Μια συζήτηση με τον έγκριτο συνταγματολόγο για τη σημασία των προσώπων και των θεσμών, τους αρχιτέκτονες του ελληνικού πολιτεύματος και τη σφραγίδα τους στη συνταγματική ιστορία με αφορμή το νέο του βιβλίο
Στο πεδίο του εκλογικού νόμου, το Σύνταγμα δεν χρειάζεται τροποποίηση, βελτίωση ή διόρθωση.
Η συζήτηση παραμένει επίκαιρη, δεδομένου ότι ανάλογος σχεδιασμός (διπλών εκλογών - διπλού συστήματος) μπορεί να υλοποιηθεί στην αμέσως επόμενη εκλογική μάχη, την προγραμματισμένη για το 2027.
Το πιο σημαντικό είναι το εκλογικό σύστημα να πείθει τους ψηφοφόρους να ψηφίζουν με κάθε δυνατό τρόπο και να διευρύνει ευλόγως το εκλογικό σώμα.
H πολιτική απάθεια θα ενισχύεται και η αυτοκυβέρνηση του λαού θα μοιάζει με χίμαιρα.
Η υπερψήφισή τους μπορεί να θεωρείται δεδομένη κατά την πρώτη φάση της αναθεωρητικής διαδικασίας, πρέπει όμως να συνοδευτεί με την κατάργηση της αιτιώδους διάλυσης της Βουλής μετά από πρόταση της θητεύουσας κυβέρνησης, προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας.
Προκειμένου να αποφευχθεί η κωλυσιεργία της αντιπολίτευσης, σημείο-κλειδί είναι να διακρίνονται εκείνα τα ζητήματα με τα οποία πρέπει να ασχολείται η Ολομέλεια από το πλήθος των διατάξεων. Και αν είναι αναγκαία κάπου η κατεπείγουσα διαδικασία, να επανέρχεται το ζήτημα στη Βουλή προς ώριμη επιβεβαίωση.
Σήμερα πλέον η Βουλή λειτουργεί, ως επί το πλείστον, ως διεκπεραιωτής των θελήσεων της κυβέρνησης.
Η δυνατότητα σύμπτωσης των δύο ιδιοτήτων στο ίδιο πρόσωπο αφενός μεν είναι προβληματική από τη σκοπιά της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, αφετέρου δε εξασφαλίζει την υποταγή αρκετών κυβερνητικών βουλευτών στις πρωθυπουργικές βουλές, καθώς σε εκείνους προσφέρεται το διαρκές δέλεαρ μιας πιθανής υπουργοποίησης.
To ερώτηµα για την ηλεκτρονική ψηφοφορία δεν τίθεται ως προς το εάν επιτρέπεται, αλλά ως προς το πώς επιτρέπεται. Η τεχνολογία στη νεωτερική ιστορία της ανθρωπότητας δεν ήταν ποτέ εχθρός της δημοκρατίας, αλλά πιστός σύμμαχος, όταν η χρήση της είναι στοχευμένη και εποπτευόμενη.
Δοκιμάζει πράγματι αυτή η εκρηκτική τεχνολογική εξέλιξη τα όρια της ερμηνείας και της εφαρμογής του Συντάγματός μας;
Σήμερα το κύρος και η συμβολική αξία του Συντάγματος, η πραγματική δύναμη της επίκλησής του, προϋποθέτουν την ακριβολογία και τον συντονισμό με την εποχή του: την απλούστευση, την ελάφρυνση και την επικαιροποίηση.
Συνταγματική αναθεώρηση «out of the box»; Γιατί όχι;
Η χειρότερη επιλογή είναι να αφήσουμε άθικτη την απεριόριστη θεσμική παντοδυναμία του εκάστοτε πρωθυπουργού.
Οσοι πιστεύουν ότι θα πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος του ΠτΔ με τη μελλοντική συνταγματική αναθεώρηση καλύτερα να κρατούν μικρό καλάθι.
Κι αν ο Πρόεδρος δεν χρειαζόταν να ορκίζεται στην Αγία Τριάδα (άρθρο 33 Σ.) για να τηρεί το Σύνταγμα και να επιτυγχάνει στο έργο του, πόσο καλύτερα θα ήταν και για την πολιτεία και για τη θρησκεία.
Ο μεταπολιτευτικός ελληνικός συνταγματισμός έχει εθιστεί στην αντίληψη ενός αδύναμου ΠτΔ χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες, αντίληψη που συμβάλλει και αυτή στην κρίση της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Μήπως ήρθε η ώρα να αλλάξουμε το συνταγματικό μας παράδειγμα;
Η εμπιστοσύνη στην ηγεσία της Δικαιοσύνης για έναν λαό που πιστεύει ότι «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι» πρέπει να είναι βασικό πρόταγμα και στόχος του πολιτικού μας συστήματος.
Η αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών συνιστά θεμελιώδη συνταγματική αρχή αλλά και βασικό κεκτημένο του ευρωπαϊκού συνταγματισμού.
Στο δημοκρατικό πολίτευμα, η Δικαιοσύνη, ως μορφή δημόσιας εξουσίας, δεν μπορεί να αποτελεί ένα ερμητικά κλειστό σύστημα, στο οποίο η εκλεγμένη κυβέρνηση δεν θα έχει απολύτως καμία επιρροή.