Νίκος Καρούζος

Εχουν περάσει 21 χρόνια από τον θάνατο του Νίκου Καρούζου (28 Σεπτεμβρίου 1990). Νέος, δεν τον ακολούθησα, δεν τον θεώρησα τον κασκαντέρ για το ψευτο-αναρχικό μου ταμπεραμέντο. Δεν θέλησα να με φάει η μαρμάγκα των υπογείων της οδού Σούτσου. Δεν τον κυνήγησα. Αλλα κυνηγούσα τότε: το θήραμα, όχι τη σκιά. Τον θεσμό, όχι το περιθώριο. Στην πορεία τον διάβασα, όταν κατάλαβα ότι η γραφή «είναι ένα ψέμα που σαν αλήθεια κοστίζει λιγότερο».

Η ποίησή του προέρχεται από ό,τι έχει επιλέξει: το απόσπασμα. Οχι μόνο το γραμματολογικό, αλλά και το εκτελεστικό στην κυριολεξία. Εθεσε τον εαυτό του στα έξι μέτρα. «Αμα πεθάνω», έγραψε σε μια αράδα, «θα έχω φύγει από τη γλώσσα».

Και ύστερα: «τρόμαγμα σήμερα θανάτου, πόσο δεν θέλω να πεθάνω».

Κι όταν ο ποιητής οδεύει προς το απόσπασμα του ποιήματος, τότε καταφεύγει σ’ αυτό το ολέθριο είδος που είναι το fragmentum. «Οφείλει», γράφουν οι αδελφοί Σλέγκελ, «να είναι πανταχόθεν ελεύθερο ως προς τον περιβάλλοντα κόσμο, κλειστό στον εαυτό του, όπως ο σκαντζόχοιρος» (περιοδικό Athenaeum, απόσπ. 206).

Ο σκαντζόχοιρος, γράφει ο Ντεριντά, κι «όχι ο φοίνικας, όχι ο αετός, αλλά ο σκαντζόχοιρος, πολύ χαμηλός και πολύ χαμηλόφωνα κοντά στο χώμα, ούτε υψηλός, ούτε ασώματος. Ισως αγγελικός και για κάποιο χρονικό διάστημα» (Ζακ Ντεριντά, Che cos’ è la poesia?, περ. Ποίηση, τ. 6).

Είναι ίδιον της ποιήσεως ο ζωομορφισμός. Το γίγνεσθαι-ζώο του Κάφκα. Το «εντομόσκυλο» του Καρούζου. («Προσπεράστηκα από το ζώο που περιέχω».)

Γίγνεσθαι-ζώο, διότι «ο Θεός επιμένει να είναι σκυλομούρης».

Ζητώντας τους όρους με τους οποίους το νόημα παράγεται, θέλοντας δηλαδή να δείξω ότι το νόημα διέπεται από μια αντικειμενικότητα εντελώς χωριστή, κατάλαβα – αποσπώμενος απ’ τον κόσμο των γεγονότων ό,τι εκφράζεται και κυρίως ό,τι δεν συγχέεται με αυτό που δηλώνει το ποίημα. Οχι σαν ένα ιδιοχαρακτηριστικό του ποιήματος καθεαυτό αλλά σαν κάτι πέρα από το ποίημα: το συμβάν, έξω από την πρόταση. Το συμβάν σαν «το εκφραστέο της πρότασης».*

Το συμβάν ως νόημα.

Το συμβάν ως ποίημα.

Και τότε ο μηχανισμός του μη-νοήματος αποτελεί την ύψιστη νομοτέλεια του νοήματος (Ζ. Ντελέζ).

Στο «Σπάσιμο της φόρμας» ο Χάρολντ Μπλουμ διεγείρει ακόμα περισσότερο τον αναγνώστη, γιατί η φόρμα στην ποίηση παύει να είναι «τρόπος» «μόνον όταν μετατρέπεται σε τόπο, όταν αποκαλύπτεται δηλαδή ως περιοχή της επινόησης. Αυτή όμως η αποκάλυψη εξαρτάται από μια θραύση» (Χάρολντ Μπλουμ. «Το σπάσιμο της φόρμας», περ. Ποίηση, τ. 3).

Πώς καταλήγει ο Καρούζος στο απόσπασμα; Με το να αποφασίσει ότι του χρειάζεται μια γλώσσα χωρίς ομιλία, «γιατί η γλώσσα είναι η αχόρταγη μοιχαλίδα του Πραγματικού».

Να γιατί ο Καρούζος κατέθεσε πριν πεθάνει: «Σπαράγματα».

«Να ξεχοντρίζεις το μάρμαρο της απουσίας

χαλαλίζουμε όραση

κι ο φόβος αποκαρδίζει

αυτό που φανερώνουμε είναι κρύπτη»

Και δεκαεννέα μέρες πριν πεθάνει (10 Σεπτεμβρίου 1990)

«Τα ξυπνητούρια του ήλιου σε αλληλούια

Του ποταμού το μάταιο στην απαλάμη

γράμματα γαλαζώνει στον ουρανό»

Ο Βαλερύ παρατηρούσε πως «διαβάζουμε καλά, μόνο όταν διαβάζουμε έχοντας κατά νου έναν αρκετά ιδιωτικό στόχο. Ισως, έτσι αποκτούμε ισχύ».

Ετσι τώρα, ισχυρός και εγώ, διαβάζω επιτέλους τον Καρούζο, ανακαλύπτοντας προς έκπληξή μου πως η αθωότητα της ανάγνωσης είναι ένας μύθος. Γιατί διαβάζω σημαίνει γίνομαι συνένοχος στην πατροκτονία του προδρόμου ποιητή. Γνωρίζω μέσω του προδρόμου ποιητή να ανανεώνω την παρανάγνωσή μου. Και δεν μπορώ, ως όψιμος ποιητής, να μην «τελειώσω» το ποίημα, επισπεύδοντας το μέλλον του που είναι η σιωπή. Εκεί, στον τόπο της αφωνίας, ίσως συμβεί να συναντήσω τον Καρούζο να εμφανίζεται μπροστά μου με «τα πέλματά μου στην ακινησία ωσάν απαρέμφατα». Πρόκειται για την επιστροφή του ποιητή, αλλού, έξω, όπου όχι μόνον η γλώσσα του δραπετεύει από τον λόγο, αλλά και ο θάνατος.

«Ο θάνατος, το άλμα έξω από τη γλώσσα».

Πρόκειται όμως και για τη δική μου επιστροφή στην ησυχία, μια που στις εφημερίδες – όπως άλλωστε και στο νοσοκομείο – η ακρόαση της μουσικής είναι ανυπεράσπιστη.

*Ζιλ Ντελέζ «Λογική του νοήματος», μτφρ. Κ. Μπουντάς, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2