Ας υποθέσουμε ότι κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ για την Αθήνα.

FADE IN

• Σκηνή 1η: Κέντρο Αθήνας

Ανθρωποι σε στάση και σε κίνηση. Πλάνο πολύ κοντινό, πρόσωπα οικεία και ανοίκεια. Αναπάντεχες συναντήσεις αντικειμένων: καλώδια, σπασμένα κράσπεδα πεζοδρομίων. Ο βιότοπος της πόλης: περιστέρια, σκύλοι αδέσποτοι και πιο σπάνια γάτες. Αδυσώπητο φως σε ακάλυπτους χώρους και σε γωνίες. Εντονο κοντράστ: αμείλικτο γκρίζο στα σπλάχνα του άστεως.

• Σκηνή 2η: Οδός Φιλελλήνων

Βαδίζω αργά. Στη θύμησή μου ο Α. Εμπειρίκος: «Θεέ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».

• Σκηνή 3η: Είσοδος Ζαππείου

Δίπλα από την είσοδο του πάρκου, κάτω από το γυαλί-προθήκη που υπάρχει στο πεζοδρόμιο, τα αρχαία ευρήματα. Πάνω τους περνά πολυσπερμία ποδιών περαστικών ανθρώπων. «Η ζωή δίπλα στα ερείπια είναι για μας αναπόφευκτη. Περπατάμε σε ερειπιώδεις δρόμους που φέρουν αρχαία ονόματα, υπενθυμίζοντας αρχαίες μάχες και καταστροφές. Τα συντρίμμια που μας περιβάλλουν, όχι μόνο τα αρχαία, αλλά ακόμα και τα σπασμένα μάρμαρα στις πλατείες ή στις προσόψεις των ξενοδοχείων γίνονται ο «καθρέφτης» στον οποίο διακρίνουμε το είδωλό μας, καταλήγοντας κάποιες φορές να μισούμε μια εκδοχή αυτού που βλέπουμε. Κι έτσι επιλέγουμε απλώς να μην κοιτούμε. Εδώ μάλλον βρίσκεται κι η ουσιαστική περιπλοκή: στο διαρκές αίσθημα ότι το παρελθόν μας αποτελεί ταυτόχρονα υπενθύμιση και αναπόφευκτο αίτιο της σημερινής μας κατάστασης» γράφει ο συγγραφέας Χρήστος Χρυσόπουλος στο εξαιρετικό βιβλίο του «Φακός στο στόμα».

• Σκηνή 4η: Δεξαμενή

Μια πόλη είναι ένα δοχείο ζωής. Αλλά κι ένα παιχνίδι με συμβάντα, με γεγονότα. Μια αφήγηση. Από αυτό το παιχνίδι, την περιπέτεια για την ανακάλυψη του νέου κόσμου που υπάρχει μέσα στην πραγματικότητα και προεκτείνεται με τη φαντασία, οδηγήθηκα στην ανάγνωση του περιβάλλοντος και αργότερα στη συγγραφή. Κάθομαι σε ένα παγκάκι στην πλατεία Δεξαμενής. Παρατηρώ τα παιδιά που παίζουν μπάλα. Γνώρισα την πόλη μου παίζοντας. Τρέχοντας να πιάσω την μπάλα, παίρνοντας ανθρώπους από πίσω, ακολουθώντας ένα σκυλί. Βρήκα παράξενες γωνίες, κρυφά δρομάκια, αντικείμενα. Μεγάλωσα μαζί της. Και τώρα που είναι τραυματισμένη νιώθω τις πληγές της. Η «αισθηματική μου αγωγή» συντελέστηκε μέσα από το διάβασμα αλλά και μέσα από όσα εκτυλίσσονταν στο περιβάλλον μου και στην πόλη μου. Μια θραυσματική πόλη ιδανική για περιπλάνηση.

• Σκηνή 5η: Προσφυγικά Αλεξάνδρας

Μοιάζουν με Lego από μπετόν και πέτρα, λειτουργικές εφαρμογές ενός αυστηρού, μηχανιστικού και κλινικά απονευρωμένου Bauhaus. Χτίστηκαν το 1933 προκειμένου να στεγάσουν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Ηταν χαρακτηριστικό δείγμα μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα και το πρώτο δείγμα λαϊκής πολυκατοικίας. Στους τοίχους τους υπάρχουν ακόμη οι σφαίρες από τον εμφύλιο πόλεμο. Ξεφτισμένα από τον χρόνο, ωχρά και ημιερειπωμένα, επιμένουν ακόμη να ξυπνούν αναμνήσεις. Η ιστορία γραμμένη στο κτίριο. Απέναντι, το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Μου θυμίζει τη διπλωματική μου στην Αρχιτεκτονική. Μετατροπή του γηπέδου του ΠΑΟ σε πολυπολιτισμικό κέντρο, υπέργεια σύνδεση με τα προσφυγικά και χωροταξική αφομοίωση στη γειτονιά.

