Αν κάτι μένει από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου – το πιο σημαντικό, δίπλα σε πλείστους προβληματισμούς τους οποίους αβίαστα γεννούν οι στίχοι του – είναι ότι η ποίηση, σε πείσμα των αμέτρητων ορισμών της και των ατέλειωτων εκτροπών της, παραμένει η πλέον ειλικρινής, ανθεκτική και διαχρονική ασπίδα της ανθρώπινης ευαισθησίας – τι άλλο να μας προστατεύσει και να μας ορίσει σε «καιρούς τενεκεδένιους» όπου ο χρησιμοθηρικός κυνισμός και η ακηδία ισοπεδώνουν τα πάντα; Η ποίηση, όπως εν προκειμένω παρουσιάζεται, δεν αποτελεί μόνο έναν τρόπο βίωσης του κόσμου και του χρόνου, αλλά και έναν τρόπο επιβίωσης μέσα σε αυτούς. Η ποίηση, για να το πούμε καθαρότερα, είναι ανάγκη εξόχως προσωπική μεταπλασμένη σε δημιουργία (και επικοινωνία, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα).

Νίκη Παπαθεοχάρη

Ψηφίδες ζωής

Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2021, σελ. 122, τιμή 15 ευρώ

Οι Ψηφίδες ζωής (εκδ. Σιδέρη) της Νίκης Παπαθεοχάρη απλώνονται μπροστά στα μάτια μας σαν μια ενιαία και περιπετειώδης καταβύθιση στον βίο (την καθημερινότητα και τις μεταφυσικές διαστάσεις της), στην τέχνη (σε λέξεις και εικόνες που γίνονται μορφές και μοτίβα) και στην ταυτότητα (την ατομική και την έμφυλη, την κοινωνική και, γιατί όχι, την εθνική, υπό την ευρεία έννοια). «Και μη με ρωτάς / γιατί σαν γυναίκα κι εγώ / ποτέ μου δεν βάφομαι… // Για να μπορώ να κλαίω / όποτε θέλω» διαβάζουμε στο σημείο ακριβώς που φαίνεται να ολοκληρώνεται ένα άτυπο καταγωγικό προοίμιο του λυρικού υποκειμένου πριν από το κυρίως έργο, ετούτη δηλαδή την πολυεπίπεδη ξενάγηση με πλατύ ορίζοντα τον «κοινό τόπο» (ο οποίος δεν αφορά αποκλειστικά την ποιήτρια και τη συγκεκριμένη σύνθεσή της αλλά κι εμάς τους υπόλοιπους).

Με ποικίλες εκφραστικές μεθόδους

Πρόκειται, λοιπόν, για μια προσωπική «μυθιστορία» (σελ. 42) που διερευνά «το σκληρό πρόστιμο της αλήθειας της ύπαρξης» (σελ. 47) σε μια συλλογική, οικουμενική προοπτική ωστόσο. Και το θέμα είναι ότι αυτό που ξεδιπλώνεται στις σελίδες (μια ευφρόσυνα συνειρμική και απρόβλεπτα σκληρή σπουδή πάνω στην ελευθερία της βούλησης) συντελείται και μέσα από ποικίλες εκφραστικές μεθόδους (η προσωδία και η ομοιοκαταληξία, λόγου χάριν, αναδεικνύονται δυνάμεις κομβικές, προωθητικές στο εγχείρημα, επιστρατεύονται με ζέση και ένταση, δεν θεωρούνται μια παροπλισμένη ιστορία) και μέσα από σταθερές αναφορές, άλλοτε άμεσες και άλλοτε έμμεσες, αναλλοίωτες πάντως και οικείες, τόσο στην αρχαία ελληνική γραμματεία (στη μυθολογία και στη φιλοσοφία κατ’ εξοχήν) όσο και στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία (από την πεζογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, φέρ’ ειπείν, ως την καλειδοσκοπική ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, η οποία αντανακλάται συχνότερα μεταξύ των στίχων ή ενίοτε τους διαποτίζει ως πνεύμα και ως αισθητική κατεύθυνση).

