Η ελεγχόμενα επιθετική τακτική που υιοθετήθηκε (κατόπιν εισηγήσεων και συσκέψεων) από το Μέγαρο Μαξίμου για τον γάμο ομοφύλων και την τεκνοθεσία εμπεριείχε αντικειμενικά κάποιο πολιτικό ρίσκο.

Φάνηκε όμως ότι η αποστολή, την οποία ανέλαβε αρχικά να διεκπεραιώσει ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης και εν συνεχεία το επιτελείο του και οι κομματικοί παράγοντες, δεν ήταν «αυτοκτονική», αλλά μάλλον η ενδεδειγμένη.

Επειτα από μια σειρά δημόσιων τοποθετήσεων και διευκρινίσεων, παρασκηνιακών αλλά και οργανωμένων συναντήσεων με βουλευτές, μεθοδική επικοινωνία με την Εκκλησία – και ενώ αναταραχή επικράτησε και στα κόμματα της αντιπολίτευσης (ΠαΣοΚ και ΣΥΡΙΖΑ) – απομένουν η ψήφιση του νομοσχεδίου και η καταγραφή των θέσεων και τάσεων σε όλο το εύρος του πολιτικού φάσματος.

Συζήτηση για τη δεδηλωμένη

Ποια θα μπορούσε να είναι από εδώ και έπειτα η μεγαλύτερη περιπέτεια για τον Πρωθυπουργό και τη ΝΔ σε ό,τι αφορά τουλάχιστον το επίμαχο νομοσχέδιο;  Σε ορισμένους κύκλους της… αντιπολιτευόμενης συμπολίτευσης, δηλαδή σε ομάδες της ΝΔ οι οποίες δεν διαπνέονται από τον πολιτικό φιλελευθερισμό και την κεντρώα πολιτική τοποθέτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ξεκίνησε μια βιαστική εικοτολογία.

Αυτή έφτανε έως και το ενδεχόμενο να αμφισβητηθεί η αρχή της δεδηλωμένης, σε περίπτωση κατά την οποία το νομοσχέδιο περνούσε (ή περάσει) με τις ψήφους της ΝΔ να αριθμούν λιγότερες από το 50% των παρόντων.

Οσο και αν συνταγματικά αυτό θα προέκυπτε με εξαιρετικά ακροβατικές έως και αυθαίρετες συνταγματικές ερμηνείες, ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ήταν οπωσδήποτε ένα πολιτικό πλήγμα και θα διαμόρφωνε μια νέα συνθήκη. Ειδικώς επειδή με μια τέτοια έκβαση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας θα εμφανιζόταν ένα σοβαρό ρήγμα στο εσωτερικό της ΝΔ. Κατά τις αναλύσεις των ίδιων κύκλων, αν οι προσδοκίες αυτές επαληθεύονταν, ο Πρωθυπουργός θα ήταν πολιτικά αναγκασμένος να ζητήσει εκ νέου ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Προφανώς όμως όλα αυτά τα υποθετικά θα αποτελούσαν απλώς μια αχρείαστη, διαδικαστική αναστάτωση, αφού δεδομένων των εμφανών πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών θα την ελάμβανε με βεβαιότητα.

Οι νέες διαχωριστικές γραμμές

Τα σενάρια αυτά πάντως, όσο και αν απασχόλησαν για λίγο κάποιους πολιτικούς και παραπολιτικούς κύκλους, φανερώνουν κάτι άλλο, υπαρκτό και προς αξιολόγηση.

Αυτό είναι ότι στο εσωτερικό όλων των κομμάτων, με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον να εστιάζεται στη ΝΔ αφού διαθέτει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και την ευθύνη διακυβέρνησης, υπάρχουν σαφείς, πλέον, διαχωριστικές γραμμές.

Είτε για λόγους αρχής είτε για ψηφοθηρικούς είτε για προσωπικούς λόγω δυσαρέσκειας και της αίσθησης ορισμένων ότι οι βουλευτές είναι «κομπάρσοι» είτε εξαιτίας πολλαπλών πιέσεων ομάδων συμφερόντων στις εκλογικές περιφέρειες, τα συνεκτικά στοιχεία των κοινοβουλευτικών ομάδων είναι πλέον πολύ χαλαρότερα και πάντως διαφορετικά σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν.

Από την άλλη πλευρά, με αυτή την αφορμή φαίνεται ότι οι πολιτικές οριοθετήσεις διαμορφώνονται πλέον κατά μείζονα λόγο σε «ταυτοτικά» διλήμματα, σε θέματα αρχών και όχι με αορίστως «δεξιές» ή «αριστερές» διαφοροποιήσεις.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι σαφές ότι έχει πλήρη επίγνωση αυτής της πραγματικότητας. Και υπό αυτό το πρίσμα, η έκβαση της συζήτησης και ψηφοφορίας στη Βουλή για τον γάμο των ομοφύλων έχει και έναν χαρακτήρα στοιχήματος για τον ίδιο και την πολιτική του επιλογή.

