Από το μοντέλο της στέγασης, που ίσχυε μέχρι σήμερα, στο μοντέλο της ένταξης θέλει να περάσει η κυρία Ειρήνη Αγαπηδάκη, ειδική γραμματέας Προστασίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων στο υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου. Ο εκτιμώμενος αριθμός των ασυνόδευτων στην Ελλάδα σήμερα είναι 4.684 – περίπου 1.000 βρίσκονται στα ΚΥΤ στα νησιά και 178 σε προστατευτική φύλαξη (π.χ. σε αστυνομικά τμήματα). Η τεχνική εκπαίδευσή τους, ο επαγγελματικός προσανατολισμός, η ελληνομάθεια, η αγωγή του πολίτη και ζητήματα που σχετίζονται με την έμφυλη βία είναι ανάμεσα στις πρώτες προτεραιότητες της κυρίας Αγαπηδάκη ώστε να μπορέσουν να ενταχθούν στην Ελλάδα.

Πώς είναι η κατάσταση με τους ασυνόδευτους ανηλίκους σήμερα;

«Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς σε τι χάος κολυμπά το σύστημα που λέγεται «προστασία ασυνόδευτων ανηλίκων» – δηλαδή δεν υπάρχει τίποτε θεσμικά που να προβλέπει από το πιο απλό, όπως το πώς διαχειρίζεται κανείς ένα αίτημα στέγασης, μέχρι το πώς φεύγει το παιδί από το ΚΥΤ και έρχεται σε μια δομή. Υπάρχουν υπηρεσιακές διαδικασίες αλλά πρέπει να θεσμοθετηθούν επίσημα. Το νομικό πλαίσιο είναι απολύτως στοιχειώδες και θέλει πολύ μεγάλη συμπλήρωση. Να σας δώσω ένα παράδειγμα, έχει βγει ο ΠΑΑΥΠΑ (Προσωρινός Αριθμός Ασφάλισης και Υγειονομικής Περίθαλψης Αλλοδαπού) που δίνει πρόσβαση στα παιδιά στο σύστημα Υγείας, αλλά πάντα στην εφαρμογή προκύπτουν προβλήματα. Φτάνουν στο γραφείο μου περιπτώσεις όπως ένα παιδί που πρέπει να κάνει αιμοκάθαρση και δεν έχει ΠΑΑΥΠΑ, ένα άλλο που κάνει αντιρετροϊκή θεραπεία και δεν έχει ΠΑΑΥΠΑ. Ο αγώνας που δίνουμε είναι παιδί-παιδί, γιατί διαφορετικά θα χαθούν άνθρωποι στον δρόμο και δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε. Αυτό το micromanagement για κάθε παιδί πρέπει να γίνει θεσμικό για όλα.

Για να φτιαχτεί το οικοσύστημα της προστασίας των ασυνόδευτων ανηλίκων, στη δομή της Ειδικής Γραμματείας υπάρχει ένα τμήμα που θα ασχοληθεί αποκλειστικά με τη θεσμική διασφάλιση. Ενα άλλο τμήμα θα ασχολείται με τη στέγαση. Ενα άλλο με την αξιολόγηση των δομών, των προγραμμάτων και των πολιτικών, ώστε να έχουμε επιτέλους μια βάση δεδομένων και να μπορούμε να βελτιώνουμε το σύστημα. Και το τμήμα ένταξης».

Το οποίο είναι το δυσκολότερο;

«Στην Ελλάδα δεν έχουμε κάνει τίποτε συστηματικό για την ένταξη. Ενταξη δεν είναι αυτό που έχει περάσει με τον εύκολο λαϊκισμό, επιδοματική πολιτική. Για εμάς είναι απόλυτη προτεραιότητα να περιλαμβάνει και τον επαγγελματικό προσανατολισμό, και την ελληνομάθεια, και την αγωγή του πολίτη, και ζητήματα που σχετίζονται με την έμφυλη βία. Για τους ασυνόδευτους ανηλίκους έχουμε πολλά κατακερματισμένα πράγματα. Στον τομέα της εκπαίδευσης έχουμε πάρα πολλά κομμάτια άτυπης εκπαίδευσης, στα ΚΥΤ, στις δομές, επιμορφώσεις, δραστηριότητες, αλλά όλα αυτά πρέπει να αποτελούν μέρος επίσημης εκπαίδευσης».

 Μερικά παιδιά παρά τις αντιξοότητες καταφέρνουν να πετύχουν, όπως τα τρία που έλαβαν πρόσφατα υποτροφίες για σπουδές στην Ελλάδα και στη Γαλλία.

