Όπως έχει γραφτεί πολλές φορές, το τέλος των μνημονίων δεν σημαίνει το τέλος της επιτήρησης της ελληνικής οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Αυτό αφορά και την επιτήρηση στην οποία βρίσκονται όλες οι ευρωπαϊκές χώρες μέσω του θεσμού του «ευρωπαϊκού εξαμήνου» (που αφορά τη διαρκή παρακολούθηση των ευρωπαϊκών οικονομιών ως προς την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, αλλά και την αναπτυξιακή δυναμική) και την ειδική ενισχυμένη εποπτεία στην οποία υπόκειται η Ελλάδα ως χώρα που μόλις βγήκε από «πρόγραμμα» (δηλαδή μνημόνιο).

Στην περίπτωση της Ελλάδας οι συγκεκριμένες διαδικασίες εποπτείας έχουν και ένα επιπλέον κίνητρο. Η επιτυχής αξιολόγηση είναι αναγκαία συνθήκη προκειμένου να ενεργοποιηθούν τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, ξεκινώντας από την επιστροφή των κερδών των ελληνικών ομολόγων που κρατούσαν οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες και του επιπλέον επιτοκίου των δανείων του EFSF. Ο συνδυασμός των δύο αυτών διαμορφώνει μια δόση 970 εκατομμυρίων ευρώ που θα κριθεί από την πολιτική απόφαση του Eurogroup της 11ης Μαρτίου.

Οι πραγματικές ανισομέρειες της ελληνικής οικονομίας

Η πρώτη από τις δύο εκθέσεις εντάσσεται στο θεσμό του «ευρωπαϊκού εξαμήνου» και αφορά την πρόοδο ως προς την αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων.

Η συγκεκριμένη έκθεση διαπιστώνει καταρχάς ότι η δυναμική της ανάπτυξης παραμένει χαμηλή εξαιτίας της απώλειας φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου ως αποτέλεσμα χαμηλού ρυθμού επενδύσεων και της μετανάστευσης ειδικευμένου εργατικού δυναμικού την περασμένη δεκαετία.

Επισημαίνει μάλιστα ότι μπορεί να ανακάμπτουν κάπως οι επενδύσεις, αλλά το ποσοστό 13% των επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ παραμένει ακόμη το χαμηλότερο στην Ευρώπη, ενώ την ίδια στιγμή αναδεικνύει και το πρόβλημα των χαμηλών δημόσιων επενδύσεων.

Η έκθεση αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα έχει καταφέρει να πετύχει τους δημοσιονομικούς στόχους ως προς τα πρωτογενή πλεονάσματα και υποστηρίζει ότι θα συνεχίσει να το κάνει και το επόμενο διάστημα.

Όμως, την ίδια στιγμή επισημαίνει και τις μεγάλες περιφερειακές ανισότητες. Ακόμη και σήμερα ο μέρος όρος των λοιπών ελληνικών περιφερειών πλην Αττικής βρίσκεται στο 60% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της πρωτεύουσας.

Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο επιμένει ότι το βασικό είναι να καλυφθεί το επενδυτικό χάσμα, με ιδιαίτερη έμφαση στις μεταφορές και τα logistics, την αναζωογόνηση των αστικών και υποβαθμισμένων περιοχών, την ενεργειακή αποδοτικότητα και τις υποδομές, την προστασία του περιβάλλοντος, τις ψηφιακές τεχνολογίες, την εκπαίδευση, την κοινωνική ενσωμάτωση, την υγεία και την έρευνα και ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης της έξυπνης εξειδίκευσης στον αγροδιατροφικό τομέα και τον τουρισμό.

Ως προς το θέμα του χρέους επιμένει ότι η βιωσιμότητά του εξαρτάται από την προώθηση των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων και την τήρηση των δημοσιονομικών στόχων.

Την ίδια στιγμή επιμένει ότι η συνολική καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδας παραμένει ιδιαίτερα αρνητική και ότι χρειάζεται ειδική προσπάθεια ώστε να μεταφερθούν επενδύσεις και πόροι σε διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους και να μειωθεί η εξάρτηση από εισαγωγές. Παράλληλα και εδώ επισημαίνεται η ανάγκη να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων ως βασική πρόκληση για τον τραπεζικό τομέα.

