρι σήμερα;
Νομίζω όχι. Αυτός που θέλει να γίνει καλλιτέχνης κάποια στιγμή είναι κάπου σαν τρελός έξω στον δρόμο μόνος του και δεν ξέρει προς τα πού να πάει και πώς θα συλλαβίσει τον κόσμο και τι να τον κάνει. Είναι επαίτης πολλές φορές της κάθε στιγμής. Τον συντηρεί μέσα του ότι πιστεύει ακόμα σε ένα θαύμα, πιστεύει σε κάτι άλλο από αυτό που βλέπουν τα μάτια του.
Θυμάμαι μικρός, ορδές ανθρώπων μικρών νεαρών, που δεν ξέραμε, κανένας, τι πιστεύουμε, με τα παντελόνια μας σκισμένα και πηγαίναμε μόνοι μας στο δρόμο να συναντήσουμε άλλους ίδιους με εμάς για να πάρουμε λίγο οξυγόνο, να πούμε ότι καταλαβαινόμαστε. Είναι μία πάμπτωχη διαδικασία, έρημη, δεν ξέρω πώς να σας την περιγράψω.
Δεν θα έπρεπε να έχουν διευθετηθεί αυτά τα θέματα στην εποχή μας, να νιώθει το θέατρο πιο εύρωστο; Οι θεατρικές σκηνές γεμίζουν μετά την πανδημία. Υπάρχει πείνα των θεατών για θεάματα και ζωντανές παραστάσεις.
Ναι, υπάρχει και αυτό είναι πολύ καλό. Το να σταθείς στη σκηνή είναι πολύ δύσκολη διαδικασία και υπάρχουν ηθοποιοί που κερδίζουν τη θέση τους εκεί με πάρα πολύ κόπο και αγώνα και δουλειά. Παλιά οι ηθοποιοί ήμασταν στα βαρέα και ανθυγιεινά, μετά βγήκαμε από εκεί. Κακώς. Εργάζονται οι ηθοποιοί σκληρά και αμείβονται λίγο.
Σκεφτήκατε ποτέ να τα παρατήσετε;
Εκκινώντας από το άγχος μου για την πρώτη μου παράσταση, όπου είχα πει δεν θα αντέξω.
«Όλοι είμαστε καλλιτέχνες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Όλοι φτιάχνουμε τα μαλλιά μας κάθε μέρα κάπως. Καθένας έχει μία παραπάνω δεξιότητα προς μία κατεύθυνση».
Γιατί κάνετε οι καλλιτέχνες θέατρο, λοιπόν; Eγώ δεν είμαι καλλιτέχνιδα.
Αλίμονο όλοι είμαστε καλλιτέχνες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Όλοι φτιάχνουμε τα μαλλιά μας κάθε μέρα κάπως. Καθένας έχει μία παραπάνω δεξιότητα προς μία κατεύθυνση. Ένας μπογιατζής που σου βάφει ωραία το σπίτι λες «είναι καλλιτέχνης». Καλλιτέχνης είναι αυτός που βάζει την αγάπη στη δουλειά του, την κάνει καλά και τη θαυμάζει.

«Merde!» του Suyako
H εμπορικότητα και η ποιότητα τι θέση έχουν στη δουλειά σας; Το εμπορικό έργο δηλαδή με αποκλειστικό γνώμονα τα χρήματα σε αντιδιαστολή με ένα έργο εστιασμένο στην ποιότητα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κέρδος.
Κατ’ εμέ δεν υπάρχει ζωή αν βγάζεις μόνο χρήματα. Λεφτά όμως πρέπει πάντα να υπάρχουν και να πνίγονται οι καλλιτέχνες από αυτά και να αμείβονται διαρκώς, διότι όσα και να τους δώσεις δεν φτάνουν, είναι η αλήθεια. Από εκεί και πέρα δεν είναι το ζητούμενο τα χρήματα, δεν παίζεις πάνω στη σκηνή μετρώντας χαρτονομίσματα. Ο λόγος που το κάνεις είναι συνήθως κάτι πολύ μεγαλύτερο, αλλιώς δεν κάνεις αυτή τη δουλειά, αλλά κάποια άλλη.