«Τα καλά παραδείγματα είναι πραγματικά κόντρα σε όλες τις πιθανότητες. Εμένα με ενδιαφέρουν κυρίως όλοι οι άλλοι. Αρκετοί έφηβοι δεν έχουν πάει ποτέ σχολείο. Είναι άδικο να τους στερούμε την τεχνική εκπαίδευση για να βρουν δουλειά, το οποίο είναι αυτό που πρωτίστως τους απασχολεί. Χρειάζονται ενταξιακά προγράμματα που θα παντρεύουν τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών με τις ευκαιρίες που θέλουμε να δώσουμε στα ασυνόδευτα ανήλικα, γιατί αλλιώς δεν προχωρεί το μοντέλο της ένταξης. Δηλαδή υπάρχει μια μετακίνηση από το «να τα στεγάσουμε», που είχαμε μέχρι τώρα, στο «να τα εντάξουμε»».

Ενας ασυνόδευτος που γίνεται 18 ετών πού πάει;

«Συνήθως οι δομές προσπαθούν να κρατάνε το παιδί λίγο παραπάνω, δεν το διώχνουν μόλις γίνει 18 για να μη μείνει στον δρόμο. Δεν συνειδητοποιούμε ότι τα δικά μας παιδιά στα 18 τα θεωρούμε πολύ μικρά. Η ελληνική πολιτεία πρέπει να εξετάσει μια λύση προστασίας τους τουλάχιστον μέχρι τα 21».

Εκφράζονται υποψίες ότι ενήλικοι παριστάνουν τους ανηλίκους.

«Υπήρχε μεγάλη επιμονή της Κομισιόν να γίνει ένα πρόγραμμα προσδιορισμού της ανηλικότητας στην Ελλάδα το 2015. Αυτό άρχισε να υλοποιείται εδώ και έναν μήνα. Εφαρμοζόταν και πριν, αλλά δεν είχε ομοιογένεια γιατί στο ένα νησί δεν ήταν διαθέσιμος ο ψυχολόγος ή ο κοινωνικός λειτουργός που έπρεπε να κάνει την ψυχοκοινωνική αξιολόγηση, στο άλλο νησί δεν ήταν διαθέσιμος ο γιατρός. Εκπονήσαμε ένα σχέδιο με τη συνεργασία του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης και έχουμε τη δυνατότητα να γίνεται όπου χρειάζεται αξιολόγηση προσδιορισμού της ηλικίας με ένα πρωτόκολλο που δεν παραλείπει τα βήματα, πηγαίνοντας κατευθείαν στις ακτινογραφίες».

Είναι πολλά τα ασυνόδευτα που εξαφανίζονται;

«Υπάρχουν παιδιά που δηλώνουν μεγαλύτερη ηλικία για να μην τα καταγράψουν οι ειδικές υπηρεσίες γιατί ο «διακινητής έχει πάντα… δίκιο» – του λέει να πει ψέματα για να τον πάει σε άλλη χώρα. Και σε αυτή την περίπτωση πρέπει να γίνει προσδιορισμός της ηλικίας για να προστατευτεί το παιδί. Είναι δύσκολο το πρώτο διάστημα να πειστεί το ασυνόδευτο ανήλικο να μείνει στον ξενώνα, να πάει σχολείο, να ζήσει την παιδική και εφηβική του ηλικία».

Εξι μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων σας έχετε αλλάξει;

«Είχα μεγάλο άγχος μέχρι να πάρω την απόφαση να αναλάβω αυτή την ευθύνη. Δεν μου ήταν εύκολο να αφήσω τη θέση μου στο πανεπιστήμιο και να επιστρέψω στην Ελλάδα. Υπάρχει κάτι στα ασυνόδευτα ανήλικα που με αγγίζει πολύ, γιατί ο καθένας μας μπορεί να έχει υπάρξει λίγο ή πολύ ασυνόδευτος, με την έννοια ότι δεν είχε τη φροντίδα ή την υποστήριξη που θα ήθελε. Οι κοινωνικές ανισότητες με αγγίζουν πολύ. Εχω ζήσει δύσκολα, μεγάλωσα σε πολύτεκνη οικογένεια σε ένα χωριό της Κρήτης. Ξέρω καλά τι σημαίνει ανισότητα. Το δημόσιο σχολείο, το δημόσιο πανεπιστήμιο μου έδωσαν την ευκαιρία να προχωρήσω στη ζωή μου και να νιώσω στο πετσί μου τι σημαίνει κοινωνική κινητικότητα. Με αγγίζει το ότι έχω την ευκαιρία να δώσω πίσω κάτι απ’ όλα όσα έχω πάρει, και μάλιστα σε έναν πληθυσμό που δεν τον θέλει κανένας – εφήβους».