Ως προς την ανεργία σημειώνει ότι παρά την υποχώρηση παραμένει ιδιαίτερα υψηλή, ενώ την ίδια ώρα επισημαίνει τον κίνδυνο οι πρόσφατες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού να διακυβεύσουν τα κέρδη στην ανταγωνιστικότητα που είχαν επιτευχθεί τα προηγούμενα χρόνια.

Τέλος, η έκθεση επισημαίνει την ανάγκη να προχωρήσουν οι αλλαγές στις αγορές προϊόντων, στους κλάδους δικτύων (ενεργειακών και άλλων) αλλά και στη δημόσια διοίκηση και τη δικαιοσύνη.

Όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «βαθμολογεί» την Ελλάδα

Από τη μεριά της, η έκθεση αξιολόγησης που εντάσσεται στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας προχωρά σε πολύ πιο συγκεκριμένη «βαθμολόγηση» της ελληνικής οικονομίας και των μέτρων που έχει λάβει η κυβέρνηση.

Ας μην ξεχνάμε ότι ειδικά αυτή η έκθεση θα παίξει και σημαντικό ρόλο στην πορεία προς το Eurogroup της 11ης Μαρτίου όπου και θα ληφθούν οι κρίσιμες αποφάσεις για την αποταμίευση της δόσης των 970 εκατομμυρίων ευρώ.

Η έκθεση αναγνωρίζει σημαντική πρόοδο ως προς την τήρηση των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Ελλάδα το καλοκαίρι του 2018 ως όρο για την επιτυχή ολοκλήρωση του «ελληνικού προγράμματος», αλλά και τα ζητήματα που παραμένουν ανοιχτά.

Έτσι επιμένει ότι πρέπει να επιτευχθεί ο στόχος να φτάσει τους 12.000 υπαλλήλους η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων για να μπορεί να φέρει σε πέρας το έργο της. Την ίδια στιγμή επισημαίνει την ανάγκη να μην υπερβαίνονται τα όρια τόσο στην πρόσληψη μονίμου προσωπικού όσο και στην πρόσληψη συνταξιούχων.

Ως προς τον χρηματοοικονομικό τομέα η έμφαση είναι στο ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να εξεταστούν πιο προσεκτικά διάφορες πλευρές του κυβερνητικού σχεδίου για την προστασία πρώτης κατοικίας έτσι που και λειτουργικό να είναι και να μπορεί φέρει μια καλύτερη «κουλτούρα πληρωμών». Αντίστοιχα, ως προς τα άλλα εργαλεία που έχουν προταθεί για το συνολικότερο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, επιμένουν ότι πρέπει να εξεταστούν και από την οπτική της μη παραβίασης των κατευθύνσεων περί ανταγωνισμού.

Παράλληλα, και εδώ επισημαίνεται η ανάγκη να μην έχουν κόστος στην ανταγωνιστικότητα η αύξηση του κατώτατου μισθού και η κατάργηση του υποκατώτατου, ενώ υπογραμμίζεται και η ανάγκη να προχωρήσει η διαδικασία ιδιωτικοποίησης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ.

Τέλος, αναδεικνύουν και εδώ την ανάγκη να προχωρήσει η εφαρμογή των αλλαγών στη δημόσια διοίκηση.

Σε αυτό το φόντο ως προς τα 16 προαπαιτούμενα που είχαν τεθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι ως προς τα 10 έχουν τηρηθεί οι δεσμεύσεις, όμως υπάρχουν ζητήματα σε έξι από αυτά:

-Ως προς τα δημόσια έσοδα και την ΑΑΔΕ πρέπει να συνεχιστούν οι αλλαγές στη διαχείριση ανθρωπίνων πόρων, να υιοθετηθεί νομοθεσία για την πειθαρχική, ποινική και αστική ευθύνη των υπαλλήλων της, να αποκτήσει επιπλέον προσωπικό μέσω «κινητικότητας» και να υιοθετηθεί νομοθεσία για τις αλλαγές καυσίμων. Σημειώνουμε ότι η έκθεση επισημαίνει ότι οι ελληνικές αρχές δήλωσαν ότι δεν σκοπεύουν να προχωρήσουν σε αλλαγές στο σύστημα των δόσεων για τις φορολογικές και ασφαλιστικές οφειλές, σε αντίθεση με τις κυβερνητικές εξαγγελίες.

– Ως προς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, η κύρια έμφαση είναι στα ανοιχτά θέματα που υπάρχουν με το σχέδιο για το νόμο που θα διαδεχθεί το νόμο Κατσέλη, αλλά και τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς.

– Ως προς το ΤΧΣ να ολοκληρωθεί ο διορισμός του αναπληρωτή Διευθύνοντος Συμβούλου και της κενής θέσης στο Γενικό Συμβούλιο.

– Να υπάρξει νέα προσπάθεια πώλησης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ μετά την αποτυχημένη πρώτη προσπάθεια ιδιωτικοποίησης

– Να προχωρήσει η διαδικασία παραχώρησης της Εγνατίας Οδού που εκκρεμεί

– Να ολοκληρωθούν οι μεταρρυθμίσεις που αφορούν τη δημόσια διοίκηση, αν και η έκθεση αναγνωρίζει ότι προχωρούν οι διαδικασίες ως προς τους διοικητικούς γραμματείς και αποδέχεται το χρονοδιάγραμμα της ελληνικής πλευράς.

Τα «καμπανάκια» της Κομισιόν

Παρότι η έκθεση παρουσιάζει μια εικόνα ως προς άμεσα αναγκαία βήματα που αφορούν τα 16 βασικά προαπαιτούμενα, στα επιμέρους κεφάλαια έχει πλήθος προειδοποιήσεων προς την ελληνική πλευρά.

Επισημαίνει τους κινδύνους από την υπόθεση των αναδρομικών και την ακόμη άγνωστη κλίμακα της τελικής επιβάρυνσης. Περιέχει αναλυτικές αντιρρήσεις για το σχεδιαζόμενο πλαίσιο για την προστασία της πρώτη κατοικίας.

Θεωρεί ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα είναι ένα είδος σοκ για μια ακόμη εύθραυστη αγορά εργασίας και ότι τα θετικά μακροοικονομικά αποτελέσματα θα είναι βραχεία, ενώ υπάρχει ο κίνδυνος αρνητικών αποτελεσμάτων στην απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα.

Επιμένει ότι η πολιτική διορισμών μονίμου προσωπικού υπερβαίνει τα όρια που έχουν τεθεί και διατυπώνει ανησυχία και για την αύξηση του αριθμού των συμβασιούχων.

Η ώρα της πολιτικής διαπραγμάτευσης

Παρότι υποτίθεται ότι οι αξιολογήσεις αποτελούν τη βάση, είναι σαφές ότι στο τέλος έχουμε πολιτική απόφαση. Ιδίως η έκθεση της ενισχυμένη εποπτείας είναι σαφώς διατυπωμένη σε αυτό το πνεύμα. Εντοπίζει πλήθος προβλημάτων, κάνει αυστηρές συστάσεις, αλλά και ταυτόχρονα επικεντρώνει σε συγκεκριμένα προαπαιτούμενα.

Στην πραγματικότητα αφήνει ένα περιθώριο να βγει «λευκός καπνός» από το Eurogroup προτάσσοντας κυρίως το θέμα του διάδοχου καθεστώτος για το «Νόμο Κατσέλη» και την πώληση των λιγνιτικών μονάδων (που ούτως ή άλλως η κυβέρνηση έχει πει ότι θέλει να προχωρήσει με νέα διαδικασία).

Είναι χαρακτηριστικό ότι και ο αρμόδιος Επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί σε αυτά τα δύο θέματα επικέντρωσε στη δήλωσή του. Εύλογα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι με ένα νόμο που θα ικανοποιεί τις τράπεζες αλλά και τη Κομισιόν για την προστασία της πρώτης κατοικίας και την εκκίνηση (ή πρόθεση εκκίνησης) νέας διαδικασίας ιδιωτικοποίησης των λιγνιτικών μονάδων, το Eurogroup θα μπορούσε να πάρει θετική απόφαση. Αυτό αντιστοιχεί και στη διαφαινόμενη ευρωπαϊκή βούληση να μην υπάρξει «ελληνικό δράμα» παραμονές των ευρωεκλογών.

Από την άλλη μεριά, οι προειδοποιήσεις και τα «καμπανάκια» προλειαίνουν το έδαφος για ακόμη μεγαλύτερη πίεση σε σχέση με όλα τα άλλα ζητήματα. Ο δρόμος προς τη μεταμνημονιακή «κανονικότητα» κάθε άλλο παρά στρωμένος με ροδοπέταλα είναι.