Στο παραμύθι Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι του Χανς Κρίστιαν Αντερσεν ένα μπιζέλι κάτω από πολλά στρώματα της προκαλεί τόσο πόνο, ώστε η μέλλουσα πριγκίπισσα περνάει μια άγρυπνη νύχτα. Οι σύγχρονοι άνθρωποι της όψιμης νεωτερικότητας μάλλον πάσχουν από ένα παρόμοιο σύνδρομο, γράφει ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, σημειώνοντας ότι, ακόμη και αν εξαφανιστεί το ενοχλητικό μπιζέλι, οι άνθρωποι θ’ αρχίσουν να υποφέρουν από τα μαλακά στρώματα.

Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν

Η κοινωνία της παρηγοριάς. Ο πόνος σήμερα

Μετάφραση Βασίλης Τσαλής.

Εκδόσεις Opera, Αθήνα, 2021, σελ. 112, τιμή 10,60 ευρώ

Ο καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ντερ Κούνστε του Βερολίνου τονίζει ότι στη σύγχρονη κοινωνία της παρηγοριάς επικρατεί η αλγοφοβία, ένας γενικευμένος φόβος ενώπιον του πόνου, ακόμη και εκείνου τον οποίο προκαλεί ο έρωτας, κάτι που ερμηνεύεται ως σημάδι αδυναμίας. Οι δυνατοί δεσμοί που θα μπορούσαν να μας προκαλέσουν πόνο αποφεύγονται, κάθε αρνητικό συναίσθημα απωθείται και η ζωή θυσιάζεται στον βωμό της ευχάριστης επιβίωσης. Ομως δίχως πόνο, ούτε έχουμε αγαπήσει ούτε έχουμε ζήσει. Ο πόνος εξαγνίζει, έχει καθαρτική δράση, εκφράζει τη ζωή, μας μαθαίνει το σώμα μας και αυξάνει την αυτογνωσία μας.

Στη νεοφιλελεύθερη κοινωνία απαιτείται μια αδιάλειπτη ικανότητα επίδοσης, ενώ οι εντολές, οι απαγορεύσεις και οι τιμωρίες δίνουν τη θέση τους σε θετικότητες όπως κίνητρα, αυτοβελτίωση, αυτοπραγμάτωση. Ετσι, η έξυπνη εξουσία είναι λιγότερο ορατή από την καταπιεστική εξουσία της πειθαρχίας, λειτουργεί αποπλανητικά και τα βγάζει πέρα δίχως να καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια: Οι υποταγμένοι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι ελεύθεροι και εκμεταλλεύονται τον εαυτό τους οικειοθελώς με την πεποίθηση ότι αυτοπραγματώνονται, αντί να εξετάζουν με κριτική διάθεση τις κοινωνικές σχέσεις. Το συλλογικό βίωμα που πόνου, που θα μπορούσε να φέρει αλλαγές, απουσιάζει, και η κοινωνική αλληλεγγύη εξαρθρώνεται, αφού ο καθένας φροντίζει για την ευτυχία που θεωρεί προσωπική του υπόθεση. Η επαναστατικότητα της τέχνης χάνεται και στην κοινωνία διαιωνίζεται το Ιδιο καθώς εξαφανίζονται οι αρνητικότητες που ωθούν το πνεύμα στις μεταμορφώσεις και στην οικοδόμηση ενός ιδανικού κόσμου στη θέση του υπάρχοντος.

Η ψευδής αίσθηση ασφάλειας που νιώθουμε προέρχεται από το γεγονός ότι εξοβελίζουμε τον πόνο για χάρη μιας μετριασμένης απόλαυσης. Ομως ο πόνος υπάρχει πάντα· ακόμη και τα πιο ισχυρά αναλγητικά δεν μπορούν να τον καταπολεμήσουν. Συγκεντρώνεται μυστικά ως «αόρατο κεφάλαιο», «αυξάνεται με τους τόκους και τα πανωτόκια», παρακάμπτει τις τεχνητές ασπίδες προστασίας και καταλαμβάνει τη ζωή διαποτίζοντάς την σταγόνα-σταγόνα. Στην εχθρική απέναντι στον πόνο κοινωνία της παρηγοριάς, πολλαπλασιάζονται οι βουβοί, εκτοπισμένοι στο περιθώριο πόνοι, ενώ απουσιάζει η πρωταρχική θεραπεία, το καταπραϋντικό άγγιγμα, το χέρι του άλλου. Η μοναξιά ενισχύει τον κρυμμένο πόνο και ίσως οι χρόνιοι πόνοι είναι μια κραυγή του σώματος για στοργή και εγγύτητα.

Στην εποχή της πανδημίας, τα βάσανα των άλλων απομακρύνονται ακόμη περισσότερο. Οι άνθρωποι μετατρέπονται σε «αριθμό κρουσμάτων» και πεθαίνουν μόνοι τους. Τώρα η κοινωνία της παρηγοριάς εμφανίζεται ακόμη περισσότερο ως κοινωνία της επιβίωσης και χάνεται εντελώς το νόημα του ευ ζην. Η καραντίνα δεν οδηγεί σε γαλήνια αργία, αλλά σε εξαναγκαστική αδράνεια και στην αποκλειστική μας μέριμνα για επιβίωση μοιάζουμε με τον ιό, αυτό το απέθαντο ον που μόνο πολλαπλασιάζεται, δηλαδή επιβιώνει δίχως να ζει, παρατηρεί ο Χαν. Το βιβλίο αποτελεί μια έξοχη μελέτη σε ωραία μετάφραση του Βασίλη Τσαλή, που καταδεικνύει ότι η κοινωνία της παρηγοριάς δεν παρηγορεί, αλλά αποπροσανατολίζει. Ταυτόχρονα μας ωθεί να δούμε τον πόνο που υπάρχει παντού. Ομως, όπως γράφει ο Χαν, αυτό προϋποθέτει μία έκθεση σε βαθμό οδύνης, ένα ξεγύμνωμα ψυχής και μια αγωνία όχι μόνο για τον εαυτό μας.

Η κυρία Αννα Λυδάκη είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.