Στα χρόνια της διαδρομής σας πώς φροντίζετε να διατηρείτε ζωντανή τη δημιουργικότητά σας, την έμπνευση που είναι απαραίτητη στη δουλειά κάθε καλλιτέχνη;
Τώρα τι να σας πω, η έμπνευση είναι σαν να ρωτάτε το χώμα αν θα βρέξει. Η έμπνευση δεν είναι μία απόφαση εγκεφαλική ούτε είναι ένας λογαριασμός και μία εξίσωση επιτυχίας, αυτό δεν είναι έμπνευση. Φτάνει μία διευθέτηση. Έμπνευση είναι να είσαι βράχος και να έχεις ρωγμές, να αφήνεις τους σεισμούς να σε ανοίγουν, το νερό να σε διαβρώνει, να αφήνεις τις αστραπές να σε αφήνουν καμένο, να σε επισκέπτονται οι γονείς σου αναπάντεχα στο κεφάλι σου, να συνομιλείς με το μικρό παιδί μέσα σου, να χειροκροτείς τους αγγέλους που έχεις πάνω από το κεφάλι σου.
Αυτές είναι οι δικές σας σταθερές;
Ας τις πούμε.
Στους μαθητές σας που ξεκινούν τώρα τη διαδρομή τους δίνετε συμβουλές;
Παλιά ίσως, τώρα δεν θα έλεγα τίποτα. Τι να πω, τι να δείξω; Όταν ξεκινάει ένα παιδί ξεκινάει σε έναν καινούριο κόσμο. Τι να του δείξεις, κάτι που δεν έχεις φτάσεις εσύ; Αυτός θα φτάσει αλλού, μακριά. Παλιά επικρατούσαν αυτές οι αντιλήψεις, που λέγαμε ότι η ζωή δεν αλλάζει. Κι όμως ένας νέος σήμερα ξεκινάει σε έναν δικό του κόσμο.
«Στα καλλιτεχνικά πράγματα, όσο πιο βροντερή είναι η εποχή τόσο πιο ευτυχισμένος είναι ο καλλιτέχνης.»
Σε έναν δύσκολο κόσμο.
Και πότε ήταν εύκολος ο κόσμος; Δεν υπάρχει στην καλλιτεχνία δύσκολος ή εύκολος κόσμος. Στα καλλιτεχνικά πράγματα, όσο πιο βροντερή είναι η εποχή τόσο πιο ευτυχισμένος είναι ο καλλιτέχνης, γιατί βρίσκει καλύτερα που πρέπει να πάει, για ποιο λόγο υπάρχει, τι πρέπει να κάνει.
Για να «απαντήσει» στα ερωτήματα της εποχής.
Ο καλλιτέχνης δεν απαντάει ποτέ σε κάτι, απλώς ανάβει η λάμπα μέσα του. Τώρα στην εποχή που ζούμε, μια εποχή αντικοινωνική, ο καλλιτέχνης πρέπει να γίνει πιο κοινωνικός, πιο βαθύς.
Αλλά απέναντι σε αυτό το «τι πρέπει να γίνει» νιώθω κάποιες φορές σαν βλάκας που βγάζει λέξεις. Δεν πρέπει να γίνει τίποτα, ο καλλιτέχνης ας μείνει μουγκός, ας δέσει τα χέρια του κόμπο. Έτσι κάνει η τέχνη, πάντα αναπάντεχα συνέβαινε και από τις πιο ανατρεπτικές στιγμές προχωρήσαμε μπροστά. Όλα τα μουσεία του κόσμου είναι γεμάτα με αστραπές τέτοιων ανθρώπων, καταραμένων. Αυτούς πάμε και βλέπουμε και πληρώνουμε χρήματα στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο.

«Merde!» του Suyako
Σε μια εποχή πολλαπλών κρίσεων δεν είναι απαραίτητο το θέατρο;
Θέατρο παίζουμε όλοι μεταξύ μας. Ένα παιδί παίζει θέατρο με το που γεννιέται, σε μιμείται τι κάνεις.
Το «Merde!» είναι ένα γράμμα αγάπης στο θέατρο;
Πάντα όταν ασχολούνται οι ηθοποιοί με τον εαυτό τους είναι ένα γράμμα ερωτικό.
