Θυµάµαι από παιδί το σπίτι αυτό, δύο-τρεις δρόµους κάτω από τον δικό µου, περιποιηµένο και γεµάτο κόσµο. Με χρωµατιστές κουρτίνες, στα παράθυρά του, οι οποίες κατέληγαν σε πλεκτά τσαµπιά µε σταφύλια. Μου είχαν κάνει εντύπωση (γι’ αυτό πιθανώς έχει καταγραφεί η εικόνα) και συχνά όταν επέστρεφα από το σχολείο, ήµουν δεν ήµουν δέκα χρόνων, σταµατούσα και παρατηρούσα τα υφασµάτινα «αµπελάκια» τους να πηγαινοέρχονται στο αεράκι.

Κάποια στιγµή οι κουρτίνες αποσύρθηκαν, είχε εξάλλου περάσει και η µόδα τους, είχαν πια αντικατασταθεί από τα στόρια. Κρέµασαν και στα παράθυρα του όµορφου σπιτιού κρεµ στόρια που του έδιναν εµφάνιση πιο σύγχρονη. Ηρθε και η µόδα των γκραφίτι. Στον τοίχο του έγραψαν κάτι χαζά συνθήµατα. Μερικές µέρες µετά τα άσπρισαν. Τα έγραψαν ξανά. Τα άσπρισαν ξανά. Οι νοικοκύρηδές του ήταν επίµονοι, αρνούνταν να παραιτηθούν. Ετσι νοικοκυρεµένο το κράτησαν το σπίτι και τα επόµενα χρόνια.

Οµως, έφτασε και η ώρα της φθοράς. Κάτι υγρασίες, κάτι σκουριές στα κάγκελα. Κυρίως κάτι θάνατοι. Ο κύριος του σπιτιού πέθανε σε βαθιά γεράµατα. Η κυρία του σπιτιού έβγαινε πια µε τη βοήθεια µπαστουνιού και το σκυλάκι της περπατούσε αργά δίπλα της, µε ένα ελαφρύ τρέµουλο στα ποδαράκια του. Κάποια στιγµή σταµάτησε να τη συνοδεύει. Εβγαινε µόνη.

Ενα πρωί έξω από την πόρτα είδα κολληµένο το αγγελτήριο και της δικής της αποχώρησης. Δεν είχαµε µιλήσει ποτέ, αλλά τη γνώριζα από πάντα, όπως και τόσους γείτονες. Ηταν, εποµένως, µια σηµαντική απουσία. Το σπίτι έκλεισε. Ασυντήρητο, άρχισε να δείχνει όλο και πιο έντονα την ηλικία του. Οι τοίχοι του µάδησαν, τα ξύλινα κουφώµατα σάπισαν.

«Θα το αφήσουν να πέσει» έλεγε µια γειτόνισσα από εκείνες που γνωρίζουν τα πάντα, «γιατί είναι πολλοί οι κληρονόµοι και δεν τα βρίσκουν µεταξύ τους».

Συγκληρονόµοι, αυτή η µάστιγα! Πόσες φορές δεν ακούµε για σπίτια που καταρρέουν επειδή οι περισσότεροι του ενός ιδιοκτήτες δεν τα βρίσκουν. Και αντί να τα πουλήσουν, έστω για λίγα χρήµατα, σε εκείνον που θα τα αγαπούσε όπως δεν τα αγάπησαν εκείνοι και που θα τα συντηρούσε, προτιµούν να τα αφήσουν να ρηµάξουν. Κάτι τέτοιο συνέβη και στο όµορφο σπίτι της γειτονιάς µου.

Τις προάλλες το τύλιξαν µε τα πράσινα δίχτυα που προστατεύσουν τους περαστικούς από την πτώση σοβάδων. Ετσι καλυµµένο, σαν να θέλει να κρύψει την ντροπή του από την κατάντια του, θα µείνει ώσπου να καταρρεύσει εντελώς. Στη θέση του θα χτιστεί µια άσχηµη πολυκατοικία, µε διαµερίσµατα που θα διαφηµίζονται ως πολυτελή, αλλά που στην πραγµατικότητα θα είναι χαµηλοτάβανα, στενάχωρα και ανήλιαγα.

Παρατηρώ γύρω τα εκατοντάδες παρατηµένα νεοκλασικά που καταρρέουν, επειδή «δεν τα βρίσκουν οι κληρονόµοι» και αναρωτιέµαι, πότε κάποια υπηρεσία, κάποιος υπουργός, κάποιος νοµοθέτης θα νοιαστεί και για αυτά. Περνώ συχνά και από το υπέροχο σπίτι του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στο κέντρο της Αθήνας, το νεοκλασικό αρχοντικό που έπρεπε να καταρρεύσει για να αποφασίσουν να το φτιάξουν. Τουλάχιστον, µε αδικαιολόγητες καθυστερήσεις πολλών δεκαετιών, αυτό τη γλίτωσε γιατί έτυχε να είναι του Λαπαθιώτη. Τα άλλα στους γύρω δρόµους; Αυτά δεν θα τα σώσει κανένας.