Την αποχώρηση της χώρας του από τον OPEC τον ερχόμενο Ιανουάριο προανήγγειλε ο υπουργός Ενέργειας του Κατάρ Σαάντ Σερίντα αλ Κααμπί, μόλις τρεις ημέρες πριν από την εξαμηνιαία υπουργική συνάντηση του Οργανισμού στη Βιέννη, στην οποία, όπως ήταν επόμενο, κυριάρχησαν οι υπαρξιακοί προβληματισμοί και η γεωπολιτική. Διότι πρόκειται για μια απόφαση-κόλαφο για το πάλαι ποτέ κραταιό πετρελαϊκό καρτέλ, που αποτυπώνει ταυτόχρονα την πολιτική διαίρεση και αποδυνάμωση του αραβικού κόσμου.

Ο καταριανός υπουργός είπε ότι στόχος της κυβέρνησής του είναι να εστιάσει η χώρα του την προσοχή της στην παραγωγή φυσικού αερίου – το Κατάρ παράγει συγκριτικά με τους εταίρους του ελάχιστο πετρέλαιο, αλλά είναι η κορυφαία χώρα παραγωγής φυσικού αερίου στον κόσμο. Ο Αλ Κααμπί υποστήριξε επίσης ότι η απόφαση της Ντόχα δεν συνδέεται με πολιτικές σκοπιμότητες.

Η αλήθεια είναι, ωστόσο, ότι οι σχέσεις του Κατάρ με τις άλλες αραβικές χώρες του Κόλπου αλλά και με τις ΗΠΑ έχουν ψυχρανθεί τα τελευταία χρόνια. Τον Ιούνιο του 2017 η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν και η Αίγυπτος επέβαλαν εμπάργκο στο Κατάρ, ενώ εξέδωσαν και ταξιδιωτικές οδηγίες αποτρέποντας τα ταξίδια σε αυτό κατηγορώντας την Ντόχα ότι χρηματοδοτεί την τρομοκρατία και παρεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών. Αλλά και οι ΗΠΑ σκέπτονται να κλείσουν τη μεγάλη στρατιωτική βάση που διατηρούν στο Κατάρ, σύμφωνα με δημοσίευμα των «New York Times».

Το Κατάρ παράγει μόνο 600.000 βαρέλια πετρελαίου ημερησίως, που αντιστοιχούν μόλις στο 2% της συνολικής παραγωγής του OPEC (η Σαουδική Αραβία παράγει άνω των 10 εκατ. βαρελιών ημερησίως). Είναι όμως ιδρυτικό μέλος του 15μελούς Οργανισμού (1961), ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει απολέσει πολλή από την…  επιδραστικότητά του στις αγορές. Για γεωπολιτικούς λόγους, όπως είναι η διεθνής απομόνωση του Ιράν ή οι πολιτικο-θρησκευτικές διαφορές Ριάντ – Τεχεράνης, αλλά και εξαιτίας της ανάδειξης μιας άτυπης τρόικας, η οποία επηρεάζει τα τελευταία χρόνια τις τιμές του «μαύρου χρυσού». Την πετρελαϊκή αυτή τρόικα συνιστούν η Σαουδική Αραβία, η Ρωσία και οι ΗΠΑ.

Αλλάζουν οι συσχετισμοί

Πρόκειται για μια παράδοξη τρόικα με παρασκηνιακό χαρακτήρα, η αποτελεσματικότητα της οποίας δεν είναι απόρροια της στενής συνεργασίας μεταξύ των μερών της – της φανερής τουλάχιστον. Το 2016, για παράδειγμα, η νεοπαγής αυτή συμμαχία κατάφερε να υπερδιπλασιάσει τις τιμές του αργού στις διεθνείς αγορές μετά την κατάρρευσή τους το 2014 και το 2015 από τα 110 στα 30 δολάρια το βαρέλι.

Αυτό επιτεύχθηκε χάρη στην πρωτοφανή στα πετρελαϊκά χρονικά τήρηση της συμφωνίας Σαουδικής Αραβίας – Ρωσίας για μείωση της παραγωγής. Συνεργάστηκε, δηλαδή, αποτελεσματικά η μεγαλύτερη παραγωγός του ΟPEC με τη μεγαλύτερη παραγωγό πετρελαίου που δεν μετέχει στον Οργανισμό – σημειωτέον ότι οι χώρες-μέλη του OPEC συμμετέχουν κατά 42% περίπου στην παγκόσμια πετρελαϊκή παραγωγή. Η επιτυχία πιστώνεται και στην πολιτική της Ουάσιγκτον, που σιωπηρώς στήριξε την αύξηση των τιμών για να ευνοήσει κυρίως τους αμερικανούς παραγωγούς σχιστολιθικού πετρελαίου που είχαν καταστραφεί από την κατάρρευση των τιμών.

Η ισχύς και η αποτελεσματικότητα των νέων ισχυρών του πετρελαίου αποδίδεται πρωτίστως στην πολιτική βούληση της Ριάντ και της Μόσχας να τηρούν όσα συμφωνούν. Και η θεαματικά εγκάρδια χειραψία του ρώσου ηγέτη Βλαντίμιρ Πούτιν με τον διάδοχο του σαουδαραβικού θρόνου Μοχάμαντ μπιν Σαλμάν στη σύνοδο κορυφής του G20 στο Μπουένος Αϊρες επιβεβαίωσε τη βούληση αυτή. Δεν είναι τυχαίο ότι τη Δευτέρα στις διεθνείς αγορές οι τιμές του πετρελαίου σημείωσαν τη μεγαλύτερη ημερήσια άνοδο από τον περασμένο Ιούνιο. Εν κατακλείδι στο ερώτημα ποιος καλύπτει το κενό από τη διεθνή αποδυνάμωση του φυλλοροούντος OPEC, η απάντηση είναι: «Η Μόσχα». Οι Σαουδάραβες είναι εκείνοι που την έβαλαν ως «σφήνα» στις παραδοσιακές σχέσεις γεωπολιτικής συνεργασίας τους με την Ουάσιγκτον.