Το μακρινό 1928, μια 17χρονη Μαγδαληνή, Μικρασιάτισσα στην καταγωγή και μεγαλωμένη στον μεσσηνιακό Κάμπο, ονειρευόταν να βαδίσει στα χνάρια του αγαπημένου της πατέρα. Θα γινόταν «δημοδιδασκάλισσα», δίνοντας εξετάσεις στη Ράλλειο Παιδαγωγική Ακαδημία με το χάρισμα μιας τρομακτικής μνήμης που της επέτρεπε να απαγγέλλει σχεδόν ολόκληρη την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή απ’ έξω, αλλά και με την ελπίδα πως θα στεκόταν καλός μαζί της ο θεός της Τριγωνομετρίας.

Το χάρισμα δεν την πρόδωσε, η Μαγδαληνή παρέδωσε ένα λαμπρό γραπτό, αριστεύοντας στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία. Οχι όμως και στην Τριγωνομετρία. Ο θεός έριξε στον δρόμο της ένα «πλοίον πλέον προς Βορράν» μαζί με όλες τις υποτείνουσες, τα τόξα εφαπτομένης και τα συνημίτονα. Η άσκηση που δεν έλυσε στα Μαθηματικά, κατέταξε τη Μαγδαληνή στη Ράλλειο «πρώτη επιλαχούσα».

Αν όμως χαράχτηκε μέσα της το «πλοίον πλέον προς Βορράν», τόσο που να απαγγέλλει από μνήμης την άσκηση σαν την «Αντιγόνη», τον Πλάτωνα και τα Ομηρικά Επη σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής της, δεν ήταν επειδή την είχε πικράνει ο θεός της Τριγωνομετρίας. Ηταν, επειδή, τη θέση που έμεινε κενή στη Ράλλειο όταν χτυπήθηκε από το «χτικιό της φυματίωσης» μία από τις επιτυχούσες, κατέλαβε η δεύτερη επιλαχούσα με τη βοήθεια του θεού της Γνωριμίας. Ηταν, απλώς, ανιψιά νομάρχη.

Η μικρή ιστορία της Μαγδαληνής ανήκει στη μεγάλη προφορική παράδοση της ακόμη μεγαλύτερης ιστορίας των «διασυνδέσεων», του «βύσματος» ή – σε ακόμη πιο αργκό εκδοχή – των «κονέ». Τόσο μεγάλης και παρούσας σχεδόν σε κάθε πτυχή της κοινωνίας που εξηγεί γιατί οι Πανελλαδικές Εξετάσεις δεν έχασαν ποτέ το φωτοστέφανο της εξαίρεσης σε έναν θλιβερό κανόνα. Από την εισαγωγή του θεσμού, το 1964, παραμένει το μοναδικό «αδιάβλητο σύστημα αξιολόγησης» για τις δικλίδες ασφαλείας του οποίου δεν ακούστηκε ποτέ ο παραμικρός ψίθυρος.

Είναι σαν ένας χειροποίητος, αλλά πάντως «τυφλός» αλγόριθμος να εξασφαλίζει ότι καμία ανιψιά νομάρχη δεν μπορεί να σπάσει το φράγμα του. Ολοι οι υποψήφιοι είναι ίσοι απέναντι στους αξιολογητές τους – αλήθεια, για ποια άλλη διαδικασία μπορεί να σταθεί ένας τέτοιος ισχυρισμός; Μήπως γι’ αυτό δεν χρειάστηκαν άλλα 30 χρόνια για την επανάσταση του ΑΣΕΠ; Και μήπως σε άλλα συστήματα που υποτίθεται πως μεταρρυθμίζονται για να αξιολογούν με αντικειμενικά κριτήρια  δεν μένει όλο και κάποια τρύπα ανοικτή για τα δικά μας παιδιά και τους ημετέρους;

Ετσι μετρούν οι εισαγωγικές εξετάσεις στα πανεπιστήμια έξι δεκαετίες ζωής. Αδιάβλητα και αδιαμεσολάβητα. Η πραγματικότητα όμως είναι πιο πολύπλοκη από τον αλγόριθμό τους. Ναι, οι Πανελλαδικές είναι αντικειμενικές. Αλλά στον βωμό της αντικειμενικότητας θυσιάστηκε κάθε χάρισμα και κάθε ίχνος της δημιουργικότητας των 17χρονων. Στον ίδιο βωμό άνθισε η παραπαιδεία και εξυψώθηκε η μηχανική αποστήθιση – ακόμη και η έκθεση μπήκε σε ένα καλούπι ιδεών, λόγου και έκφρασης. Το ίδιο το σύστημα δημιούργησε μια οδό διαρροής από την οποία χάνονται εγκέφαλοι και συνάλλαγμα. Και τώρα, με την επισημοποίηση των μη κρατικών ΑΕΙ προστίθεται ακόμη μία στρέβλωση: Πώς θα εξασφαλιστούν οι ίσοι όροι εισαγωγής; Μπορεί άλλοι να «επιτυγχάνουν» αποστηθίζοντας και άλλοι πληρώνοντας;

Το ερώτημα επί της ουσίας είναι εάν το σύστημα των Πανελλαδικών Εξετάσεων, αυτό το τοτέμ της αδιάβλητης κρίσης, έφτασε στο τέλος του έπειτα από εξήντα χρόνια ζωής. Μια απάντηση δίνει ένα αντικειμενικό γεγονός: κανένα βασιλικό διάταγμα του 1964 δεν μπορεί να ανταποκριθεί και να ικανοποιήσει τις ανάγκες του 2024. Στο μεταξύ, θα ισχύει πάντα εκείνη η φράση του Λουκιανού, «παιδεία μεν και πόνου πολλού και χρόνου μακρού και δαπάνης ου μικράς και τύχης δείσθαι λαμπράς».

Τη φράση, μαζί με το «πλοίον πλέον προς Βορράν», μνημόνευε συχνά η Μαγδαληνή που είχε την ατυχία να πέσει στην ανιψιά του νομάρχη. Αλλά πάντα με το δάχτυλο υψωμένο στα παιδιά της και στα εγγόνια της σαν δημοδιδασκάλισσα…