Τον τελευταίο καιρό εντείνονται οι ανησυχίες για τις μεταμοσχεύσεις από θανόντες δότες. Εχει διαδοθεί η αντίληψη ότι από 1.6.2013 όλοι είμαστε «εν δυνάμει δότες», δηλαδή εφόσον κάποιος δεν έχει εκφράσει την αντίθεσή του σε μεταμόσχευση ενός οργάνου όσο ζούσε, θα του αφαιρεθούν όργανα προς μεταμόσχευση χωρίς να ερωτηθεί, όταν αποβιώσει.
Επειδή το ζήτημα είναι πολύ σοβαρό και άπτεται της προσωπικής ελευθερίας σε ένα θέμα στο οποίο κατεξοχήν η προσωπική αντίληψη του καθενός είναι σεβαστή, ας μου επιτραπούν μερικές απλές σκέψεις.
Ο βασικός νόμος που διέπει τις μεταμοσχεύσεις είναι ο ν. 3984/2011 που αντικατέστησε τον παλαιότερο ν. 2737/1999. Ο παλαιός νόμος επέτρεπε την αφαίρεση οργάνων από νεκρό δότη, εφόσον ο δότης, όσο ζούσε, είχε εγγράφως συναινέσει σε αυτή. Αν είχε εκφράσει την άρνησή του, η αφαίρεση αποκλειόταν. Αν δεν είχε εκφρασθεί ούτε θετικά ούτε αρνητικά, η αφαίρεση διενεργείτο εφόσον δεν αντετίθεντο ο σύζυγος, τα ενήλικα τέκνα, οι γονείς ή τα αδέλφια του. Ενώ δηλαδή ο νόμος απαιτούσε ρητή συγκατάθεση από τον δότη, από τους συγγενείς αρκούσε να μην ήταν αυτοί αντίθετοι, δηλαδή επιτρεπόταν η αφαίρεση, αν απλώς δεν εξέφραζαν άρνηση.
Τι νέο έφερε ο νέος ν. 3984; Σε μια προσπάθεια να αυξήσει τον αριθμό των δοτών, όρισε αρχικώς ότι «Η αφαίρεση ενός ή περισσότερων οργάνων από ενήλικο, θανόν πρόσωπο πραγματοποιείται εφόσον, όσο ζούσε, δεν είχε εκφράσει την αντίθεσή του». Αυτό ονομάστηκε εικαζόμενη ή τεκμαιρόμενη συναίνεση και όχι μόνον ήγειρε δικαίως κύμα αντιδράσεων, αλλά έφθασε και στο αντίθετο αποτέλεσμα. Αντί να αυξήσει τους δότες, αυξήθηκε ο κίνδυνος να παρακινήσει και όσους δεν ήταν κατ’ αρχάς αντίθετοι στο να δηλώσουν ρητώς την άρνησή τους. Πράγματι, η ελεύθερη και χωρίς επηρεασμούς συναίνεση είναι ιερή στον χώρο της ιατρικής. Ακόμη και όταν δεν είναι ρητή, δεν επιτρέπεται να εικάζεται μόνον από τη σιωπή.
Ευτυχώς το άρθρο 9 § 2 τροποποιήθηκε γρήγορα με το άρθρ. 55 § 4 ν. 4075/2012 και προσετέθη η φράση «και κατόπιν συναίνεσης της οικογένειάς του». Επομένως δεν αρκεί πλέον να μην είχε εκφράσει την αντίθεσή του ο δότης. Επιπλέον απαιτείται να είναι σύμφωνη η οικογένεια. Παρά την ατυχή αφετηρία που κατέστησε αναγκαία την προσθήκη, τελικώς η νέα διατύπωση πλεονεκτεί σε σχέση με τον παλαιό νόμο που ανέφερα στην αρχή. Εκεί αρκούσε η σιωπή των στενών συγγενών. Τώρα απαιτείται οπωσδήποτε η συγκατάθεσή τους.
Ερωτάται βεβαίως τι θα γίνει αν οι συγγενείς διαφωνούν και μετά μήπως είναι πολύ αόριστος ο όρος «οικογένεια». Ποιους θα περιλαμβάνει; Από την άλλη μεριά, δεν είναι δυνατόν το δίκαιο να εξειδικεύει πάντοτε τέτοιους όρους. Και ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας αναφέρεται σε «οικείους» του ασθενούς, καταβάλλοντας μάλιστα προσπάθεια να προσδιορίσει την έννοια. Πάντως η μη εξειδίκευση στις μεταμοσχεύσεις επιτρέπει να ερωτάται η γνώμη και προσώπων που συνδέονταν στενά με τον θανόντα, αλλά δεν ανήκαν στον κύκλο των προσώπων της οικογένειας σε στενή έννοια. Για παράδειγμα, ένα μοναχικό άτομο που ζει με τον ανιψιό του.
Η διαφωνία των συγγενών είναι υπαρκτό πρόβλημα και όχι μόνον στις μεταμοσχεύσεις. Η άρση όμως της διαφωνίας δεν είναι ανέφικτη. Θα μπορούσε να βοηθήσει η διατύπωση του προηγούμενου νόμου και να θεωρηθεί ότι υπάρχει μια ιεραρχία, δηλαδή επικρατεί η γνώμη της συζύγου απέναντι στους υπόλοιπους ή των ενήλικων παιδιών απέναντι στους γονείς του δότη. Μια άλλη λύση θα ήταν να αποφασίζει ο εισαγγελέας, όπως γίνεται με μια αναγκαία ιατρική πράξη, π.χ. μετάγγιση αίματος, στην οποία δεν συμφωνούν οι γονείς του ασθενούς ανηλίκου.
Ολα αυτά μπορούν να λυθούν. Επομένως, ας μη σπεύσει ο καθένας να δηλώσει την άρνησή του από φόβο ότι δεν θα απαιτηθεί η συναίνεση των προσφιλών του προσώπων. Μήπως όμως είναι προτιμότερο να δηλώσει ρητώς ότι γίνεται δωρητής και να δεσμεύσει, αλλά και να διευκολύνει τους οικείους του; Μεταξύ μιας άρνησης και μιας θέσης, προτιμότερη η τελευταία, όταν ιδίως δηλώνει αυταπάρνηση και πρόκειται να χαρίσει τη ζωή.

Η κυρία Ρόη Δ. Παντελίδου είναι καθηγήτρια του Αστικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