Στο αφήγημα της «ελληνικής απειλής» επιμένει με συνέπεια ο τουρκικός Τύπος με αιχμές για το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Ελλάδας, επιχειρώντας να δημιουργήσει μία αίσθηση «πολέμου σε αναμονή». Με οδηγό σαφώς και τις δηλώσεις του τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος ανεβάζει τους τόνους επικίνδυνα, επιμένοντας να αξιοποιεί την Αθήνα ως το «χρήσιμο εχθρό».

Μία στάση που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι αξιοποιείται από συγκεκριμένους κύκλους που θεωρούν ότι κερδίζουν επενδύοντας στην ένταση και στην Αθήνα, παρά τις επίμονες εκκλήσεις του Μεγάρου Μαξίμου για «ψυχραιμία».

Στην Τουρκία τα ΜΜΕ κάνουν «πόλεμο», δίνοντας βάρος στο εξοπλιστικό πρόγραμμα της Ελλάδας σημειώνοντας ότι «επιχειρεί να κερδίσει την αεροπορική υπεροχή απέναντι στην Τουρκία».

«Ο Tayfun είναι ο πύραυλος που τρέλανε τους Έλληνες», έχει υποστηρίξει επανειλημμένα ο Ερντογάν. Με την κλιμάκωση της ρητορικής να να αποτελεί όχι μόνο ένα προεκλογικό χαρτί αλλά μία στρατηγική πολιτική επιλογή της Άγκυρας.

Με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να περιορίζεται να εκφράσει τη «λύπη» του…

Η κρίση των 3,5 ετών

Ενδεικτική η δήλωση του ΥΠΕΞ, Νίκου Δένδια, ο οποίος σε πολιτική εκδήλωση την οποία διοργάνωσε το γραφείο του τη Δευτέρα στη Γλυφάδα, σημείωσε ότι και στο παρελθόν υπήρξαν σοβαρές κρίσεις με την Τουρκία, ωστόσο πάντα υπήρχε διάλογος για να προσθέσει ότι σήμερα διανύουμε μία διαρκή κρίση 3,5 ετών.

Ο Δένδιας με αιχμή την παρουσία του στη Διάσκεψη Αλληλεγγύης για την Ουκρανία στο Παρίσι την Τρίτη, επέλεξε να στείλει μήνυμα τόσο στην Άγκυρα όσο και στη διεθνή κοινότητα.

«Η Ελλάδα εργάζεται για κάτι πολύ μεγαλύτερο, για κάτι απολύτως απαραίτητο για την εθνική μας επιβίωση: για την επικράτηση στην παγκόσμια κοινότητα ενός αφηγήματος προστασίας της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας όλων των κρατών. Ώστε κάθε πόλεμος, κάθε απειλή πολέμου, κάθε αναθεωρητισμός να θεωρείται από την παγκόσμια κοινότητα έγκλημα καθοσιώσεως. Και να έχει την υποχρέωση η παγκόσμια κοινότητα να σταθεί πάντοτε δίπλα σε αυτούς που απειλούνται από μεγαλύτερους γείτονες που δεν σέβονται το διεθνές δίκαιο» ανέφερε χαρακτηριστικά.

Με το διάλογο Αθήνας – Άγκυρας να αποτελεί ζητούμενο πλέον και όχι δεδομένο όπως θα έπρεπε.

Χαμηλούς τόνους θέλει η Αθήνα

Στην Αθήνα πάντως τόσο στρατιωτικοί αναλυτές, όσο και διπλωματικές πηγές κρατούν τους τόνους χαμηλά και αποφεύγουν σαφώς τα σενάρια πολέμου ή «θερμού επεισοδίου». Έστω και αν δεν αποκλείουν ενδεχόμενο «ατύχημα».

Ο τούρκος ΥΠΕΞ, Μεβλούτ Τσαβούσογλου άλλωστε επέμεινε από το βήμα της τουρκικής Βουλής στη ρητορική των προκλήσεων, υιοθετώντας σκληρή γλώσσα και χαρακτηρίζοντας το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου και της «στρατικοποίησης» ως εθνικό ζήτημα της Τουρκίας. Κατήγγειλε ακόμα την Αθήνα για τις πρωτοβουλίες της προκειμένου να μην εφαρμοστεί το νέο τουρκολιβυκό μνημόνιο για τους υδρογονάνθρακες.

Κοινός βηματισμός Άγκυρας – Τρίπολης

Σημείωσε δε ότι Τουρκία και Λιβύη κινήθηκαν μαζί για να απαντήσουν στις ελληνικές αντιδράσεις και την σχετική επιστολή του ΥΠΕΞ στον ΟΗΕ, καθώς όπως είπε «μεταφέραμε την κοινή μας απάντηση σε αυτήν την επιστολή στον ΟΗΕ αμέσως μετά».

Και αν οι πολιτικοί σε προεκλογική περίοδο συνηθίζουν να προσπαθούν περισσότερο για την ένταση παρά για την εξομάλυνση, αφού θεωρούν ότι οι «εχθροί» είναι χρήσιμοι για το ακροατήριο τους, οι διπλωμάτες εμφανίζονται πιο ρεαλιστές.

Τηρώντας πάντα τη γραμμή της χώρας τους. Αλλά αφήνοντας κάποιες χαραμάδες αισιοδοξίας για επιστροφή στην ομαλότητα.

Πολιτικές «μηδενικού αθροίσματος»

Ενδεικτική η συζήτηση που έγινε στο Balkans & Black Sea Forum 2022, το οποίο πραγματοποιείται στην Αθήνα, ανάμεσα στον τούρκο πρεσβευτή στην Αθήνα, Μπουράκ Οζούγκεργκιν, και στον διπλωματικό σύμβουλο του Αλέξη Τσίπρα, Βαγγέλη Καλπαδάκη.

Ο Καλπαδάκης συμφώνησε με τη θέση που εξέφρασε στη αρχική του τοποθέτηση ο Οζούγκερκγιν  ότι η απαραίτητη για την εποχή μας ενεργειακή ασφάλεια δεν προωθείται με πολιτικές «μηδενικού αθροίσματος».

Σημείωσε ωστόσο, ότι η Τουρκία εφάρμοσε τέτοιες ακριβώς πολιτικές στον τομέα της ενέργειας με τη στρατηγική της «Γαλάζιας Πατρίδας», την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου και τις έρευνες του Ορούτς Ρέις το 2020.

Ενώ ρώτησε τον τούρκο πρεσβευτή εάν πιστεύει πως η πρόταση που στήριξε ο τούρκος πρόεδρος για Διάσκεψη ΕΕ της Ανατολικής Μεσογείου έχει προοπτική να υλοποιηθεί και με ποιόν τρόπο –σύμφωνα με την Τουρκία– θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε μια Διάσκεψη που να μην βασίζεται σε λογική «μηδενικού αθροίσματος».

Ο Οζούγκεργκιν από την πλευρά του υπερασπίστηκε τις θέσεις της Άγκυρας, λέγοντας ότι δεν σχεδίασε η Τουρκία το Χάρτη της Σεβίλλης και δεν ήταν αυτή που άρχισε – όπως ανέφερε – την ιστορία με το Ορούτς Ρέις.

Διάλογος μακριά από τα «μπαλκόνια»

Μηδενικό άθροισμα υπάρχει όταν η μια πλευρά πέφτει στο ζύγι και η άλλη ανεβαίνει ανέφερε ο Οζούγκεργκιν ωστόσο καλώντας τις δύο πλευρές να κοιτάξουν μπροστά αφού «κάθε χώρα έκανε ό,τι είχε να κάνει» για να τονίσει δεν πιστεύει «ότι μια πλευρά πρέπει να χάσει για να νικήσει η άλλη».

Σύμφωνα με τον Οζούγκεργκιν υπάρχει ελπίδα για μια «αρμόζουσα» οριοθέτηση στην Ανατολική Μεσόγειο. Έδειξε δε όπως έχει πει αρκετές φορές και ο Τσαβούσογλου τις συμφωνίες που έκανε η Ελλάδα με Ιταλία και Αίγυπτο ως παραδείγματα που μπορούν να «δουλέψουν» «mutatis-mutandis» και στην περίπτωση Ελλάδας – Τουρκίας.

«Εάν κατεβούν οι τόνοι. Εάν δεν μιλάμε από τα ‘μπαλκόνια’ αλλά στο τραπέζι» όπως είπε χαρακτηριστικά. Δείχνοντας επί της ουσίας τις εκλογές στις δύο χώρες

Διεμήνυσε ότι η Άγκυρα δεν θα μείνει «άπραγη» όσο αναπτύσσονται ενεργειακοί οδοί κάτω από τη μύτη της και δη όπου θεωρεί η Τουρκία ότι είναι δικά της χωρικά ύδατα, υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.

Μόνη διέξοδος οι συνομιλίες, αλλά με τι όρους

Σύμφωνα με τον Οζούγκεργκιν πάντως «ο μόνος τρόπος να υπερβούμε αυτό το εμπόδιο είναι να συνομιλήσουμε ο ένας στον άλλο. Και γνωρίζω την αλλεργία της ελληνικής πλευράς για συνομιλίες για θέματα κυριαρχίας. Το κατανοώ. Αλλά αν η Ελλάδα ‘έσπασε τις αλυσίδες’ επιτέλους και μιλάει με Ιταλούς και Αιγύπτιους και αν έχει πλέον εγκαταλείψει θέσεις που δημιουργούσαν το πρόβλημα με την Τουρκία εξαρχής τότε ίσως στο μέλλον, μετά τις εκλογές ή αρκετά σύντομα τότε ίσως να βρούμε το θάρρος να συνομιλήσουμε για τα προβλήματά μας».

Αφήνοντας ένα παράθυρο για εκτόνωση της έντασης, ίσως, μετά τις εκλογές. Με το ερώτημα πάντως να παραμένει όσον αφορά το διάλογο και αν η τουρκική ηγεσία θέλει όντως συνομιλίες και επίλυση ζητημάτων. Και αν μπορεί να αποδεχτεί όρους που θα συμφέρουν αποκλειστικά και μόνο την Τουρκία.