Αγαπούν τους εαυτούς τους οι ηθοποιοί πολύ;
Κάποιος μου το είχε επισημάνει αυτό κάποτε για τους τραγουδιστές της όπερας αλλά ισχύει για όλους: όσα καλά λόγια και να του πεις του τραγουδιστή δεν του φτάνουν, ποτέ δεν είναι αρκετά. Όχι οι ηθοποιοί δεν αγαπιούνται. Θυμίζω τη Βουγιουκλάκη που έλεγε «μη μου πεις ότι σου άρεσα, πες μου ότι με αγαπάς»
Άρα τι εισπράττει ο θεατής που έρχεται στην παράσταση;
Χαρά.
Έχουμε ανάγκη την κωμωδία;
Κι εμείς είμαστε οι πρώτοι κωμικοί του εαυτού μας. Δεν είμαι σίγουρος.
Κωμωδία και μιούζικαλ στο θέατρο και στο σινεμά. Έχουν πληθύνει τα έργα με μουσική, χορό, τραγούδι. Κάτι φανερώνει αυτό.
Όλα τα υλικά του θεάτρου όταν χορεύουν μαζί, αυτοσαρκάζονται και τραγουδούν. Σας παραπέμπω στους παλιούς του κινηματογράφου, στους Μπάστερ Κίτον και Τσάρλι Τσάπλιν που ήταν από τους πρώτους που εισήγαγαν αυτό το είδος θεάματος, διασκεδάζοντας την τραγωδία του ανθρώπου. Πρόκειται για μια διασκέδαση της τραγικής μας φύσης, γιατί όχι;
Και το «Merde!» που λένε οι ηθοποιοί στην πρεμιέρα μιας παράστασης αντί για «καλή επιτυχία», είναι πρόληψη ή αυτοσαρκασμός;
Παλιά στο γαλλικό θέατρο οι θεατές πήγαιναν με άμαξες οπότε όσο πιο πολλή κίνηση είχε στο δρόμο τόσο περισσότερα ήταν και τα κόπρανα των αλόγων. Όμως αυτό έχει και μία σοφία μέσα του: Αλήθεια, πόσα σκατά έχουμε απέξω και σε όλο αυτό το όργιό μας, της κατανάλωσης, της πληθώρας των χρημάτων, των θεαμάτων, της άσκοπης επίδειξης πλούτου, πόσα σκατά έχουμε απέξω και μέσα μας; Πολλές φορές δείχνουμε, ναι, τα σκατά μας. Οι άνθρωποι είχαν επίγνωση αυτής της κατάστασης.
Παλιότερα υπήρχε ένα μεσαιωνικό δράμα όπου οι άνθρωποι μαζεύονταν μπροστά στις εκκλησίες για τη διαθήκη του διαβόλου προς την ανθρωπότητα, σύμφωνα με την οποία ο διάβολος έλεγε ότι από όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο σας αφήνω τα σκατά. Στην ταινία «Anora», που είναι υποψήφια για Οσκαρ, είναι ένας σκατένιος κόσμος που λάμπει χαρά και αθωότητα, σκατά και διαμάντια. Φυσικά και είμαστε γεμάτοι από εγκλήματα και αγαθοεργίες. Αυτό είναι ένα ζητούμενο στον άνθρωπο και στην τέχνη. Με αυτό ασχολείται η τέχνη, τα υπόλοιπα είναι μονόπετρα που φοριούνται στο δάχτυλο.
Η παράσταση είναι απλή, δεν ξέρω αν κρύβει αλήθειες. Εμείς βλέποντας την όχι ως δικαστές αλλά ως πλήρεις άνθρωποι με την εμπειρία της ζωής μας, καταλαβαίνουμε πολύ περισσότερα από αυτά που βλέπουμε. Έτσι διαβάζουμε κάτι είτε μας αφορά είτε όχι, ανάλογα με το τι συμβαίνει στη ζωή μας. Από εκεί και πέρα κάθε έργο σκοπό έχει να ανασκάψει τη βρωμιά του χαρακτήρα μας, των προθέσεων μας, της μικρότητας μας.
Η ανοησία και η βλακεία στον άνθρωπο είναι ένα συνώνυμο καμιά φορά της αθωότητας ή της υπέρτατης πονηράδας, αλλά είναι η χώρα που κατοικούμε και πηγαίνουμε. Είναι αφάνταστα ωραία.
