Ξεκινώ με μια φιλοσοφική τοποθέτηση ότι ο πολιτισμός με την ευρύτερή του έννοια είναι η μεζούρα για την πρόοδο και την ευημερία οποιασδήποτε κοινωνίας ή συλλογικού σχηματισμού –και άρα a priori απαραίτητος και αδιαπραγμάτευτος. Ωστόσο τα πρακτικά του οφέλη δεν είναι πάντα απόλυτα μετρήσιμα και για τον λόγο αυτόν ο όρος «βαριά βιομηχανία», όρος εξάλλου που εφευρέθη στη βιομηχανική επανάσταση τον 16ο αιώνα, δεν είναι ίσως ο πιο κατάλληλος για να περιγραφεί τι συγκεκριμένα μπορεί να προσφέρει ο πολιτισμός, και δη το σινεμά, στο ΑΕΠ της χώρας.
Αλλάζοντας κάπως την ερώτηση στο «μπορεί ο κινηματογράφος να γίνει μέσο εισαγωγής χρήματος και εξαγωγής προϊόντος για την Ελλάδα;» η απάντησή μου είναι ναι, και εδώ υπάρχουν δύο βασικοί παράμετροι: η Ελλάδα μπορεί πάρα πολύ εύκολα να προσελκύσει μεγάλες και μικρές τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές, πράγμα που σημαίνει εργασία και ασφαλιστικές εισφορές για πολύ κόσμο, παράλληλο όφελος από τον κόσμο που έρχεται να εργαστεί και άρα ξοδεύει χρήματα εδώ, και ένα τεράστιο ποσόν σε έμμεσους φόρους για το ελληνικό κράτος. φυσικά το έχουν αντιληφθεί πολλές χώρες με πολύ λιγότερα φυσικά προσόντα από εμάς (εξαιρετικός καιρός, μοναδικότητα χώρων και φυσικού κάλλους, απόλυτα επαγγελματικά και αγγλόφωνα συνεργεία και τεχνικοί, ελληνική φιλοξενία), και έχουν φροντίσει να θεσπίσουν τα ανάλογα κίνητρα για να είναι ανταγωνιστικές στην παγκόσμια αγορά, κάτι που εμείς δεν έχουμε κάνει ποτέ· θα αντισταθώ στον πειρασμό να γκρινιάξω για την ανυπαρξία θεσμών και πολιτικής βούλησης γιατί δεν νομίζω πως βοηθάει κανέναν μας πια.
Τα εν λόγω κίνητρα είναι σχετικές φοροαπαλλαγές (ΦΠΑ), θεσμική βοήθεια και καθοδήγηση (Γραφείο Film Commission) για την ασφαλή πλοήγηση στην ελληνική δημόσια διοίκηση (…) και, τέλος, αυτό που οι ξένοι ονομάζουν «film friendly», μια εκπαίδευση του ελληνικού κοινού απέναντι στο σινεμά γενικότερα, στην παραγωγή του αλλά και στην κατανάλωσή του. Οι κινήσεις αυτές είναι απλές, δεν έχουν κόστος, έχουν όμως μεγάλη αποτελεσματικότητα.
Στο επίπεδο της εξαγωγής, και επειδή είναι ιδιαίτερα καυτό λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντος της διεθνούς κινηματογραφικής κοινότητας για το «νέο ρεύμα» του ελληνικού σινεμά, τα πράγματα είναι ακόμη πιο τραγικά. Χωρίς να θέλω να πω ότι οι ταινίες μας μπορούν, ακόμα, να εξαχθούν σε συνθήκες κανονικής και ελεύθερης κινηματογραφικής αγοράς, πρέπει να τονιστεί ότι το πολύπαθο και μονίμως κατηγορούμενο ελληνικό σινεμά θεωρείται από τα πιο hot προϊόντα της διεθνούς art house σκηνής. Σε νούμερα αυτό σημαίνει ότι βρίσκονται χρήματα για την παραγωγή ταινιών από ξένους πόρους, χρήματα που πάλι έρχονται στην Ελλάδα και επενδύονται στη μισθοδοσία, στο ΙΚΑ και ναι, φυσικά στους έμμεσους φόρους.
Και πάλι δεν βοηθάμε τον εαυτό μας. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν ταινίες που έχουν χρήματα μόνο από ξένους φορείς και όχι από το ελληνικό κράτος –οι φορείς του οποίου βρίσκονται εν υπνώσει. Επίσης, και ακόμη πιο θλιβερό, το ελληνικό κινηματογραφικό κατεστημένο, που τροφοδοτείται αντίστοιχα από το πολιτικό αλλά και δημοσιογραφικό κατεστημένο και μισεί τους πολίτες του κόσμου, προσπαθεί με νύχια και με δόντια να ανακόψει τη διεθνοποίηση της ελληνικής παραγωγής και των συναφών κινηματογραφικών θεσμών –χωρίς κάποιο πραγματικό επιχείρημα πέρα από μια εθνοκεντρικότητα και ψευτοπερηφάνια ενός –θα το πω –οθωμανικού τύπου.
Το εμπόριο και ο τουρισμός βασίστηκαν πάντα στο παράθυρο στον κόσμο της γηγενούς κουλτούρας –η Μελίνα και ο Ντασσέν έφεραν περισσότερα χρήματα στην Ελλάδα από ό,τι μια ανύπαρκτη βαριά βιομηχανία. Το «Mamma Miα!» συντηρεί σε σταθερή βάση τις Σποράδες, ενώ πέρυσι στην Αμερική μιλούσαν για την αδιανόητη ομορφιά της Πελοποννήσου στο «Πριν τα μεσάνυχτα». Η Ελλάδα κατηγορείται διεθνώς ως μια χώρα με μεγάλη εγκληματικότητα.
Παρ’ όλα αυτά ο τουρισμός βρίσκεται στα ύψη και αυτό οφείλεται περισσότερο στις ταινίες που γυρίστηκαν εδώ και στον παλαιότερο και σύγχρονο πολιτιστικό μας μύθο, και λιγότερο σε κάτι ανεκδιήγητες και πανάκριβες τουριστικές καμπάνιες από τις οποίες πολλοί κέρδισαν, αλλά όχι η χώρα.
Είναι λοιπόν εξαιρετικά απλό και ελάχιστα κοστοβόρο: ναι, το σινεμά μπορεί να φέρει και χρήμα και τουρισμό και να ανεβάσει το διεθνές προφίλ της χώρας. Το κάνει ήδη, χωρίς κίνητρα και χωρίς κεντρικό σχεδιασμό –και ακόμα κι έτσι είναι το καλύτερο image making που έχουμε.
Η κυρία Αμάντα Λιβανού έχει κάνει την παραγωγή σε ταινίες των Γιώργου Πανουσόπουλου, Γιώργου Τσεμπερόπουλου, Παναγιώτη Ευαγγελίδη, Τζόναθαν Νόσιτερ, Φαίδωνα Παπαμιχαήλ κ.ά. Αυτή την εποχή κάνει την παραγωγή των νέων ταινιών του Μπάμπη Μακρίδη και της Σοφίας Εξάρχου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