Την περασμένη Πέμπτη μια κάμερα της EPT ξέκλεψε μια στιχομυθία του έλληνα πρωθυπουργού κ. K. Σημίτη με τον βρετανό ομόλογό του κ. Τόνι Μπλερ για τα Γλυπτά του Παρθενώνα.


– Εχεις καμιά καλή ιδέα; ρώτησε λίγο αμήχανα ο κ. Μπλερ τον κ. Σημίτη.


– Του χρόνου έχουμε εκλογές και θα ήταν χρήσιμο να έχεις εσύ μια καλή ιδέα, ήταν η μάλλον χιουμοριστική και σίγουρα υπαινικτική απάντηση του έλληνα πρωθυπουργού.


Το θέμα διογκώθηκε όταν η ανυποψίαστη κασέτα έφθασε για επεξεργασία στην EBU και από εκεί, εξίσου ανυποψίαστα, δόθηκε στη δημοσιότητα. Ο κ. Σημίτης εμφανώς μπερδεμένος έδωσε κάποιες εξίσου μπερδεμένες εξηγήσεις στη συνέντευξη Τύπου, η ΝΔ αντέδρασε έντονα διά του κ. Θ. Ρουσόπουλου φοβούμενη περίπου ότι εκδηλώνεται βρετανική ανάμειξη στις εκλογές, ο υπουργός Τύπου κ. Χρ. Πρωτόπαπας απάντησε στη ΝΔ κ.ο.κ.


H αντιδικία επιστεγάστηκε την επομένη με δήλωση του υπουργού Πολιτισμού κ. Ευ. Βενιζέλου, ο οποίος κάλεσε τη ΝΔ να αποσύρει τις δηλώσεις της για να μη χρησιμοποιηθούν ως άλλοθι από όσους δεν επιθυμούν την επιστροφή των Γλυπτών.


Ολα αυτά δεν ξεφεύγουν από μια συνηθισμένη πολιτική αντιδικία προεκλογικού τύπου. Το περιεχόμενο της διαμάχης όμως είναι μάλλον ασυνήθιστο. Πόσο μάλλον που η ανυποψίαστη κάμερα των Βρυξελλών απεκάλυψε ένα από τα πιθανά προεκλογικά χαρτιά της κυβέρνησης.


* H πρωθυπουργική πρωτοβουλία


H υπόθεση όμως έχει μια προϊστορία. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο έλληνας και ο βρετανός πρωθυπουργός μιλούν για τα Γλυπτά. H σχετική συζήτηση ξεκίνησε πριν από ακριβώς έναν χρόνο.


Τότε ο κ. Σημίτης και ο κ. Βενιζέλος (ο οποίος χειρίζεται το θέμα σε υπουργικό επίπεδο) κατέληξαν σε μια ελαφρά τροποποίηση της στρατηγικής που ακολουθούσε ως τότε η ελληνική πλευρά για τη διεκδίκηση των Γλυπτών του Παρθενώνα. Αποφάσισαν δηλαδή ότι δεν αρκεί η πίεση που ασκείται σε όλα τα επίπεδα και ότι το θέμα θα πρέπει να τεθεί στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, απευθείας από τον ίδιο τον κ. Σημίτη στον κ. Μπλερ, και να επιχειρηθεί μια πολιτική διευθέτησή του.


H συγκυρία είχε θεωρηθεί ευνοϊκή. Πλησίαζε η ελληνική προεδρία και πάντα μια ευρωπαϊκή προεδρία δίνει κύρος και διαπραγματευτική ισχύ στη χώρα που την ασκεί. Οι προσωπικές σχέσεις μεταξύ των δύο πρωθυπουργών ήταν πολύ καλές.


Την ίδια στιγμή ο κ. Μπλερ ήταν πανίσχυρος στο εσωτερικό πεδίο και η ελληνική πλευρά θεώρησε ότι είχε τη δυνατότητα να κάνει «την πολιτική χειρονομία» που του ζητούσαν. Πόσο μάλλον που η βρετανική κοινή γνώμη αντιμετώπιζε όλο και πιο θετικά το ελληνικό αίτημα ενώ μέσα στο Εργατικό Κόμμα οι οπαδοί της επιστροφής των Γλυπτών είχαν διευρύνει πολύ την επιρροή τους, σε σημείο που να είναι πλειοψηφικοί στην Κοινοβουλευτική Ομάδα.


Το ίδιο το αίτημα είχε διαφοροποιηθεί σε σχέση με το παρελθόν και είχε πάρει πιο ελαστική μορφή. Ο κ. Βενιζέλος, σε επαφές που είχε με τη βρετανική κυβέρνηση αλλά και με τη διεύθυνση του Βρετανικού Μουσείου, διερευνούσε το ενδεχόμενο «μακρόχρονου δανεισμού» των Γλυπτών από το Μουσείο και έκθεσής τους σε μια «αίθουσα του Βρετανικού Μουσείου» μέσα στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης.


Ακόμη και η ιδέα μιας έκθεσης των Γλυπτών στην Αθήνα με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων είχε πέσει στο τραπέζι των συζητήσεων, παρ’ όλο που η βρετανική πλευρά εξέφραζε σταθερά τους φόβους ότι «αν τα Γλυπτά πάνε στην Αθήνα, έστω και για μία έκθεση μόνο, δεν πρόκειται να γυρίσουν στο Λονδίνο ποτέ».


