Mε σφιγμένο στομάχι – ποδοσφαιρόφιλοι και μη – παρακολουθήσαμε την περιπέτεια του Κρίστιαν Ερικσεν στον αγώνα της Δανίας με τη Φινλανδία. Ενας εξαιρετικός και ιδιαίτερα συμπαθής παίκτης «έφυγε» και «γύρισε» μέσα σε λίγα λεπτά.

Τα ρεπορτάζ σε όλα σχεδόν τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης ανά τον κόσμο ταυτίστηκαν σε έναν τίτλο: «Πάγωσε ο πλανήτης». Σωστά, έτσι έγινε. Εκατομμύρια τηλεθεατών μπροστά στις οθόνες μας παρακαλούσαμε για το καλύτερο. Για τον ίδιο, για την οικογένειά του, για τους δικούς του.

Αν απομονώσουμε το γεγονός, τόσο από την αναγνωρισιμότητα του Ερικσεν όσο και – κυρίως – από τη ζωντανή μετάδοση του γεγονότος, αυτό που συνέβη στον Ερικσεν την ίδια ακριβώς στιγμή συνέβαινε σε εκατοντάδες ανθρώπους σε όλον τον πλανήτη. Εκατοντάδες πέθαναν σίγουρα από καρδιακά ή εγκεφαλικά ή ανευρύσματα. Εκείνο που δικαιολογεί τον τίτλο «Πάγωσε ο πλανήτης» δεν είναι η τραγικότητα του γεγονότος αλλά η κοινή εμπειρία. Το βλέπαμε όλοι και το βλέπαμε ζωντανά.

Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε πόσο λίγος θα ήταν αυτός ο τίτλος αν υπήρχε μια κάμερα και μετέδιδε ζωντανά τον θάνατο ενός παιδιού σε κάποιο αφρικανικό χωριό από πείνα ή δίψα, τον πνιγμό μιας ομάδας προσφύγων που αναποδογύρισε η βάρκα τους κάπου στη Μεσόγειο ή ένα τροχαίο που ξεκληρίζει μια οικογένεια.

Το πότε θα παγώσει ο πλανήτης και πότε θα σφυρίξει αδιάφορα το καθορίζει αυτή η live κοινή εμπειρία. Οι βόμβες που τινάζουν παιδιά στον αέρα είναι ειδήσεις γραμμένες, ένα κείμενο, σκέτες λέξεις. Αν συνυπολογίσουμε και το γεγονός πως η εικόνα έχει υπερφαλαγγίσει τις λέξεις, τις έχει υποβιβάσει σε έναν απλό κώδικα συνεννόησης, και μάλιστα πρωτογενούς, αυτό οδηγεί τις ευαισθησίες μας να υπαγορεύονται και όχι να προκύπτουν ειλικρινά.

Την ίδια στιγμή, στην ίδια εικόνα, είχαμε ανάγκη να δούμε και το καλό. Να το μεγεθύνουμε, να το αποθεώσουμε, να ισοφαρίσουμε με πληθωρικές καλές κουβέντες τόση χολή που ρίχνουμε καθημερινά στα κοινωνικά δίχτυα. Ο αρχηγός της Δανίας, όλη η ομάδα, το ιατρικό επιτελείο. Σαν να μας σοκάρει πια το καλό. Σαν να το συναντάμε για πρώτη φορά και δεν ξέρουμε πώς να το διαχειριστούμε. Λες και το κακό φύεται ελεύθερο στη φύση και παρέχεται αφειδώς, ενώ το καλό χρειάζεται πουσάρισμα, μια καλή ντόπα, να γραφτεί με bold γράμματα.

Ομως δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Δεν γίνεται να ξυπνάς το πρωί και να φορτώνεσαι όλες τις αμαρτίες του ανθρώπινου είδους, όλη τη φρίκη, να μη σκέφτεσαι τίποτα άλλο. Δεν βοηθάς κανέναν, και κυρίως τους δικούς σου ανθρώπους, αν εστιάζεις μόνο στην αδιανόητη σκοτεινιά της ύπαρξης και του τι συντελείται κάθε λεπτό σε κάθε γωνιά του πλανήτη.

Εκείνο που ίσως μπορείς να κάνεις σε έναν μικρό βαθμό είναι αυτό που έχω γράψει πολλές φορές σε αυτή τη στήλη, να μην μπαίνεις μονίμως στις ατζέντες των άλλων. Η οργή σου, ο θυμός σου ή ο έπαινός σου και η καλοσύνη σου να μην ακολουθούν μονίμως λαχανιασμένοι μια επίκαιρη εικόνα ή ένα ποστάρισμα κάποιου στο Διαδίκτυο. Να μην ετεροκαθορίζονται, να μην έχουν ανάγκη την αφορμή για να εκφραστούν.