• Σκηνή 6η: Αθηνάς – Μοναστηράκι

Ο Βίκτωρ Ουγκώ έλεγε ότι οι καθεδρικοί ναοί ήταν «τα βιβλία» της εποχής τους. Πάνω τους ήταν εγγεγραμμένα τα ίχνη του χρόνου. Οπως ένα παλίμψηστο. Τοιχογραφίες έμπαιναν πάνω σε τοιχογραφίες, επιγραφές πάνω σε επιγραφές. Ο καθεδρικός ναός ήταν σαν ένα βιβλίο που ξετύλιγε την ιστορία του κάθε τόπου, της κάθε πόλης. Οταν σπούδαζα, χρησιμοποιούσαμε την πόλη ως εργαστήριο. Η Αθήνα είναι ένα χαοτικό εργαστήριο, γεμάτο ιστορίες. Η πόλη αυτή μιλάει. Δεν μπορεί να κρύψει τίποτε. Δύσκολα να βρεις κάτω κείμενο. Τα εκφράζει όλα στην επιδερμίδα, στην όψη της. Μια πόλη-παλίμψηστο. Βγάζεις τη μια στρώση και αποκαλύπτεται μια άλλη πιο παλιά, πιο τραυματική. Σπασμένες εικόνες παμπάλαιες, παλιές και νέες. Στην Αθηνάς οι τζακαράντες σκαρφαλώνουν απ’ τα φουρούσια των νεοκλασικών μπαλκονιών για να δουν ουρανό και αδημονούν να ντύσουν μοβ τα πεζοδρόμια με την ανθοφορία τους. Τα περιστέρια πλανάρουν χαμηλά και τσιμπολογούν μέσα από τα σακούλα με τα ξηροκάρπια ή από τις ζωοτροφές. Στο Μοναστηράκι, υπαίθριες αγορές, νεοκλασικά σπίτια, σύγχρονα κτίρια, κλειστά μαγαζιά, πλανόδιοι πωλητές, σουβλατζίδικα, υπαίθριος τζόγος και αρχαία ερείπια. Ρούχα, σωλήνες και σιδερικά, τυριά, λουλούδια, κρέατα, μπαχάρια στην Αθηνάς, πανδαισία χρωμάτων.

• Σκηνή 7η: Λόφος Λυκαβηττού

«Νοικιάσαμε ένα δωμάτιο σε ένα μάλλον μίζερο ξενοδοχείο, κοντά στην πλατεία Ομόνοιας… Περνούσαμε τις ημέρες μας στους δρόμους, στις αγορές, στο λιμάνι, στην κορυφή του Λυκαβηττού, στα μουσεία, αλλά κυρίως πάνω στην Ακρόπολη και στην Πνύκα, από όπου ατενίζαμε την Ακρόπολη… Επάνω στην Πνύκα, επικαλούμασταν τους χαμένους αιώνες, τις συναθροίσεις, τα πλήθη, το βόμβο της αρχαίας Αθήνας. Αλλά συχνότερα, συγκινημένοι, σιωπούσαμε. Κάτω από το ηλιοβασίλεμα, εξακριβώνω ότι ο Υμηττός ήταν πράγματι βιολετής, μενεξεδένιος…» – Simone de Beauvoir, «La Force de l’ Αge»,1937.

Από το ύψος της κορυφής του, με μια περιστροφή 360 μοιρών, ανοίγοντας τα χέρια αγκαλιάζεις σε έναν πίνακα όλη την Αθήνα. Τέτοια ύψη εμπνέουν μεγάλους καλλιτέχνες σαν τον Οσκαρ Ουάιλντ, ο οποίος είχε πει: «Η ζωή μιμείται την Τέχνη περισσότερο απ’ ό,τι η Τέχνη μιμείται τη ζωή». Ανέφερε μάλιστα για παράδειγμα τις ομίχλες του Λονδίνου, οι οποίες υπήρχαν φυσικά από αιώνες. Ωστόσο οι άνθρωποι ουσιαστικά είδαν για πρώτη φορά αυτές τις υπέροχες καφέ ομίχλες, που αναδύονταν από τα σοκάκια και θόλωναν τις λάμπες του γκαζιού και μετέτρεπαν τα σπίτια σε σκιές, μόνο όταν οι ζωγράφοι και οι ποιητές τούς έδειχναν την ομορφιά του αποτελέσματος αυτών των φυσικών φαινομένων. Ηταν πράγματα που βρίσκονταν ανέκαθεν εκεί, αλλά δεν «υπήρχαν», μέχρι που η τέχνη τα εφηύρε και τα έφερε στο φως. Σήμερα, ο Λόφος ζητεί φροντίδα και καλύτερη μεταχείριση. Είναι μια μεγάλη ευκαιρία που κάθεται και περιμένει.

• Σκηνή 8η: Ακρόπολη

Τόπος του αρχαιότερου πολιτισμού της Ευρώπης, τόπος των μαρμάρινων ερειπίων, τόπος καρτερικός των ξενιτεμένων σπαραγμάτων της, τόπος της Ακρόπολης και των μεγάλων φιλοσόφων. Η αρχαία ελληνική γραμματεία έφερε το φως του πολιτισμού στον κόσμο. Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, τα είπαν όλα. Μια κληρονομιά πολύ βαριά για μια πόλη που αποχρωματίζεται. Τι σημαίνει για μας, τους κατοίκους της; Είναι φορές που η Ακρόπολη μοιάζει σαν να έχει στηθεί εκεί για να φωτογραφηθεί ο κόσμος μπροστά της. Μοιάζει να είναι το ντεκόρ. Αλλες φορές μοιάζει με ανεκτίμητο θησαυρό που συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία της ελληνικότητας, μοιάζει με υπόσχεση πως θα έρθει κάποτε μια μέρα.

FADE OUT

«Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό» έγραψε κάποτε ο Γ. Σεφέρης

Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.