Η Νίκη Παπαθεοχάρη αναπτύσσει μια ασυμβίβαστη, μαχητική, επιθετική ορμή προς όλα τα δεινά, τα εσώτερα και τα εξωγενή, τα εγκόσμια και τα υπερκόσμια, τα οποία αφυδατώνουν την ανθρωπιά μας

Επιλέγουμε το ποίημα «Στη χώρα των θαυμάτων», από την καρδιά της έκδοσης, ως ένα χαρακτηριστικό δείγμα γραφής: «Είν’ όλα γύρω μου στεγνά / μες στη ρουτίνα τους / άλλοι για μένα αποφασίζουν τι να κάνω / όλα στροφάρουν με αναφορά στο Γκρήνουιτς / θέλω να φύγω / απεξάρτηση ζητάω // Ν’ ανοίξω δρόμους που δεν είναι μες στο χάρτη τους / να δω αντίστροφα αυτά που λένε ίσια / κι όλα εκείνα που δεν βλέπουν με τα μάτια τους, / πανιά ν’ ανοίξω/ σε ταξίδια πελαγίσια // Γραμμένοι νόμοι για παλάτια αμετανόητα / και προσευχές / που αποστηθίζω και ξεχνάω / μα την αγάπη που φωνάζει από τις φλέβες μου / σε ποιο ταξίδι / σε ποιο ταξίδι την αγάπη / την αγάπη που φωνάζει / σε ποιο ταξίδι να της τάξω να την πάω // Η φαντασία μου να τρέχει δίχως σύνορα / με άσπρα άλογα που ξέφρενα καλπάζουν, / απ’ την Οδύσσεια / να βγάλω τους Ελπήνωρες / κι όσους δε νιώθουν παραμύθια να διαβάζουν / γιατί είν’ αυτοί που με τρομάζουν // Να λέω αλήθειες που να μοιάζουνε με ψέματα / γι’ αυτούς που μ’ έπαρση την άγνοια δοξάζουν / ν’ αφήσω πίσω μου ντυμένους με τ’ ανθρώπινα / της λογικής τα σκίτσα να φωνάζουν / και μες στα «δήθεν» να βουλιάζουν // Οργή και περηφάνια μου / που θέριεψες / τι ωφελεί γι’ αγάπη να θυμώνεις / αφού του όνειρου την πόρτα όποιος έκλεισε / μόνος του πέθανε / χωρίς να τον σκοτώνεις».

Προτροπή αυτοσυνειδησίας

Αν κατά τα λοιπά εξαιρέσουμε την υμνητική, σεβαστική της στάση προς τη φύση («πόσο υπερέχει από μένα το λουλούδι»), η πολυσχιδής Νίκη Παπαθεοχάρη (εικαστικός, ποιήτρια και στιχουργός) αναπτύσσει εδώ (είτε με εκτεταμένα ποιήματα είτε με ολιγόστιχα, με ρυθμό κυματιστό αλλά και με ξεσπάσματα ακτινωτά) μια ασυμβίβαστη, μαχητική, επιθετική ορμή προς όλα τα δεινά, τα εσώτερα και τα εξωγενή, τα εγκόσμια και τα υπερκόσμια, τα οποία αφυδατώνουν την ανθρωπιά μας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ακόμη κι όταν κινείται ανάμεσα στον Ερωτα και στον Θεό, το επιχειρεί με εξομολογητική πλην όμως συγκρουσιακή πάντοτε διάθεση, πότε ελεγειακή και πότε σκωπτική (με γλώσσα, αντιστοίχως, δόκιμη ή λαϊκότροπη). Σε όλα τούτα οφείλουμε να προσθέσουμε και το μαύρο χιούμορ: «Φαντάσου / να μπαίνεις στην προσδοκία θανάτου / για λύτρωση / και να σου λένε πως υπάρχει άλλη ζωή / που θα βρεθείς πάλι / σε «καλή αντάμωση» / με όλους τους ίδιους για πάντα // Να ρωτήσω κάτι; /Από ‘κει πώς φεύγεις;» γράφει στο «Τελικό αδιέξοδο». Αλλά η Νίκη Παπαθεοχάρη χαράσσει με την ποίησή της ένα μονοπάτι για τη διέξοδο. Και αυτή συμπυκνώνεται σε μια μακρά και θαρραλέα διαδικασία. «[…] Γραμμή προς τα κάτω τώρα / κάθοδος μέσα σου με ενδοσκόπηση / εσύ κι εσύ / σε υπαρξιακή βουτιά / βαθιά πολύ βαθιά κατάδυση / στο ανεξερεύνητο εγώ σου // Κι αν μπορείς… ξεπηγάδιασε». Με αυτούς τους στίχους κλείνει το ποίημά της «Τουλάχιστον προσπάθησε». Ναι, ας προσπαθήσουμε, μας προτρέπει η ίδια, για την απαραίτητη, την ακριβή αυτοσυνειδησία.