Να δείξει αυτό που είμαστε.
Είμαστε γελοίοι κατά βάθος όλοι μας. Υπάρχει μια γελοιότητα στα πράγματα. Το ίδιο συμβαίνει και στην παράσταση, μια γελοιότητα: Eνας παραγωγός που αγωνιά αν θα ανεβάσει ένα κουλτουριάρικο έργο, ένας κουλτουριάρης που θέλει να ανεβάσει μια παράσταση που δεν ξέρει τι της γίνεται σε ένα θέατρο που δεν ξέρει τι του γίνεται. Μια θαυμάσια ανοησία και γελοιότητα. Το πρωινό της βλακείας του ανθρώπου για τον καλλιτέχνη είναι το άγιο δισκοπότηρό του. Η ανοησία και η βλακεία στον άνθρωπο είναι ένα συνώνυμο καμιά φορά της αθωότητας ή της υπέρτατης πονηράδας, αλλά είναι η χώρα που κατοικούμε και πηγαίνουμε. Είναι αφάνταστα ωραία.

Ο Νίκος Καραθάνος στο «Merde!» του Suyako.
Ο καθρέφτης μας.
Ο καθρέφτης μας, ναι. Δεν θα σας το πάω παραπέρα να δείτε στη Βουλή των Ελλήνων πόσοι βλάκες υπάρχουν, αφήστε το. Μα το λένε και οι ίδιοι πια.
Είναι ένα θέαμα και η Βουλή.
Βεβαίως, η Βουλή είναι ένα θέαμα. Κοιτάμε στην παράσταση τους ανθρώπους πόσο γελοίοι μπορεί να γίνουν. Καθημερινά γινόμαστε εντελώς γελοίοι άνθρωποι, στις ενέργειές μας, στη φύση μας, στη δράση μας είτε βουλευτής είσαι, είτε υπουργός, είτε παραγωγός, είτε ηθοποιός Ανοίγοντας το πρωί τα site -τι συνήθεια κι αυτή – είναι μια ωδή στη βλακεία μας. Το πώς κινούμαστε, το τι κάνουμε, το τι λέμε.
Γελάμε και με τα καμώματά μας πότε πότε.
Θεέ μου, είμαστε αφάνταστα γελοίοι, όλοι μας, ανά πάσα στιγμή. Αυτό σε κάνει να μη θέλεις μετά να τα παίρνεις τόσο σοβαρά τα πράγματα. Στην Ελλάδα το έχουμε αυτό να φαινόμαστε όλοι πολύ σοβαροί, ότι είμαστε κάποιοι. Δεν είμαστε τίποτα. Έτσι και απαλλαγούμε από αυτά πιο ωραία θα είναι η ζωή.
Πάσχουμε από σοβαροφάνεια.
Από σοβαροφάνεια και από ένα κράτημα. Ας ξυπνήσουμε μια μέρα κι ας γελάσουμε ο ένας με τον άλλο, με τη βλακεία μας. Kάτι τελευταίο για τον ρόλο του θεάτρου και της κωμωδίας: Στις κηδείες των πλούσιων πολιτών αλλά και στους αυτοκράτορες οι Ρωμαίοι προσλάμβαναν έναν ηθοποιό ο οποίος φόραγε τα ρούχα του νεκρού και βαφόταν ίδιος σαν κι αυτόν και ακολουθούσε την κηδεία λέγοντας ανέκδοτα από τη ζωή του για τους παρευρισκόμενους. Ο ηθοποιός παρίστανε τον νεκρό που κορόιδευε αυτούς που ακολουθούσαν το φέρετρο. Μακάρι κι εμείς να μπορούμε να βαφόμαστε και να κοροϊδεύουμε το φέρετρο της ζωή μας που προχωράει μπροστά. Δεν είναι μακάβριο. Ίσα ίσα είναι κάτι ζωντανό και λυτρωτικό, γιατί κάθε μέρα γελάς με την ταυτότητα σου και τη ζωή σου.
Info «Merde!» του Suyako. Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, Κεντρική Σκηνή. Παραστάσεις από 24 Ιανουαρίου έως 30 Μαρτίου.
*Αγοράστε εισιτήρια για όλες τις κορυφαίες εκδηλώσεις στο inTickets.gr.