Η κατάσταση στην Ευρώπη την αυγή του 2018 είναι ασαφής, απροσδιόριστη και εύθραυστη. Η Γηραιά Ηπειρος, το λίκνο του πολιτισμού, αντιμετωπίζει μείζον πρόβλημα ταυτότητας. Οι οικονομικές της δομές, κλονισμένες, χρήζουν ριζικών αλλαγών. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις, το γεγονός της εκλογής του Τραμπ, το Brexit, η τρομοκρατία και το Προσφυγικό δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα στις ισορροπίες δυνάμεων των κρατών-μελών της Ενωσης, μέσα στην οποία η Ευρώπη παλεύει να αρθρώσει έναν συνεκτικό λόγο. Μιλάμε για μια υποτιθέμενα ενωμένη Ευρώπη, για ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά πειράματα στην Ιστορία, το οποίο προς το παρόν εφαρμόζεται κυρίως σε οικονομικό πλαίσιο, ενώ ο κόσμος ταλανίζεται από φαινόμενα ρατσισμού, θρησκευτικού φονταμενταλισμού, κοινωνικού νεοδαρβινισμού, ιδεολογικής σύγχυσης και λαϊκισμού, τα οποία επαναφέρουν συνθήκες που νομίζαμε ότι είχαν περάσει ανεπιστρεπτί.
Μέσα σε αυτή τη δίνη των προβλημάτων μπορεί να υπάρξει χώρος για τον πολιτισμό; Ως συνήθως ο πολιτισμός, η υποτιθέμενη βάση και κοινή αναφορά μιας τεράστιας προσπάθειας για νοηματοδοτημένες συνθήκες ζωής, είναι ο φτωχός συγγενής. Η ταυτότητα όμως κάθε ανάλογης προσπάθειας πλάθεται από μεικτά υλικά. Μπορεί η Ευρώπη να σχηματοποιήσει μια πολυφωνική πολιτιστική ταυτότητα; Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να γίνουν γερές υπερβάσεις σε πολλά δραστικά πεδία. Να υπάρξει μια συνεκτική ουσία καταπολέμησης της μισαλλοδοξίας και του φόβου. Μια ουσία που να συντίθεται από ισχυρές ανθρωπιστικές αξίες, όπως το δίκαιο, η ελευθερία και η αλληλεγγύη, που να συνδέει και ταυτόχρονα να οριοθετεί το εγχείρημα. Στην παρούσα κατάσταση, όλα αυτά ακούγονται, δυστυχώς, ως πολυτέλειες. Ωστόσο, εάν καταφέρει κανείς και παρακάμψει τον ορυμαγδό του επίκαιρου, δεν είναι καθόλου.
Η Τζούλια Κρίστεβα σε πρόσφατο άρθρο της λέει ξεκάθαρα: «Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός μπορεί να είναι ο βασικός δρόμος που θα οδηγήσει τα ευρωπαϊκά έθνη σε μια ομοσπονδιακή, ουσιαστικά ενωμένη Ευρώπη». Φιλόδοξο; Ακρως, αν αναλογιστούμε τη δική μας εμπειρία ως χώρας επί του θέματος.
