Εκείνοι που είχαν αξιολογήσει ως μία ακόμα υπόθεση σκανδαλώδους διαχείρισης των κοινοτικών κονδυλίων τις αποκαλύψεις για τις παράνομες επιδοτήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ φαίνεται πως δεν υπολόγισαν το βάθος και τις σοβαρές παραμέτρους αυτής της ιστορίας. Οι παράνομες επιδοτήσεις, για τις οποίες πλέον το πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση είναι ορατό, αποτελούν μια βαθιά πληγή για τη λειτουργία του κράτους στη χώρα μας, καθώς συνδέουν διαφθορά και πελατειακό κράτος.

Τις τελευταίες ημέρες υπήρξαν εξελίξεις, με μαζικές συλλήψεις δήθεν αγροτών που λειτουργούσαν ως οργανωμένο κύκλωμα το οποίο είχε διεισδύσει στο τρύπιο σύστημα του ΟΠΕΚΕΠΕ, απομυζώντας επιδοτήσεις και κοινοτικά χρήματα που προορίζονταν για τη στήριξη της αγροτικής παραγωγής.

Με τον κίνδυνο οι κοινοτικές επιδοτήσεις για τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους να καθυστερήσουν ή να μειωθούν, πολλές σημαντικές κρατικές υπηρεσίες έχουν «πέσει» πάνω στην υπόθεση, επιχειρώντας τη διαλεύκανσή της σε μια προσπάθεια να καταδειχθεί ότι λαμβάνονται μέτρα λογοδοσίας και διαφάνειας προκειμένου να καμφθούν οι αναμενόμενες ευρωπαϊκές επιφυλάξεις.

Πρωτίστως η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η Εισαγγελία Οργανωμένου Εγκλήματος, η Οικονομική Αστυνομία, η Αρχή για το Ξέπλυμα Μαύρου Χρήματος επιχειρούν να βγάλουν άκρη με τους παράνομους και να εντοπιστούν τα κοινοτικά κονδύλια που πήγαν σε τσέπες που δεν έπρεπε και μετατράπηκαν σε πολυτελή αυτοκίνητα ή σε εξωτικά ταξίδια.

Ωστόσο, αυτό που γίνεται σήμερα για την αποκατάσταση μιας παρανομίας που σερνόταν για χρόνια χωρίς να αντιμετωπιστεί – αντίθετα τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε και διερευνήθηκε – είναι φανερό πως αν είχε γίνει πριν από καιρό, από τότε που η κυβέρνηση ανέλαβε και γνώριζε το πρόβλημα, όλα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά.

Διότι το πρόβλημα με τις παράνομες επιδοτήσεις δεν εξαντλείται μόνο στο πολιτικό κόστος της κυβέρνησης, ούτε στις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, που, όπως είναι φυσικό, προσπαθεί να εκμεταλλευθεί την κατάσταση, χωρίς ωστόσο να μπορεί και αυτή να πείσει ότι το πρόβλημα δεν ήταν διαχρονικό και δεν είχε και αυτή τις ευθύνες της.

Οι παράνομες επιδοτήσεις παράγουν πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση, διότι αποδείχθηκε σε ένα σημαντικό ποσοστό της κοινωνίας πως σε έναν νευραλγικό τομέα της διαφάνειας και της λογοδοσίας κρατικών υπηρεσιών που διαχειρίζονται κονδύλια η κυβέρνηση δεν πέτυχε, παρά τις κάποιες προσπάθειες, που ήταν τελικά ατελέσφορες και εξαιρετικά αποσπασματικές.

Οι παράνομες επιδοτήσεις, αν δεν αντιμετωπιστεί το θέμα στα σοβαρά και σε βάθος, θα αναδειχθούν σε θεσμικό ρήγμα. Αν δεν υπάρξει διαφάνεια και σαφής πολιτική απόδοση ευθυνών, το πρόβλημα κινδυνεύει να εξελιχθεί σε απώλεια εμπιστοσύνης των πολιτών για τη δυνατότητα του κράτους να τηρεί τη νομιμότητα και να κλείνει την πόρτα σε τόσο εκτεταμένα φαινόμενα παρανομίας που προκαλούν την κοινή γνώμη και συμβάλλουν στην αναβίωση της ρητορικής «όλοι τα παίρνουν», μιας ρητορικής πολλαπλά επικίνδυνης για τους θεσμούς και το κράτος δικαίου.

Αν αυτό το σκάνδαλο δεν αντιμετωπιστεί ριζικά, θα ενισχυθεί περαιτέρω ο κυνισμός μερίδας πολιτών, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται ή να δυσκολεύεται κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον.