Οι ανεξάρτητες αρχές διέρχονται την τρίτη φάση της θεσμικής πορείας τους. Μετά τη νομοθετική κατοχύρωσή τους κατά τη δεκαετία του 1990 και τη συνταγματική κατοχύρωση πέντε ορισμένων με την αναθεώρηση του 2001, την τελευταία δεκαετία έχουν αναδυθεί νέα ζητούμενα μέσα από χαρακτηριστικές θεσμικές εντάσεις, που καλούν σε ευκρινέστερη οριοθέτηση και αποτελεσματικότερη διασφάλιση της ανεξαρτησίας τους έναντι της πολιτικής εξουσίας.
Η υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών κατέστησε σαφείς τις προκλήσεις της τρέχουσας φάσης. Ετίθετο ένα βασικό ζήτημα: Αν τα αρμόδια πολιτικά όργανα αδυνατούν ή αποτυγχάνουν να συγκροτήσουν μια ανεξάρτητη αρχή, δικαιολογείται – έστω προσωρινώς – η άσκηση των αρμοδιοτήτων της αρχής από μη ανεξάρτητα όργανα, και δη από όργανα της πολιτικής εξουσίας, χάριν της συνεχούς άσκησης των κρατικών αρμοδιοτήτων; Τη μείζονα αυτή ένταση απορρόφησε και εκτόνωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας εκδίδοντας μια ιστορική απόφαση: Η αρμοδιότητα είτε θα ασκηθεί ανεξαρτήτως από την αρμόδια αρχή (εν προκειμένω, το ΕΣΡ) είτε δεν θα ασκηθεί καθόλου.
Με αυτή την απόφασή του το Συμβούλιο Επικρατείας, εκτός της ανάγκης απόλυτης οχύρωσης της ανεξαρτησίας, φώτισε και ένα άλλο ζητούμενο: την επιταγή «συνέργειας» των ανεξάρτητων αρχών ως προς τη διαμόρφωση των κανόνων που διέπουν τα πεδία των αρμοδιοτήτων τους.
Αυτό το τελευταίο ζητούμενο εμφανίσθηκε στον δημόσιο διάλογο και σε σχέση με μια άλλη αρχή, την ΑΔΑΕ, όταν δεν ζητήθηκε η άποψή της προ της νομοθετικής καταργήσεως της γνωστοποίησης της άρσης του απορρήτου (μετά τη λήξη της) επί συνδρομής λόγων εθνικής ασφαλείας, προοικονομώντας κατά κάποιον τρόπο τον μεταγενέστερο δαίδαλο, εντός του οποίου η αρχή εκλήθη να ασκήσει τις αρμοδιότητές της.
Ενα τρίτο – παράπλευρο – ζητούμενο, που επίσης αναδύθηκε στην πράξη, αφορά τις ανεξάρτητες αρχές που δεν βασίζονται στο Σύνταγμα αλλά στον νόμο: Υπάγονται, έστω εμμέσως, σε κάποια εμβέλεια της συνταγματικής προστασίας ή τελούν πλήρως υπό την ευχέρεια του νομοθέτη ως προς τη διαμόρφωση του νομικού καθεστώτος τους, και ιδίως ως προς νομοθετικές μεταβολές που καθιστούν επισφαλή την ανεξαρτησία τους;
Με την αναθεώρηση του 2019 προβλέφθηκε η παράταση της θητείας έως τον διορισμό νέων μελών, ώστε να αποκλεισθούν μελλοντικά «αδιέξοδα» έγκαιρης συγκρότησης. Αυτή η ρύθμιση κατατείνει μεν καλοπροαίρετα στη διασφάλιση της συνεχούς άσκησης των οικείων κρατικών αρμοδιοτήτων αλλά παρεισάγει έναν «δούρειο ίππο» που απειλεί την εγγύηση της προσωπικής ανεξαρτησίας από άλλη πλευρά: Τα υπηρετούντα μέλη γνωρίζουν ότι θα μπορούσε να παραταθεί επ’ αόριστον η θητεία τους σε περίπτωση δυστοκίας επιλογής νέων μελών. Αυτό το ενδεχόμενο, ευνοϊκό για τους υπηρετούντες και εξαρτώμενο από πράξεις πολιτικών φορέων, θα μπορούσε να επηρεάσει τη στάση των μελών θίγοντας τις εγγυήσεις της ανεξαρτησίας.
Συνεπώς, το πρώτο ζητούμενο για την επόμενη αναθεώρηση είναι να διατηρηθεί μεν η κατ’ αρχήν παράταση της θητείας, αλλά να προβλεφθούν παραλλήλως εγγυήσεις μη καταστρατήγησης, με ύστατη την πρόβλεψη απώτατων ορίων της παράτασης. Το δεύτερο ζητούμενο είναι να κατοχυρωθεί ρητώς η συνέργεια των ανεξάρτητων αρχών ως προς τη διαμόρφωση των κανόνων στα πεδία των αρμοδιοτήτων τους, και μάλιστα να θεσπισθεί η αυτοτελής και διευρυμένη κανονιστική αρμοδιότητά τους υπό όρους διαφορετικούς από αυτούς που ισχύουν για τα διοικητικά όργανα. Το τρίτο ζητούμενο αφορά τις νομοθετικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές, οι οποίες δεν πρέπει να παραμείνουν εκτεθειμένες στις συνήθεις ευχέρειες της νομοθετικής εξουσίας.
Για την κατάργησή τους ή για κάθε κρίσιμη μεταβολή του καθεστώτος τους πρέπει να προβλεφθεί αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία μάλιστα θα ήταν ενδεδειγμένη και για τη σύσταση νέων αρχών, ώστε να εξορθολογισθούν οι οικείες νομοθετικές πρωτοβουλίες.
Ο κύριος Κυριάκος Π. Παπανικολάου είναι λέκτωρ Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.