* H ανταλλαγή επιστολών


Στις 27 Οκτωβρίου 2002 ο κ. Σημίτης πήγε στο Λονδίνο να συναντήσει τον κ. Μπλερ στο πλαίσιο των διερευνητικών επαφών που έκανε πριν από την ανάληψη της προεδρίας. Μαζί του είχε ένα συνοπτικό σημείωμα με τις θέσεις της ελληνικής πλευράς για τα Γλυπτά του Παρθενώνα.


Την επομένη, όταν συναντήθηκαν στην Ντάουνινγκ Στριτ, ο κ. Σημίτης έθεσε συνοπτικά το ζήτημα στον κ. Μπλερ. Μαζί με το σημείωμα, του προσέφερε ως δώρο και τη βιογραφία του Λόρδου Βύρωνα από τη Φιόνα Μακάρθι (Byron. Life and Legend), η οποία είχε μόλις κυκλοφορήσει και στην οποία υπήρχε μια εκτενής αναφορά στα Γλυπτά. Ο κ. Μπλερ υποσχέθηκε να κοιτάξει το θέμα.


Ακολούθησε μια ανταλλαγή επιστολών. Πρώτος έγραψε στον κ. Σημίτη ο κ. Μπλερ. Σημείωνε ότι το ζήτημα έχει συζητηθεί και συζητείται σε επίπεδο υπουργών Πολιτισμών αλλά και στο επίπεδο των υπηρεσιακών παραγόντων των δύο μουσείων, του Βρετανικού και της Ακροπόλεως. Και παρέπεμπε στο Βρετανικό Μουσείο για την όποια απόφαση.


Ουσιαστικά ο βρετανός πρωθυπουργός αρνιόταν την «πολιτική χειρονομία» που του ζητούσαν και οχυρωνόταν πίσω από την πάγια θέση της βρετανικής κυβέρνησης, η οποία (με τη σειρά της) οχυρώνεται πίσω από το Βρετανικό Μουσείο. Ούτε όχι, ούτε ναι, αλλά «ό,τι πει το Μουσείο». Το οποίο, διά του διευθυντή του, αρνείται κατά πάγια παράδοση να συζητήσει την παραχώρηση των Γλυπτών.


Στην επιστολή του κ. Μπλερ απάντησε με επιστολή ο κ. Σημίτης. Αφού ευχαρίστησε τον βρετανό πρωθυπουργό για το ενδιαφέρον του, αναφέρθηκε και αυτός στις επαφές μεταξύ υπουργών και Μουσείων, ζητώντας να συνεχιστούν, αλλά κατέληγε επαναφέροντας το ζήτημα μιας «πολιτικής χειρονομίας».


Υποστήριζε, δηλαδή, ο έλληνας πρωθυπουργός ότι δεν τίθεται θέμα συνομιλιών και επιχειρημάτων, αυτά έχουν ειπωθεί, ανταλλαγεί και καταγραφεί εκτενώς. Το ζητούμενο πλέον είναι μια πολιτική απόφαση της βρετανικής πλευράς.


Εκτοτε δεν υπήρξε άλλη αλληλογραφία σε επίπεδο πρωθυπουργών. Το θέμα όμως εθίγη ξανά από τον κ. Σημίτη σε προσωπικές συνομιλίες που είχαν μεταξύ τους, χωρίς να προχωρήσει περισσότερο η συζήτηση. Σύμφωνα με κυβερνητικούς παράγοντες, όταν η κουβέντα πηγαίνει στα Γλυπτά του Παρθενώνα ο κ. Μπλερ δείχνει αμηχανία και προσπαθεί να μην μπει στην ουσία του θέματος, χωρίς να δίνει την εντύπωση ότι επιδοκιμάζει ή αποδοκιμάζει το ελληνικό αίτημα. Με άλλα λόγια, ο βρετανός πρωθυπουργός παραμένει ευγενικός αλλά δεν έχει δείξει ως τώρα τη διάθεση να προβεί σε αυτή την «πολιτική χειρονομία» που του ζητεί η ελληνική πλευρά.


* Το χαρτί των Αγώνων


Γιατί όμως ο κ. Σημίτης ανακίνησε τώρα, έστω και υπαινικτικά, ένα θέμα που δεν δείχνει να προχωρεί; Αφενός, υπάρχει η προεκλογική συγκυρία: όλοι αντιλαμβάνονται τι ισχυρό χαρτί θα ήταν για την κυβέρνηση αν τα Γλυπτά έρχονταν στην Ελλάδα πριν από τις εκλογές. Και περισσότερο από όλους το αντιλαμβάνεται προφανώς ο ίδιος ο κ. Σημίτης.


Από την άλλη πλευρά όμως, υπάρχει και μια αντικειμενική πίεση χρόνου: όλοι αισθάνονται ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι μια μεγάλη ευκαιρία και ένα πρόσθετο επιχείρημα προς τη βρετανική πλευρά για να πάρει μια θετική απόφαση. Αν περάσουν οι Αγώνες, θα είναι πολύ πιο δύσκολο να έλθουν τα Γλυπτά και ακόμη δυσκολότερο να μείνουν.


Γι’ αυτόν τον λόγο ο κ. Βενιζέλος εξηγούσε χθες ότι το επιχείρημα των εκλογών δεν θα πρέπει να ακυρώσει την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων. Και κυρίως ότι η συγκυρία των εκλογών και το ενδεχόμενο «προεκλογικής χρήσης» των Γλυπτών δεν θα πρέπει να παραχωρηθεί ως επιχείρημα σε αυτούς που δεν επιθυμούν να υπάρξουν εξελίξεις πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες.