Κατά το μεγαλύτερο (και το πιο αντιπροσωπευτικό) μέρος της διηγηματογραφικής του παραγωγής, ο Περικλής Σφυρίδης αντλεί τα θέματά του από την πλούσια κοινωνική παρακαταθήκη του ιατρικού επαγγέλματος – από όλα εκείνα που συλλαμβάνει το βλέμμα ενός γιατρού κατά την άσκηση της καθημερινής πρακτικής του, ανεξάρτητα από το πότε αποφασίζει να εμφανιστεί ο ίδιος διά μέσου του αυτοβιογραφικού του προσωπείου στην αφήγηση.

Ο Περικλής Σφυρίδης κατορθώνει να μιλήσει για όσα μας ταλανίζουν τα τελευταία δύο χρόνια χωρίς συναισθηματικές επιβαρύνσεις, αλλά και με ένα είδος ανθρωπιάς

Ερωτες, ανθρώπινα ναυάγια, αρρώστιες, αποτυχημένες ή επιτυχημένες καριέρες, απάτες, ληστείες, καβγάδες, γάμοι, συνοικέσια, χωρισμοί, συζυγικές απιστίες, περιστασιακοί ή μόνιμοι δεσμοί, απληστίες, μνημόσυνα, φιλικές επαφές, ξαφνικές ή προβλέψιμες εχθρότητες: στο καλάθι του συγγραφέα χωρούν τα πάντα, αρκεί να είναι απολύτως χειροπιαστά και συγκεκριμένα – έστω κι αν η επιμονή στο συγκεκριμένο τείνει ορισμένες φορές να περιορίζει την εποπτική του εμβέλεια. Ο αφηγητής χρησιμοποιεί συνήθως το πρώτο ενικό για να αναπτύξει τις σχέσεις οι οποίες τον ενδιαφέρουν και για να φωτίσει τα γεγονότα του από μια εκ των έσω γωνία.

Περικλής Σφυρίδης

Συμπτώματα καραντίνας και άλλα διηγήματα

Εκδόσεις Εστίας, 2021, σελ. 100, τιμή 11 ευρώ

Τα κείμενα, ωστόσο, του Σφυρίδη μετασχηματίζουν, όπως το υπαινίχθηκα πρωτύτερα, τα αυτοβιογραφικά τους δεδομένα, μέσω της συνεκτικότητας του μύθου, της καλά οργανωμένης πλοκής και (στις καλές περιπτώσεις) της γενικότητας των αναλογιών τους, σε οργανικό μέρος των δρωμένων, προσφέροντας μια εμφανή εξωστρέφεια στο εγώ τους – χωρίς εκ παραλλήλου να διαταράσσουν ούτε κατ’ ελάχιστον τον σκληρό του πυρήνα.

Μολονότι ο Σφυρίδης έχει συνταξιοδοτηθεί εδώ και αρκετά χρόνια, στην πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του εμφανίζεται εκ νέου με την αυτοβιογραφική περσόνα του γιατρού. Με τη διαφορά πως ο γιατρός είναι τώρα σε καιρό πανδημίας και πως έχοντας μια σεβαστή ηλικία μπορεί να σταθεί σε απόσταση από το άγχος και τον πανικό της διαταραγμένης καθημερινότητας όλων μας, αν και χωρίς τη λεπτή ειρωνεία των παλαιότερων διηγημάτων του. Και όποτε η αυτοβιογραφία δεν εκτρέπεται από δημόσια εξομολόγηση σε ξεκαθάρισμα εξωλογοτεχνικών λογαριασμών (με την πανδημία να λειτουργεί ως προσχηματική αφορμή), ο Σφυρίδης κατορθώνει να μιλήσει για όσα μας ταλανίζουν την τελευταία διετία χωρίς συναισθηματικές επιβαρύνσεις, αλλά και με ένα είδος ανθρωπιάς η οποία μοιάζει έτοιμη να αγκαλιάσει τα πάντα: τον φόβο για τον διπλανό μας, που τον μεταφέρουν εσπευσμένα χωρίς κανείς να ξέρει πώς ακριβώς θα καταλήξει (εδώ το μήνυμα μπορεί να έχει και αισιόδοξη εκδοχή), την κατανόηση και την αποδοχή της επαιτείας, η οποία δεν ψεύδεται κατ’ ανάγκην, την αγάπη για τα ζώα, που τις ημέρες του εγκλεισμού έχουν περισσότερο την ανάγκη μας, αλλά και την αγωνία μήπως ο εγκλεισμός καταλήξει ανεξέλεγκτο θηρίο, κατατρώγοντας δοκιμασμένους δεσμούς ετών και ανεβάζοντας στην επιφάνεια δυσκολίες και δυσχέρειες τις οποίες προτιμούσαμε μέχρι πρότινος να αφήσουμε στην άκρη.

Εχω την εντύπωση πως κυρίως αυτό το τελευταίο θέλει να τονίσει και να προβάλει ο Σφυρίδης με τα διηγήματά του για την πανδημία: την ικανότητα ενός εξωτερικού, διοικητικού μέτρου να πλήξει με αξιώσεις διάλυσης όχι μόνο ένα καθεστώς μακρόχρονης διαμονής και συμβίωσης, αλλά και τα ίδια τα ενδότερα του βίου μας. Και θα πρέπει στο σημείο αυτό να προσθέσω πως εκείνο που επιπλέον μας δείχνει ο συγγραφέας είναι πως για να γίνει η σοβαρή ψυχολογική ζημιά δεν χρειάζεται να φτάσουμε στα πολυσυζητημένα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας: αρκεί μια διένεξη που δεν καταφέρνει να λάβει τέλος, φτάνει ένας διαξιφισμός ο οποίος δεν λέει να μείνει στην άκρη, είναι υπεραρκετή μια διχογνωμία που εννοεί να παραμείνει αγεφύρωτη. Γιατί τέτοια ζητήματα έχουν πάντοτε παρελθόν και προϊστορία και ξεσπούν επειδή οι εγκλεισμοί και οι αποκλεισμοί έρχονται να αφυπνίσουν τους εσωτερικούς μας δαίμονες που βρίσκονται εγκατεστημένοι από καιρό στα υπόγεια της ατομικής μας ύπαρξης.