Πριν από λίγο καιρό διαμέρισμα στο Κολωνάκι επωλήθη προς 280.000 ευρώ, ποσό ακαταφρόνητο, γιατί το ίδιο διαμέρισμα, προ κρίσης, θα επωλείτο στην τριπλάσια τιμή. Ο αγοραστής είναι Τούρκος. Το ίδιο διαμέρισμα παζάρευε έλληνας αγοραστής, ο οποίος ενώ ουσιαστικά το είχε κλείσει για λίγες χιλιάδες ευρώ λιγότερα, μέσα σε μία νύχτα το έχασε διότι μεσολάβησε ο Τούρκος που χωρίς καν να το δει από κοντά, πρόσφερε παραπάνω χρήματα στον πωλητή. Το παραπάνω είναι ένα μάλλον σύνηθες φαινόμενο στην Αθήνα των καιρών μας και όλα ξεκινούν από το περίφημο πρόγραμμα της «Χρυσής Βίζας» που προσφέρει στους αγοραστές από το εξωτερικό το δικαίωμα μόνιμης άδειας παραμονής (και αργότερα ιθαγένειας). Μάλιστα, οι επενδυτές μπορούν να μεταβιβάσουν το ακίνητό τους σε ξένο υπήκοο μαζί με την άδεια παραμονής, χωρίς δηλαδή τον ελάχιστο χρόνο διατήρησης του ακινήτου στην κατοχή τους πριν από τη μεταβίβαση.

 Ευκατάστατοι Τούρκοι λοιπόν, άνθρωποι που δεν μπορούν να έχουν το κεφάλι τους και τόσο ήσυχο στην ταλαιπωρημένη από το τρέχον καθεστώς πατρίδα τους, επιχειρηματίες που θέλουν να έχουν πρόσβαση σε χώρες εντός Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αγοράζουν πάμφθηνα και σχεδόν στα τυφλά ακίνητα στην Ελλάδα ώστε μαζί με αυτά να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια, της οποίας η αίτηση μπορεί να κατατεθεί έπειτα από επτά χρόνια διατήρησης της άδειας παραμονής.

Μάλιστα, άδεια παραμονής μπορούν να εξασφαλίσουν όλα τα μέλη της οικογένειας του αγοραστή. Η σύζυγος, τα παιδιά μέχρι 21 ετών, καθώς επίσης και οι γονείς των συζύγων. Ακόμα και μετά τα 21 τους χρόνια, τα παιδιά μπορούν να λάβουν παράταση της άδειας παραμονής για τρία χρόνια. Ασε δε που δεν είναι καν απαραίτητο για τον αγοραστή του ακινήτου ή για τα μέλη της οικογένειάς του να μένουν στην Ελλάδα προκειμένου να διατηρήσουν τις άδειες παραμονής. Αν λοιπόν έχεις κάποια χρήματα στην άκρη και θέλεις να αγοράσεις όποια ιθαγένεια σου κάνει κέφι, μπορείς να το κάνεις, αρκεί να τα «σκάσεις» και να γίνεις ιδιοκτήτης ακινήτου στη χώρα της επιλογής σου. Δεν χρειάζεται καν να κάνεις «λευκό» γάμο με πολίτη αυτής της χώρας, όπως ξέραμε ότι συνήθως συμβαίνει.

Η Αθήνα (και όχι μόνο αυτή γιατί το φαινόμενο δεν αφορά μόνο την πρωτεύουσα) μετατρέπεται σιγά σιγά σε Μητρόπολη – Καταφύγιο ξένων πλουσίων από χώρες που δεν ανήκουν στην ΕΕ. Κάτι σαν μια Γειτονιά των Καταφρονημένων για να θυμηθώ τον τίτλο της ξεχασμένης ταινίας του Ακίρα Κουροσάβα. Βέβαια, αν το πρόγραμμα συνεχιστεί (και γιατί να μη συνεχιστεί;), δεν θα μιλάμε πλέον για γειτονιά αλλά για χώρα ολόκληρη στην οποία η εθνική ταυτότητα θα έχει γίνει ανέκδοτο και άσε τους πατριώτες να φωνάζουν συνθήματα στις παρελάσεις. Θα είναι μια γραφική, εντελώς passé μειονότητα μπροστά στο θηρίο της παγκοσμιοποίησης που είναι πλέον η πραγματικότητα.

Δεν είμαστε βεβαίως η μόνη χώρα στην οποία συμβαίνει αυτό. Η Βαβέλ στις κοινωνίες της Ευρώπης είναι κοινός τόπος. Στο Λονδίνο, για παράδειγμα, εδώ και χρόνια οι βέροι Βρετανοί είναι είδος προς εξαφάνιση. Γνωρίζω περίπτωση που πορτογάλος εστιάτορας έκλεισε την επιχείρησή του για να γίνει πορτιέρης στη Γαλλία όπου μετανάστευσε, την ώρα που γάλλος συνάδελφός του αγόρασε έπαυλη στο… Πόρτο για τις διακοπές του. Η Ελλάδα όμως είναι μια χώρα που έφτασε σε αυτό το σημείο του ξεπουλήματος βίαια, άτσαλα και σερνάμενη από τη μύτη εξαιτίας των υποχρεώσεων που της επέβαλε η οικονομική κρίση, εξαιτίας του χυδαίου ξεπουλήματός της.

Αλλά για κοίτα, λέω, στη δεκαετία του 1990 όταν η πόρτα των ελληνοαλβανικών συνόρων άνοιξε, η Ελλάδα γέμισε από ανθρώπους χωρίς μοίρα, απεγνωσμένους που ζητούσαν να πιαστούν από κάπου για μια νέα αρχή στην ταλαιπωρημένη ζωή τους. Κάποιοι από αυτούς ήταν νοικοκύρηδες, με όρεξη για δουλειά. Δούλεψαν και πέτυχαν. Κάποιοι ήταν εγκληματίες. Και τις συνέπειες των εγκλημάτων τους λίγο ώς πολύ όλοι τις γνωρίζουμε.

Σήμερα; Σήμερα δεν χρειάζεται καν να ανοίξει πόρτα συνόρων. Η ελληνική ιθαγένεια είναι το πιο εύκολο πράγμα για να αποκτήσει κανείς. Αρκεί να έχει τα φράγκα.