Ρώτησα τον ειδικό σύμβουλο του υπουργείου Πολιτισμού Ολιβιέ Ντεκότ εάν υπάρχουν σε μια ήπειρο σε κρίση τα στοιχεία εκείνα που μπορούν να ενώσουν πολιτιστικά την Ευρώπη: «Μπορούν να υπάρξουν πολλά. Προσωπικά είμαι υπέρ του φιλόδοξου αλλά δύσκολου στην υλοποίηση πρότζεκτ του προέδρου Μακρόν: την ιδέα ότι κάθε μαθητής, κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής του, μπορεί να έρθει σε επαφή με τις μεγάλες μορφές των κοινών μας πολιτιστικών αναφορών, γύρω από ένα ευρωπαϊκό πολιτιστικό σώμα. Ο καθένας πρέπει να γνωρίζει τι είναι η Ακρόπολη, το Κολοσσαίο, ο καθεδρικός ναός της Ρενς, ποιοι είναι ο Καμόες, ο Θερβάντες, ο Γκαίτε, ο Βικτόρ Ουγκώ, αλλά και ο Αριστοτέλης, ο Μονταίν, ο Σπινόζα, ο Καντ και ο Λοκ. Ο καθένας πρέπει να έχει τη δυνατότητα να μυηθεί στον Μότσαρτ, στον Μπαχ, στον Μπερλιόζ, στον Γιάνατσεκ. Η Ευρώπη πρέπει να υπερασπιστεί τον πολιτισμό της με θετικό τρόπο. Οπως είπε ο Ζακ Λαγκ, «Οικονομία και πολιτισμός, η ίδια μάχη». Οσο για την ελληνική κουλτούρα, η Ευρώπη την έχει απόλυτη ανάγκη. Αυτή η εργασία εξαγωγής πρέπει να συστηματοποιηθεί με λιγότερα εμπειρικά εργαλεία, και με τους αρμόδιους θεσμούς σε πλήρη εγρήγορση. Υπάρχουν άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης που ανανεώνουν και μεγεθύνουν την αντίληψη της σύγχρονης Ελλάδας, την κάνουν λιγότερο φασματική, παγιωμένη, πιο συγκεκριμένη, τη φέρνουν πιο κοντά στις ευρωπαϊκές ψυχές και καρδιές».
Ολα αυτά παραπέμπουν σε μια ανθρωποκεντρική και καθολική παιδεία. Αλλά ας κάνουμε ένα φλας μπακ να θυμηθούμε τι έγραφε το 1929 ο 24χρονος Γιώργος Θεοτοκάς στο περίφημο μανιφέστο του «Ελεύθερο Πνεύμα»: «Η Ελλάδα -ας πω την τρομερή λέξη- δεν επιδιώκει τίποτα το μεγάλο. […] Τι θα συναντήσετε σχεδόν παντού; Ανία, απογοήτευση, νοσταλγία των περασμένων, μοιρολατρία, ηττοπάθεια. […] Είμαστε τσακισμένοι, μαραμένοι, χαμένοι μέσ’ στον κυκεώνα της σύγχρονης ζωής. Κανείς δεν περιμένει κάτι καλό από την Ελλάδα. Καμιά ελπίδα δεν χαράζει πουθενά. Η στιγμή αυτή είναι βέβαια μια θαυμάσια στιγμή».

Είναι φυσικά η προτροπή ενός ενθουσιώδους εικοσιτετράχρονου. Ομως η φράση που μας ταυτίζει με αυτά σήμερα είναι εδώ: «νοσταλγία των περασμένων». Η Ελλάδα τρέφεται από το παρελθόν. Αυτή η τάση παίρνει δύο μορφές: είτε τη μορφή μιας αναθεωρητικής διάστασης (που επεκτείνεται στον χώρο της πολιτικής με συχνό αποτέλεσμα μια νεοδιχαστική τάση) είτε τη μορφή μιας απάθειας, μέσω της νοσταλγίας και της συναισθηματικής ανακίνησης του κόσμου που τον οδηγεί σε αναμηρυκασμούς εθνικοπατριωτικού χαρακτήρα. Και ύστερα, ο Ελληνας είναι φύσει ευρωσκεπτικιστής και εύκολα ταυτίζει τον εαυτό του με το θύμα των ξένων.
Οσον αφορά ειδικότερα τις τέχνες και τα γράμματα, θα περιοριστώ σε δύο παραδείγματα που αποτυπώνουν το πώς η κρίση επηρέασε διαφορετικά πολιτιστικούς χώρους. Στον χώρο του θεάτρου επικρατεί ένας άκρατος μαξιμαλισμός, με 1.600 παραστάσεις ετησίως. Ταυτόχρονα οι πολυάριθμες ομάδες προσπαθούν να υπάρξουν χωρίς χρήματα, με δυναμικό από δεκάδες σχολές υποκριτικής που εκμεταλλεύονται την πρωτοφανή τάση των νέων για καλλιτεχνική έκφραση. Στον αντίποδα, επικο-νοσταλγικές παραστάσεις χρηματοδοτούνται με διείσδυση στον χώρο επιχειρηματιών προερχόμενων από εντελώς διαφορετικούς τομείς, οι οποίοι αντιμετωπίζουν την τέχνη καθαρά ως προϊόν. Μέσα σε αυτό το ασαφές τοπίο βρίσκουν ευτυχώς τον χώρο τους εξαιρετικές παραστάσεις σημαντικών σκηνοθετών και τόσο το Εθνικό Θέατρο όσο και η Στέγη, το ΚΠΣΙΝ αλλά και το Φεστιβάλ Αθηνών παίζουν καταλυτικό ρόλο. Στα θετικά της πολιτιστικής πολιτικής και η επανέναρξη του θεσμού των επιχορηγήσεων.
Από την άλλη, ο χώρος του βιβλίου έχει πληγεί καίρια. Μετά την καρατόμηση του ΕΚΕΒΙ από τον τότε ΥΠΠΟ Κώστα Τζαβάρα το 2013, υπάρχει ένα μέγα κενό. Η εικόνα που έχουν για εμάς οι ξένοι παράγοντες του βιβλίου είναι μιας εξωτικής χώρας από την οποία επιλέγουν κυρίως τα αναγνωρίσιμά της «brands», ήτοι Ζορμπά, μπουζούκι και Αιγαίο! Το δε πρόγραμμα επιχορήγησης μεταφράσεων «Φράσις», ένα σωτήριο και πάμφθηνο πρόγραμμα που θα στοίχιζε περίπου 200.000 ευρώ ετησίως και θα έδινε τη δυνατότητα σε τουλάχιστον 40 ελληνικά βιβλία να κυκλοφορήσουν στο εξωτερικό, έχει παγώσει δυστυχώς εδώ και χρόνια (μαθαίνω ότι μεταφέρθηκε στο Εθνικό Ιδρυμα Πολιτισμού). Αναμφίβολα στο ΥΠΠΟ υπάρχουν στελέχη με know how κι ελπίζουμε σε θετικές πρωτοβουλίες, σε συνδυασμό με την Αθήνα Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου 2018.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, η ανάγκη πολλών ανθρώπων για συγγραφή ακούγεται ίσως ως αντίφαση. Τα μαθήματα δημιουργικής γραφής πληθαίνουν, τα βιβλιόφιλα σάιτ επίσης, οι αυτοεκδόσεις γίνονται της μόδας με αποτέλεσμα έναν πληθωρισμό, που και πάλι έχει την υγιή αλλά και την προβληματική του διάσταση, μια και ο χώρος του βιβλίου θολώνει αναξιοκρατικά. Επιπλέον η ίδια η ύπαρξη του συγγραφέα ως επαγγελματία απειλείται αγρίως.
Πρόσθετα, η πολιτιστική εσωστρέφεια της χώρας δεν αλλάζει εύκολα. Η πολιτική των διορισμών και όχι της πρόσκλησης υποβολής υποψηφιοτήτων για τις πολιτιστικές θέσεις διατηρείται, τα όργανα αυτά έχουν συχνά προβλήματα αρμονικής συνεργασίας και λείπει η εμπιστοσύνη στη νεολαία για θεσμικές θέσεις. «Για τις καλογεννημένες ψυχές, η αξία δεν πάει με τα χρόνια», λέει ο Κορνέιγ στο «Le Cid». Το βήμα έχει γίνει στην Ισπανία, στη Γαλλία, στις χώρες του Βορρά. Γιατί όχι στην Ελλάδα;
Εκείνο που απαιτείται είναι η ουσιαστική συνάφεια με τον πολιτισμό του άλλου, του συγγενούς άλλου που είναι και ο δικός μας πολιτισμός. Είναι το μοίρασμα του δικού μας μύθου με τον μύθο του Γάλλου, του Βέλγου και του Ισπανού και η συνειδητοποίηση ότι στο βάθος όλοι μας, με διαφορετικά χρώματα κι αρώματα, μιλάμε για το ίδιο πράγμα: τα πάθη και τις περιπέτειες της ανθρώπινης φύσης.
Ούτως ή άλλως, βέβαια, ο διάλογος μεταξύ των λαών και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των κρατών-μελών, όταν μιλάμε για πολιτισμό, προϋποθέτει αγώνα σύμπνοιας και όχι αλληλοσφαγής στον βωμό της εξουσίας και του χρήματος. Εναν αγώνα για ουσιαστική βελτίωση των συνθηκών ζωής. Γιατί ο πολιτισμός είναι υπόθεση συλλογική.
Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