Πρόκειται όμως και για ένα από τα σημαντικότερα μέχρι στιγμής δείγματα του γεγονότος ότι ο Πρωθυπουργός έχει εμπεδωμένη ικανότητα διαχείρισης των λεγόμενων «ταυτοτικών πολιτικών» (identity politics), κατά τρόπο που υπερβαίνει – στην περίπτωση της Ελλάδας – τις μετεμφυλιακές και μεταπολιτευτικές κατηγοριοποιήσεις.

Τα τεστ στη Βουλή και στις ευρωεκλογές

Επειτα και από την προσπάθεια απορρόφησης των κραδασμών στο εσωτερικό της ΚΟ της ΝΔ, μέσω των συζητήσεων της προηγούμενης εβδομάδας στα κεντρικά γραφεία του κόμματος, η κατάθεση και ψήφιση του νομοσχεδίου θα επισπευσθεί. Ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε την παρουσίασή του στο Υπουργικό Συμβούλιο στις 30 Ιανουαρίου και ψήφιση τον Μάρτιο, όμως ο Πρωθυπουργός επιβεβαίωσε στη συνέντευξή του στο Bloomberg την Παρασκευή ότι αυτό θα γίνει μία εβδομάδα νωρίτερα και το νομοσχέδιο θα ψηφιστεί τον Φεβρουάριο.

Εχει προηγηθεί, όπως αποκαλύφθηκε, μια μυστική συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο (πριν από την πρόσφατη συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ΕΡΤ), κατά την οποία εκτιμάται με βεβαιότητα ότι υπήρξε κάποιος κοινός τόπος. Προφανώς αυτό δεν αφορά το περιεχόμενο του νομοσχεδίου, αλλά κυρίως τον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία θα εκδηλώσει την προεξοφλούμενη διαφωνία της. Σημειώνεται ότι για την ίδια ημέρα, 23 Ιανουαρίου, έχει προγραμματιστεί η σύγκληση της 82μελούς Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, όπου και αναμένεται να διατυπωθεί η ακριβής θέση της.

Εφόσον οι διαδικασίες εξελιχθούν κατά τα διαφαινόμενα και ο νόμος περάσει, η ουσιαστική πολιτική του επίδραση θα φανεί στις ευρωεκλογές. Υπάρχουν πάντως ήδη εκτιμήσεις ότι σε εκλογικό επίπεδο λιγότερο θα βαρύνει το συγκεκριμένο στοιχείο όσο γενικότερα οι επιδόσεις της κυβέρνησης, π.χ. στην ασφάλεια, στην ευνομία, στην υγεία κ.α.

Ο Σαμαράς και πόσοι άλλοι;

Ενα από τα ζητούμενα εν όψει των εξελίξεων είναι ο αριθμός των βουλευτών, εν προκειμένω της ΝΔ, οι οποίοι θα συνταχθούν εμπράκτως με τον Αντώνη Σαμαρά και θα καταψηφίσουν το νομοσχέδιο, απορρίπτοντας την επιλογή της αποχής, όπως ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός. Τέτοια ομαδοποίηση δεν εκδηλώθηκε στην προηγούμενη αντίστοιχη περίπτωση της τροπολογίας για την άδεια διαμονής και εργασίας στους μετανάστες, αφού είχε επιβληθεί κομματική πειθαρχία.

Η αίσθηση στο Μαξίμου και στην Πειραιώς τις τελευταίες ημέρες είναι ότι το σύνολο των βουλευτών που δεν θα υπερψηφίσουν τον γάμο και την τεκνοθεσία για τα ομόφυλα ζευγάρια θα είναι λίγο περισσότεροι ή λίγο λιγότεροι από 50 και ότι όσοι θέλουν να εκδηλώσουν την αντίρρησή τους με την αρνητική τους ψήφο ανέρχονται αυτή τη στιγμή σε περίπου 10.

Υπενθυμίζεται ότι για την ψήφιση και έγκριση νόμου, τροπολογίας κ.λπ. στη Βουλή απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το ένα τέταρτο του συνόλου των βουλευτών (75). Αυτό σημαίνει ότι αν αποφασίσουν να απέχουν 50 βουλευτές της ΝΔ (και όλοι οι υπόλοιποι είναι παρόντες), τότε οι απαιτούμενες ψήφοι ώστε να περάσει το νομοσχέδιο θα είναι 126. Αν απέχουν λιγότεροι, ανεβαίνει ο πήχης, αναλόγως όμως και του αριθμού των βουλευτών από τα υπόλοιπα κόμματα, οι οποίοι θα επιλέξουν την αποχή αντί της αρνητικής ψήφου ή του «παρών».