Οταν πριν από 11 χρόνια αποφάσισα να μη συμμετέχω πλέον στην κομματική ζωή της χώρας, είχα πλήρη συναίσθηση τριών πραγμάτων: της διαχρονικής πολιτικής ευθύνης για την οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2010, του μεγάλου αγώνα του ΠαΣοΚ για να κρατηθεί η χώρα όρθια, και της σημαντικής έλλειψης εμπιστοσύνης της κοινωνίας στο πολιτικό σύστημα.
Το στοίχημα μετά την κρίση, ήταν να αποκτήσουμε μία νέα κουλτούρα, αντιλαμβανόμενοι τη συλλογική και την ατομική ευθύνη.
Αυτό προϋπόθετε την ύπαρξη πολιτικής ομολογίας και συμφωνίας στις αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση, τόσο από τα κόμματα που κυβέρνησαν όσο και από την Αριστερά και τα συνδικάτα. Αυτό δεν έγινε ποτέ.
Ετσι, σε κάθε κρίση που προκύπτει, η οργή ξεχειλίζει μπροστά σε ερωτήματα που μένουν αναπάντητα και σε συμπεριφορές που επαναλαμβάνονται. Είναι λοιπόν σαφές ότι προχωρώ σε ορισμένες επισημάνσεις με πλήρη αίσθηση της ευθύνης μου, μετά από 25 χρόνια στην ενεργό πολιτική.
Η τραγωδία του σιδηροδρομικού δυστυχήματος αφήνει ένα βαθύ αποτύπωμα, κυρίως στους νέους, που αισθάνονται ότι ζουν σε μία χώρα που δεν μπορεί να τους προστατέψει. Η ορθή διαχείριση της κρίσης παίζει τον ρόλο της, αλλά δεν αρκεί πλέον. Γενικές δικαιολογίες, δεσμεύσεις ή καταγγελίες δεν αρκούν, τα τρία βασικά κόμματα είναι δοκιμασμένα και κανείς δεν μπορεί να παριστάνει τον «αθώο». Χρειάζεται από όλα τα κόμματα αλλά πρωτευόντως από την κυβέρνηση, που έχει την ευθύνη της τελευταίας τετραετίας:
α) Πολιτική παραδοχή των πεπραγμένων, των λαθών, αλλά και των επιτευγμάτων, ανάληψη ευθυνών με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο.
β) Ομόθυμη στήριξη της δικαστικής διερεύνησης, ώστε το «όλα στο φως» να οδηγήσει τάχιστα σε καταμερισμό ευθυνών και τιμωρία σε όλα τα επίπεδα.
γ) Προγραμματικός λόγος. Το «ποτέ ξανά» σημαίνει ότι, εν όψει και της προεκλογικής περιόδου, θα πρέπει να υπάρξουν προγραμματικές δεσμεύσεις και να συζητηθούν δημόσια με δημιουργική αντιπαράθεση, με τη συμμετοχή και ειδικών, ώστε να κατανοήσουν οι πολίτες το εφικτό των δεσμεύσεων.
Τέλος, υπάρχει μεγάλη ευθύνη στους πολιτικούς ηγέτες για το πώς διαχειρίζονται τη δικαιολογημένη λαϊκή οργή και το συλλογικό πένθος. Αλίμονο στον πολιτικό που δεν την κατανοεί, και τρισαλίμονο για τη χώρα αν έχει ηγέτες οι οποίοι υποδαυλίζουν τη μετατροπή της οργής σε καταστροφική δύναμη.
Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών μετά την τραγωδία. Ενα ενδεχόμενο είναι η στροφή της ψήφου προς μικρά κόμματα ή την αποχή, λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα, κάτι που οδηγεί σε αδιέξοδο διακυβέρνησης. Το άλλο ενδεχόμενο είναι να τεθεί το δίλημμα του ΠΟΙΟΣ, επιτέλους, μπορεί να οδηγήσει την Ελλάδα στον 21ο αιώνα, με μετάβαση στην ψηφιακή εποχή, από την Παιδεία και τη Δικαιοσύνη μέχρι την Υγεία και τις Μεταφορές και να προλάβει τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
ΠΟΙΟΣ μπορεί να γυρίσει σελίδα στον εγκληματικό εφησυχασμό, στην αναξιοκρατία, στο ρουσφέτι, στην κομματοκρατία.
ΠΟΙΟΣ, δηλαδή, μπορεί να πείσει ότι αυτός και η ομάδα του είναι έτοιμοι να αγωνιστούν για να αλλάξουν τη χώρα, αδιαφορώντας για το δικό τους πολιτικό αύριο. Ποιος ή ποιοι…
Η κυρία Αννα Διαμαντοπούλου είναι πρόεδρος του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, πρ. επίτροπος ΕΕ, πρώην υπουργός.