To 1928 ο συνολικός πληθυσμός της Αθήνας ήταν 811.428 κάτοικοι. Από αυτούς οι 30.000 ήταν εγκατεστημένοι σε ό,τι σήμερα αποκαλούμε προάστια. Τα παλαιότερα προάστια της Αθήνας ήταν η Κηφισιά, «εύυδρος και δροσερή», το Χαλάνδρι και το Μαρούσι. Βέβαια σε μια εποχή που υπήρχε η διάσταση του «μέσα» και του «έξω» ή η αντίληψη της πόλης από «μέσα» προς τα «έξω», το «προάστιο» είχε μια σημασία αρνητική και, για μερικούς, απαξιωτική. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κ. Μπίρης στο σημαντικό βιβλίο του Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα (1966) χρησιμοποιεί τον όρο «ιδιωτικοί συνοικισμοί», βάζοντας έτσι στην ίδια μοίρα το μεγαλοαστικό Ψυχικό και τον όποιο μικρασιατικό συνοικισμό που δημιουργείται μετά το 1922.


Πάντως η έννοια του προαστίου ως εναλλακτικού τρόπου οργανωμένης κατοίκησης – έξω από την πόλη – φαίνεται ότι συγκεκριμενοποιείται στη δεκαετία του 1920 και έχει πρότυπα και αναφορές στις ευρωπαϊκές «κηπουπόλεις», τα garden cities. Με αυτή την έννοια, πρώτο προάστιο θεωρείται η Εκάλη, που σχεδιάστηκε από τον μηχανικό Σπήλιο Αγαπητό το 1922. Ακολούθησε το Ψυχικό και μέσα σε μία πενταετία δημιουργήθηκαν 13 ακόμη προάστια (Ηλιούπολη, Ν. Κηφισιά, Αλιμος, Καστρί, Ν. Αμαρούσιο, Τράχωνες, Βούλα, Αιολία, Χολαργός, Διόνυσος, Πετρούπολη, Πεντέλη). Φυσικά η Εκάλη, μπροστά στην Κηφισιά, στο Μαρούσι ή στο Χαλάνδρι, ήταν τότε παντελώς άσημη. Οπως άσημα ή, καλύτερα, ανύπαρκτα ήταν τα προάστια του (Παλαιού) Ψυχικού και της Φιλοθέης. Αλλά σ’ αυτά τα νέα προάστια, που δημιουργούνται στη δεκαετία του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, θα αναπτυχθεί η αρχιτεκτονική του Μοντέρνου Κινήματος.


Στο λεύκωμα-μονογραφία Προάστια & Εξοχές της Αθήνα του ’30, ο αρχιτέκτονας, καθηγητής Δημήτρης Φιλιππίδης καταγράφει, για πρώτη φορά, τη μοντέρνα αρχιτεκτονική κατοικίας του 1930 που χτίστηκε σε προάστια. Το εγχείρημά του είναι πολύ σημαντικό γιατί διασώζει μια αρχιτεκτονική μικρής κλίμακας, ως ιδιωτική, κατοικία, και επομένως ευάλωτη. Πέρα απ’ αυτό όμως το μοντέρνο κίνημα του 1930 έχει, κατά τον Δημήτρη Φιλιππίδη, το ίδιο εύρος, τηρουμένων των αναλογιών, με τον νεοκλασικισμό του 19ου αιώνα. Επιπλέον, σε μια εποχή όπου η κατοίκηση σε ορισμένα προάστια, όπως το Ψυχικό ή Φιλοθέη, είναι ζήτημα status και αντικείμενο του πόθου των νέων κοινωνικών ομάδων που ανέρχονται στην οικονομική κλίμακα (νεόπλουτοι κτλ.), οι μοντέρνες κατοικίες του ’30 κινδυνεύουν ακόμη περισσότερο, αφού μπορεί να μην ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των νέων κατοίκων των προαστίων. Στο βιβλίο του Φιλιππίδη περιλαμβάνονται πολλά δείγματα μοντέρνας αρχιτεκτονικής που είναι ήδη κατεδαφισμένα ή περιμένουν, εγκαταλελειμμένα, την μπουλντόζα της κατεδάφισης.


Ο Δημήτρης Φιλιππίδης μάς δίνει, μαζί με το σωστικό του έργο, και μιαν εικόνα της ανάπτυξης των προαστίων. Για παράδειγμα, μεταξύ 1928 και 1940, στη ζώνη των βορείων προαστίων, από την Εκάλη ως το Ψυχικό, η μεγαλύτερη αύξηση πληθυσμού σημειώνεται στο Ψυχικό (3.614%). Το Ψυχικό και η Φιλοθέη αποτελούν τα κατ’ εξοχήν πεδία έρευνας του Φιλιππίδη, αφού σε αυτά διασώζονται τα περισσότερα δείγματα μοντέρνας αρχιτεκτονικής.


Το Ψυχικό, αρχικά τμήμα του Χαλανδρίου, αναγνωρίστηκε ως κοινότητα το 1929. Η Φιλοθέη, και αυτή τμήμα του Χαλανδρίου, ονομαζόταν Νέα Αλεξάνδρεια, συνοικισμός υπαλλήλων Εθνικής Τραπέζης, αναγνωρίστηκε ως κοινότητα το 1934 και άλλαξε όνομα το 1936.


Το Ψυχικό, δημιούργημα ιδιωτικής πρωτοβουλίας, προβλήθηκε ευθύς εξαρχής ως προορισμένο για τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Στα «υπέρ» του είχε τους επώνυμους οικιστές, την πνευματικότητά του, λόγω Κολλεγίου και Αρσακείου, και τη στρατηγική του θέση. Η ιδρυτική τριανδρία του ήταν ο βιομήχανος Γ. Ησαΐας, ο γενικός γραμματέας της Τραπέζης Αθηνών Γ. Οικονομίδης και ο υπουργός Συγκοινωνιών και διευθυντής των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων Δ. Διαμαντίδης. Υποστηρικτές ήταν ο Α. Διομήδης, διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, και ο Ι. Ηλιάσκος, γενικός διευθυντής της Τραπέζης Αθηνών. Το σχέδιο συνέταξε ο αρχιτέκτονας Α. Νικολούδης και το προάστιο εγκαινιάστηκε τον Ιούλιο του 1923.


Στη Φιλοθέη, αντίθετα, ο τραπεζικός συνεταιρισμός ρυθμίζει τη δημιουργία και το μέλλον του προαστίου. Η τεχνική επιτροπή αποτελείται από τους αρχιτέκτονες Αναστάσιο Μεταξά, Ανδρέα Κριεζή και Ν. Νικολαΐδη. Σε αντίθεση με την αστική μεγαλοπρέπεια του Ψυχικού, το αίτημα στη Φιλοθέη είναι η προσαρμογή στην «ευγένεια του αττικού τοπίου». Το συνεταιριστικό πείραμα της Φιλοθέης θεωρήθηκε, παρά τις κριτικές, επιτυχές.


Καθώς σήμερα γινόμαστε, κατά τον Δημήτρη Φιλιππίδη, μάρτυρες μιας «αισθητής επιστροφής σ’ έναν ανανεωτικό μοντερνισμό», τα κτίρια των προαστίων της δεκαετίας του ’30 δεν δημιουργούν πλέον συμπλέγματα κατωτερότητας αλλά υπάρχουν ως στοιχεία της συνέχειας αλλά και της σύγκρισης.